Fractal

H Δέσποινα Λαλά Κριστ στο Εργαστήρι του Συγγραφέα

 

 

Έμιλυ Ντίκινσον: Θεά του Ηφαιστείου, Εκδόσεις Σμίλη, 2018, 512 σελ.

 

Όσο μελετώ την Έμιλυ Ντίκινσον, τόσο ευγνωμονώ τον Γιώργο Χειμωνά!

 

Την Έμιλυ Ντίκινσον την συνάντησα στο τελευταίο έτος των σπουδών μου το 1960 και παρέμενε πάντα μέσα μου με τον ίδιο ενθουσιασμό και αγάπη των φοιτητικών χρόνων.

Η ανάγκη της γραφής έντονη, παραμέρισε τις δυσκολίες μιας τέτοιας υπέρογκης δουλειάς και πρόθυμα υπάκουσα την φωνή της «Prithee, my brother, into my Garden Come.» (Παρακαλώ σε αδελφέ,  στον Κήπο μου έλα.)

Η γραφή ενός βιογραφικού μυθιστορήματος απαιτεί γνώσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Σκέφθηκα, αναμέτρησα και αποφάσισα ότι είχα πολλές προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσω τις ανάγκες μιας τέτοιας απαιτητικής γραφής.

Είχα: Βιβλιοθήκες με άφθονο υλικό στην γειτονιά μου.

Σπουδές Αμερικάνικης Ιστορίας καθώς και ψυχολογίας .

Ευκαιρίες επισκέψεων στο σπίτι της, να μου προσφέρουν την καθημερινή ατμόσφαιρα της ζωής της καθώς επίσης τις κλιματολογικές συνθήκες που κι αυτές επιδρούν στην ψυχική διάθεση του ατόμου. Είχα ζήσει τον Αμερικανικό Πουριτανισμό κι ένιωθα το βάρος του . Η ποίηση της, τόσο αινιγματική θα  μπορούσε να προκαλέσει πρόβλημα στην πλήρη κατανόηση της σκέψης της, μα και γι’ αυτό το πρόβλημα είχα βοηθό τον σύντροφό και σύζυγό μου Ρόμπερτ Κρίστ, καθηγητή της Αμερικάνικης Ποίησης και Λογοτεχνίας, που οι βραδιές της ανάγνωσης και ανάλυσης ήταν πολλές, ευχάριστες, κι ατέλειωτες.

Το μεγαλύτερο όμως στοιχείο αυτής της προσπάθειας ήταν η  αγάπη και πάθος που έχω για την ζωή και το έργο της Έμιλυ Ντίκινσον Έτσι όπως το  διατύπωσε κι εκείνη: “(Ι feel as if love sat upon my Heart, and flapped it with his wings .” (Αισθάνομαι την αγάπη να έχει καθίσει στην καρδιά μου και την συνταράζει με τις φτερούγες της..)

 

 

Το βιβλίο που ετοίμαζα χρόνια (2007 -2013) κυκλοφορεί στην Αμερική από το 2013 (μετάφραση Ρόμπερτ Κριστ), με πολύ καλές κριτικές, και καμαρώνει στο Μουσείο ‘Εμιλυ Ντίκινσον, ‘Αμχερστ Μασσαχουσέττη, ανάμεσα σε βιβλία λογίων καθηγητών  Πανεπιστημίων, αλλά δεν μου προκάλεσε την χαρά που μου έδωσε η Έκδοση της Σμίλη το 2018. Το βιβλίο γράφτηκε για τους Έλληνες αναγνώστες και είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς. Με συγκίνηση αγγίζω την Ελληνική έκδοση κι αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη για τους εξαιρετικούς εκδότες Χρήστο και Μαρία  Κουτσιαύτη που εργάστηκαν εντατικά για να το παρουσιάσουν στην τελειότητα των απαιτήσεων τους .

Η περιπέτεια της γραφής, οι πρώτες λέξεις του έργου, ξεκίνησαν  στο παγκάκι που βρίσκεται στον κήπο της Έμιλυ ατενίζοντας τους λόφους της. Ήμουν φυσικά και ψυχικά στο χώρο της, και είχα την απόλυτη αίσθηση μιας προσωπικής επαφής χρόνου, χώρου και όλων αυτών που αφορούσε την γραφή. Η ψυχική επαφή διατηρήθηκε από εκείνη την στιγμή μέχρι και σήμερα που δώδεκα χρόνια αργότερα.

