Fractal

Tractatus Logico-Poeticus

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

Λουκόπουλος Κωνσταντίνος, «Γενόσημα», εκδ. ΑΩ, σελ. 84, 2021

 

Τότε ακόμη είχε ιδιαίτερη αίγλη ο «Kύκλος της  Βιέννης», η φιλοσοφία της γλώσσας τελούσε κάτω απ’ το άστρο του θετικισμού. Αν το Tractatus Logico-Philosophicus  αποτέλεσε έργο τομής δεν είναι μόνο γιατί άνοιξε έναν καινούριο και πολύ γόνιμο δρόμο για τη φιλοσοφία της γλώσσας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στις Φιλοσοφικές Έρευνες ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν θα αναθεωρήσει πολλές απ’ τις απόψεις που διατύπωσε στο Tractatus, σημειώνοντας πλέον εμφαντικότερα τον ρόλο του κοινωνικού-πολιτισμικού πλαισίου στην εκφορά του λόγου. Θαρρώ όμως ότι μετά τον Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν του Tractatus είναι ο πρώτος που εκφράστηκε φιλοσοφικά με μια άλλη γλώσσα απ’ τη δύστροπη και σχολαστική γλώσσα της φιλοσοφίας, που ενίοτε μπορεί και να αποβαίνει απωθητική για τον αμύητο. Αλλά σε αντίθεση με τον Νίτσε και τους κατοπινούς γάλλους δομιστές και μεταδομιστές, τον Μπαρτ, τον Φουκό και τον Ντεριντά, που ρέπουν προς δοκιμιακότερες χρήσεις της γλώσσας, στο Τractatus του Βιτγκενστάιν παρατηρείται το σπάνιο φαινόμενο μιας φιλοσοφικής γλώσσας που με την αφαίρεση, την πύκνωση και τον ρυθμό φέρει κάποιον βαθμό ποιητικότητας, που αποτελεί κι έναν απ’ τους βασικούς λόγους για τη γοητεία του έργου.

Ας μου συγχωρεθεί η εκτενής και εκ πρώτης όψεως άσχετη εισαγωγή. Όσο κι αν δεν γίνεται αντιληπτό διατηρεί κάποια νοηματική συνάφεια με την ποιητική συλλογή που θέλω να παρουσιάσω. Δεν παραλείπει άλλωστε ο ίδιος ο Λουκόπουλος να το σημειώσει στο αυτοαναφορικό κείμενο που συνοδεύει την έκδοση, «Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ οφείλουν τη δομή και τη γραμματολογική τους υπόσταση στην ομορφιά των Μαθηματικών και της Φιλοσοφίας της Γλώσσας και αποτίουν φόρο τιμής στο Tractatus Logico-Philosophicus  του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν»: η αποφθεγματική διατύπωση, η επιγραμματικότητα της εκφοράς, η αρχιτεκτονική του λόγου, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η αξιοποίηση των θετικών επιστημών προδίδουν τη γόνιμη επιρροή που δέχτηκε ο Λουκόπουλος απ’ το έργο του Αυστριακού φιλοσόφου και τη συνομιλία που ανοίγει μαζί του.

Στο σύνολο 278 πεζόμορφα ποιήματα, οργανωμένα σε 49 ενότητες με το πρώτο ανάμεσά τους να εισάγει τη θεματική όσων ακολουθούν και τα επόμενα να προχωρούν κατά βάθος ή κατά πλάτος τον αρχικό προβληματισμό, αναδεικνύοντας νέες πτυχές και εισάγοντας πρόσθετα ζητήματα, χωρίς ποτέ να χάνουν τη μεταξύ τους συνάφεια. Εκκινώντας, όπως ο ίδιος σημειώνει, «από μία κοινωνική συνθήκη, μια διερώτηση ή ένα συντριπτικό συναίσθημα» θίγει με ποιητικό τρόπο και φιλοσοφική διάθεση μια ευρεία γκάμα θεμάτων, απ’ τα αυτοαναφορικά της ποιητικής γραφής μέχρι τα υπαρξιακά της συγκρότησης του «εγώ» και απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις μέχρι όρους των φυσικών επιστημών. Η ποιητική γλώσσα, πάντα συνυποδηλωτική, ενσωματώνει στους εκφραστικούς της τρόπους πέραν της μεταφοράς, της αναλογίας, της εικόνας και των διακειμενικών αναφορών, το σχόλιο, την εννοιολογική διερεύνηση και κυρίως τον απόφθεγμα. Ό,τι προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι ένα σύνολο ποιητικών αφορισμών με υψηλό βαθμό νοηματικής πύκνωσης, όπου ο αυστηρός τόνος του αποφθέγματος και ο σχολαστικός χαρακτήρας της φιλοσοφικής γλώσσας διαρκώς υπονομεύονται με παιγνιώδη διάθεση απ’ την πανταχού παρούσα ποιητική γραφή. Και δεν είναι τυχαίο που σ’ έναν απ’ τους ποιητικούς αφορισμούς του ο Λουκόπουλος αναφέρεται γενικά στους αφορισμούς αλλά την ίδια στιγμή σχολιάζει  περιπαιχτικά και ό,τι ο ίδιος κάνει με τούτους τους αφορισμούς: «Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά. άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει δράμα σε μια ατίμωση» (σελ. 73).