Έμπαινα στο Πατρικό της, στο Main Street, Amherst, και ένιωθα κυριολεκτικά την παρουσία της. Αισθανόμουν ότι ήταν εκεί και με περίμενε και όχι μόνο η Έμιλυ, αλλά όλοι οι Ντίκινσον. Όλοι έγιναν γεγονός της ζωής μου κι όχι μια αόριστη βιογραφία.

Στο σπίτι ζούσα την καθημερινή ζωή της και στο δωμάτιο της παρακολουθούσα την συγγραφή των ποιημάτων στο μικρό τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο, με το ογκώδες λεξικό (του γείτονά της Webster) στο πάτωμα κοντά της να την αγγίζει.  Έσκυβε κι επέλεγε την κάθε λέξη χωριστά, την έγραφε στο πάτο της σελίδας και πρόσθετε όλες τις παρόμοιες έννοιες για να διαλέξει την πιο αινιγματική και διφορούμενη. Όταν το ποίημα τελείωνε το έχωνε στην τσέπη της ποδιάς και κατέβαινε στην κουζίνα να ζυμώσει το αγαπημένο ψωμί της οικογένειας, και πάλι πίσω να το τελειοποιήσει.

 

Στο σπίτι επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Καθαρό, πλούσιο, άνετο με πολλά παράθυρα, τα απαραίτητα έπιπλα, τον καναπέ το τραπεζάκι, την βιβλιοθήκη, αλλά όχι με αισθητική εμφάνιση πλούσιου σπιτιού. Η αυστηρή πουριτανική αυστηρή επίπλωση ήταν εμφανή και μόνο στο σαλόνι επέτρεπε καναπέ. Και φυσικά το πιάνο όπου η Έμιλυ έπαιζε καθημερινά μέχρι που άκουσε τον καλύτερο πιανίστα της εποχής, και με αποφασιστικότητα που κανείς δεν μπορούσε να μεταπείσει το έκλεισε και δεν ξανά έπαιξε ποτέ. «Όταν ασχολείσαι με την Τέχνη πρέπει να είσαι ο καλύτερος» είπε στο εαυτό της και ασχολήθηκε με την Τέχνη που μπορούσε να είναι η καλύτερη του κόσμου. Ο Χάρολντ Μπλουμ την θεωρεί ως την καλύτερη ποιήτρια της Δύσης των τελευταίων τετρακοσίων χρόνων.

 

Η πενταμελής οικογένεια, τρία παιδιά Ώστεν, Έμιλυ, Βίνη, οι γονείς Εντγουαρντ κι Εμιλυ Νόρκρος (με την Ιρλανδέζα οικιακή βοηθό) ήταν μια δυσλειτουργική οικογένεια όπως οι περισσότερες οικογένειες του κόσμου. Το χωριό μικρό, περιορισμένων ιδεών, με κοινωνικό κέντρο την εκκλησία δεν πρόσφερε άνεση ιδεών αν και ο δέκατος-ένατος αιώνας ήταν ο αιώνας ιδεών και Αναγέννησης της Αμερική.

Το Κολέγιο (Amherst Colege) που ίδρυσε ο Παππούς της Σάμιουελ και θυσίασε την ζωή του γι’ αυτό, πρόσφερε την ζωντάνια των νέων φοιτητών παρότι περιορίζονταν από τους κανόνες της Εκκλησίας που επικρατούσε. Στην Μασσαχουσέττη. Το Κολέγιο ξεκίνησε με τις προσπάθειες τριών ανθρώπων του χωριού, μα την μεγάλη οικονομική ευθύνη ανέλαβε ο Σάμιουελ ο πρώτος Ντίκινσον απόφοιτος πανεπιστημίου, ο οποίος πίστευε , «Χτίσε το σπίτι σου σε λόφο, για να το βλέπει ο Κόσμος όλος.» Κι αυτός έκτισε το κίτρινο σπίτι (1821) στο Main Street, από τούβλα τότε που όλοι χρησιμοποιούσαν την φτηνή ξυλεία και επέμενε να κτίσει το φημισμένο Amherst Colege. Οι πρώτοι  Έλληνες φοιτητές έφτασαν το 1825 και συνεχίζουν να φτάνουν μέχρι σήμερα. Η οικονομική εξάντληση του Κολεγίου τον οδήγησε στο Οχάιο, όπου κι πέθανε φτωχός κι αποτυχημένος μακριά από το αγαπημένο του Άμχερστ