Το εγχείρημα του Λουκόπουλου έχει και μια ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση. Ο ποιητικός λόγος, που από αιώνες έχει πάρει διαζύγιο απ’ τις θετικές επιστήμες και εν πολλοίς διατηρείται στην πνευματική εξορία και στη γνωστική απαξίωσή τους, συνομιλεί εδώ με τις επιστήμες, παίζει μαζί τους, ακούει με προσοχή τις απόψεις τους, αξιοποιεί τις γνώσεις τους και, τελικά, τις εγκολπώνεται, ανοίγοντας όχι μόνο για τον ίδιο πεδίον δόξης λαμπρόν αλλά κι έναν άλλο τρόπο για τη θέαση των επιστημών. Εδώ η φιλοσοφία λειτουργεί σαν γέφυρα της ποίησης, ώστε να διεκδικήσει τον ρόλο που έπαιζε κάποτε η φιλοσοφία και να προτείνει μια ολιστική αντιμετώπιση του επιστητού: να γίνει η ενοποιός δύναμη, ο οικείος χώρος, η μητρική αγκαλιά για τις επιμέρους επιστήμες.

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

 

Κρατώ για το τέλος το πιο σημαντικό γνώρισμα της συλλογής. Τα ποιητικά αποφθέγματα του Λουκόπουλου δεν ομφαλοσκοπούν, δεν στήνουν φιλολογικές κουβέντες με τις θετικές επιστήμες, δεν αυταρέσκονται με εξυπνακίστικα σχόλια. Απ’ την αρχή ως το τέλος, άλλοτε ευκρινώς και άλλοτε συγκαλυμμένα, αρθρώνουν κριτικό λόγο, παράγουν προβληματισμό, εκφέρουν ανησυχίες. «Μα δεν θα γίνουν φέτος δεξιώσεις, με ειδοποιούν. Βούλωσε ο βόθρος και δεν έχουμε πού να στείλουμε τα λύματα» μας λέει στο DE PROFUNDIS. «Μόνοι μας ερηπειώνουμε μέσα σε άδειες κάμαρες και σε ιπποδρόμια, αργά υποχωρώντας στη λάβα μας. ο καθένας και η Πομπηία του» μας λέει στο Βεζούβιος και Πομπηία (σελ. 49). «Είτε είναι του καθαρού λόγου είτε του ακάθαρτου, η εξουσία της είναι μια ολιγαρχική εξουσία αυθεντίας. Σκασμός και πλανταγμός οι απέθαντοι. Οι πάσχοντες και οι νεκροί δικαιούνται μόνο να ομιλούν» μας λέει στην Κριτική (σελ. 33). Έξω από ιδιωτεύσεις και αγκυλώσεις, η γραφή του Λουκόπουλου υπερασπίζεται ένα κριτικό ποιητικό ήθος που μοχθώντας για την αισθητική πλευρά του πράγματος επιφυλάσσει στην ποίηση τον ρόλο της σωκρατικής μύγας.

Δεν διαβάζεται ούτε εύκολα ούτε μονορούφι τούτη η συλλογή. Πολλά και ορμητικά ποτάμια χύνονται εντός της. Το πέλαγός της αμιγώς ποιητικό κομίζει μια άλλη αντίληψη για τη σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, για τον αισθητικό ρόλο της ποίησης και για την κριτική της λειτουργία. Ο Λουκόπουλος επιχειρεί εδώ κάτι παραπάνω απ’ το να προσφέρει αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη. Αν με το βλέμμα της μητέρας και του παιδιού ο Αύγουστος Ζάντερ κοιτά τη Νέα Αντικειμενικότητα του μεσοπολέμου, ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος κοιτά με τα ποιήματά του τη Νέα Κανονικότητα της δικής μας εποχής. Και δικαίως ανησυχεί.

 

 

* Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top