Στο σπίτι του Σάμιουελ γεννήθηκε η Έμιλυ κι εκεί έγραψε τα 2000 ποιήματά της. Τα έγραψε στον δεύτερο όροφο στο πανέμορφο δωμάτιο με τεράστια παράθυρα φως και θέα όπου εγκαταστάθηκε κι επέμενε «Σπίτι είναι ο Παράδεισος» κι έγραφε ατενίζοντας τους λόφους «Οι καλύτεροί μου φίλοι» χωρίς ανάγκη κοινωνικών επαφών. «Οι άνθρωποι μιλούν ανούσια για τα ιερά και ντροπιάζουν το σκύλο μου.» είπε στην ερώτηση γιατί; και παρέμεινε κλεισμένη και ευχαριστημένη στον χώρο των 12 τ.μ. ετοιμάζοντας ποίηση να διανύσει τον κόσμο και το χρόνο.

Σ’ αυτό το σπίτι εγκαταστάθηκα και γνώρισα, όχι μόνο την οικογένεια αδέλφια, γονείς, αλλά φίλους που σύχναζαν στο σπίτι καθώς επίσης συγγενείς (αδελφές του πατέρα της) που έρχονταν να μείνουν για ημέρες.

Μίλησα με την θεία Κατερίνη την Θεούσα, της οποίας μια ημέρα του Σεπτέμβρη ο σύζυγός της την πληροφόρησε ότι πάει για τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ. (Εκείνη την ημέρα έφευγε πλοίο από την Νέα Υόρκη για  Ευρώπη).

Συνάντησα και την “θείο” Ελισάβετ με τα πλουμιστά πολύχρωμα φορέματα να ανεβαίνει τις ξύλινες σκάλες για να διαβάσει το σατυρικό ποίημα που μόλις είχε γράψει: “Ωστεν, δεν είναι σαν κι εμάς. Είμαστε τόσο διαφορετικοί,…” έγραφε η Έμιλυ στον αδελφό της, που δίδασκε στο Σάδερλαντ επτά μίλια μακριά.

Αγάπησα κι έγινα φίλη με την Σου, φίλη απ’ το γυμνάσιο κι αργότερα νύφη της, παντρεύτηκε τον Ώστεν, παρά τον αιώνιο έρωτα – Έμιλυ και Σου -.  «Σου είσαι η Ηλιοστοιβάδα μου» της έγραφε και της έστελνε ποιήματα και γράμματα που η Σου τα κάρφωνε στο πέτο της να τα διαβάζει την ώρα που απαιτούσε η καρδιά της.

 

Επτά χρόνια κυκλοφορούσα ανάμεσα στα δύο σπίτια, όλους τους γνώρισα και ταυτίστηκα με τις ζωές, χαρές και λύπες. Συναισθάνθηκα το αδιέξοδο των σχέσεων και τις κακοτυχίες, και κατάλαβα πως η ζωή δεν χαρίζεται σε κανέναν, δίνεται με ίδιες δόσεις σε πλούσιους σε φτωχούς σε ευφυείς και μη.. Όλα τα πέρασαν και τα δέχθηκαν με καρτερικότητα και σοφία. «Οδύνη κι έκσταση» οι μόνιμες συνθήκες, ζωής όλων μας.

 

Ο Πατέρας της ο Έντγουαρντ με υποδεχόταν με την υπεροψία του Πολιτικού της Πολιτείας και την ευγένεια Ταμία του Κολεγίου Άμχερστ.

Ήταν εξαιρετικός οικοδεσπότης ο Ένγουαρντ, ευγενικός, σοβαρός, πουριτανός που δεν γελούσε ποτέ, κι όμως τον είδα να γελάει μια και μόνο φορά όταν ο ιερέας της ενορίας τον διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν τέλεια με το μυαλό της Έμιλυ, “Sound” (Ηχηρό), του φώναξε, υπονοώντας τον ήχο της καμπάνας, κι αυτός γέλασε, αλλά ντράπηκε που του ξέφυγε και το γύρισε σε βήχα. Ο πουριτανός  Πατέρας, (τον οποίο είχα γνωρίσει πολύ καλά στο πρόσωπο του πεθερού μου) μείγμα αξιοπρέπειας, αγάπης, και αυστηρότητας, είχε μεγάλη έγνοια την ιδιόμορφη κόρη του κι ένα μεγάλο φόβο. Φοβόταν για την ζωή της. Ήταν λεπτή και κρυολογούσε εύκολα. Η φυματίωση κυκλοφορούσε στο σπίτι της μητέρας της, κι αυτός έτρεμε γι’ αυτήν. Η Έμιλυ αρνιόταν την προσκόλληση κι έλεγε για τον πατέρα της.

O Πατέρας μου μού φαίνεται ένα ηλικιωμέν  και παράξενο είδος ανθρώπου ξένου.

«Ο Πατέρας σε κάποια  ακαθόριστη στιγμή, όταν ξεχνάει ότι είναι δικηγόρος και πέφτει στην ιδιότητα του ανθρώπου, λέει ότι η ζωή του πέρασε σε μια ερημιά ή σε ένα νησί. Και έτσι είναι όπως τώρα το πρωί, ακούω την φωνή του και νομίζω ότι έρχεται από μακριά κι έχει τον ήχο της θάλασσας και μουρμουρητό της βραχνάδας και μια υποψία τόσο απομακρυσμένου όσο τα νησιά του Αγίου Φερνάδου.»

Η έμμονη προσοχή του Πατέρα και η ανάγκη της προσωπικής ελευθερίας της κόρης προκαλούσε σύγκρουση. Η μεγάλη διαφωνία συνέβη την βραδιά που της έκανε την παρατήρηση γιατί καθόταν  έξω στα σκαλιά του σπιτιού και μιλούσε με τόση τρυφερότητα στο νεαρό φοιτητή. Προσβεβλημένη η Έμιλυ του δήλωσε κλείνοντας με πάταγο την πόρτα του  δωματίου της «Αν δεν μου έχετε εμπιστοσύνη, δεν θα ξαναβγώ ποτέ από το σπίτι.»

Πόσο υπέφερε ο καημένος ο Έντουαγαρτ, νά έχει κόρη την Έμιλυ Ντίκινσον, που αρνήθηκε να συνταιριάξει την ζωή της με τους άλλους, κι ενώ δεν έπρεπε να ακουστεί το όνομα της έξω από το σπίτι, αυτή το έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιός δεν γνωρίζει το όνομα Εμιλυ Ντίκινσον; Αν η Νόρα του Ίψεν έκλεισε την πόρτα πίσω της, και τάραξε την Ευρώπη, η Έμιλυ Ντίκινσον έκλεισε την πόρτα μπροστά της, και έγινε μελέτη της οικουμένης.

Συνάντησα και την μητέρα της, επίσης ‘Εμιλυ. Έμιλυ Νόρκρος. Μια όμορφη γυναίκα σιωπηλή φοβισμένη κι απομακρυσμένη, που με παράπονο μου ψιθύρισε
“Δεν έρχεται πλέον μαζί μας στην εκκλησία.”

Αγωνιούσε για την ψυχή της κόρης, ενώ η Έμιλυ μου εμπιστεύτηκε:

 “Δεν είχα ποτέ μητέρα. Υποθέτω ότι μητέρα είναι ο άνθρωπος που τρέχουμε όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση. Όταν ήμουν παιδί, και κάτι μου συνέβαινε έτρεχα στο Δέος, ήταν φοβερή Μητέρα αλλά μου άρεσε καλύτερα από το να μην είχα κανέναν. »

Μα όταν παρέλυσε η μητέρα, ένα χρόνο  μετά τον θάνατο του Έντγουαρντ κι έμεινε στο κρεβάτι επί δέκα χρόνια, η Έμιλυ παρέμεινε δίπλα της, μία ακόμα αφορμή για να κλειστεί στο σπίτι. «Όταν έγινα μητέρα της μητέρας μου ήρθε η αγάπη.» συνειδητοποίησε.

 

Εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη και γνωριμία των ξεναγών τόλμησα την είσοδο μου στο Ανατολικό τμήμα του σπιτιού, απαγορευμένη σε όλους τους τουρίστες. Ήθελα να δω το δωμάτιο όπου γεννήθηκε η Έμιλυ (10 Δεκεμβρίου 1830 λίγο πριν τα μεσάνυχτα) κι έζησε μέχρι την ηλικία των πέντε. Λόγω οικονομικών δυσχερειών το Πατρικό πουλήθηκε και μετακόμισαν στο Pleasant Street το οποίο συνόρευε με το νεκροταφείο του Άμχερστ. Να γιατί τα ποιήματα θανάτου φθάνουν τον αριθμό εξακόσια. Επέστρεψαν στο Πατρικό στο Main Street όταν η Έμιλυ ήταν είκοσι-πέντε ετών όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της (15 Μαίου 1886 )

Η Έμιλυ γεννήθηκε στο δωμάτιο του ανατολικού τμήματος με την καινούργια ταπετσαρία. Αυτή ήθελα να δω. Η μητέρα της παρά την άρνηση του συζύγου, παρήγγειλε την ταπετσαρία του δωματίου της που τελείωσε την ημέρα της γέννας. Μου άρεσε η συμβολική σύμπτωση. Όλα καινούργια για την Έμιλυ!

 

Παρατήρησα και την σχέση των τριών αδελφών, που την είδα ως πολύ  συγκινητική. Οι γονείς απομακρυσμένοι, ο Έντγουαρντ στην Βουλή, η μητέρα κλεισμένη στο δωμάτιο με πονοκεφάλους, τα παιδιά μόνα δέθηκαν μεταξύ τους με αγάπη και σεβασμό για τις ιδιαιτερότητες του καθενός. «Βίνη την δουλειά μου» ψιθύρισε, στην μικρότερη κατά δύο χρόνια αδελφή, πριν πέσει σε κώμα και η Βίνη, η καπάτσα της οικογένειας, το έφερε εις πέρας. Ο λόγος της Έμιλυ ήταν νόμος γι’ αυτήν. «Η Έμιλυ σκέπτεται,» έλεγε με λατρεία η Βίνη, ενώ ο ΄Ωστεν με κάποια μικρή ζήλια επέμενε η «Έμιλυ ποζάρει».

Και παρ’ όλη την αγάπη και τον θαυμασμό του για την ευφυία της αδελφής του, δεν κατάλαβε ποτέ την δύναμη της ποίησής της. Όπως δεν την κατάλαβε κι ο Χίγκινσον. Ο λόγιος της εποχής που η Έμιλυ έστειλε ποιήματά ρωτώντας τον, «Αναπνέει ο στίχος μου; Είναι ζωντανός;» κι εκείνος που δεν είχε ποτέ διαβάσει τέτοια ποίηση, απάντησε “ναι μεν, αλλά…” Όχι βέβαια πως πτοήθηκε η Έμιλυ. Απλά ψιθύρισε ή έτσι κατάλαβα “Σεβάσου τους λόγιους κριτικούς, αλλά πρόσεχε τους …” και δεν απάντησε στην ερώτηση μου “μα γιατί δεν έστειλες τα ποιήματα σου στον Έμερσον;”

Ίσως την πρόλαβε ο Γουήτμαν που είχε ήδη στείλει τα δικά του.

 

Γνώρισα και την πρώτη της φίλη Σοφία Χόλαντ δεκατεσσάρων χρόνων που της δίδαξε τον πόνο του θανάτου. Έπαθε μελαγχολία μετά τον θάνατό της κι όταν αργότερα έγραψε το ποίημα για την Σοφία ήταν σαν να περιέγραφε την Κοιμωμένη του Χαλεπά.

Γνώρισα και τον Λέναρντ Χάμφρεη που ίδρυσε την Λέσχη ποίησης. Στην λέσχη αυτή συγκεντρώνονταν οι νέοι του χωριού κάθε Τετάρτη  για να απολαύσουν  την μεγάλη χαρά της κοινωνικής επαφής και να απαγγείλουν Σαίξπηρ, Κήτς και Μπάυρον. Ο Νεαρός ταλαντούχος Χάμφρεη πέθανε ξαφνικά κι η λέσχη έκλεισε, προς μεγάλη απογοήτευση όλων. Η λύπη για την έλλειψη του νεαρού φίλου ήταν τεράστια, και η Έμιλυ κατάλαβε. “Καθέναν που   χάνουμε, μας παίρνει κι ένα κομμάτι.” Κι έχασε πολλούς κι όλοι έπαιρναν ένα κομμάτι απ’ την ζωή της. Στο τέλος ο μικρός ανιψιός, ο οκτάχρονος Γκιμπ, της αγαπημένης Σου ο γιος, που του κατέβαζε με το καλαθάκι κουλουράκια, πέθανε μέσα σε πέντε μέρες και της πήρε ότι είχε απομείνει από το σώμα της.

Στα εξακόσια ποιήματα που έγραψε για τον θάνατο, το ποίημα του  Γκιμπ ξεχωρίζει. Θυμίζει τον οδυρμό του Βασιλιά Ληρ για τον χαμό της κόρης.

 

Άρρωστη επί δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Γκιμπ, η Έμιλυ έχασε τις αισθήσεις της στις 13 του Μάη 1886 και στις 15 του Μάη ο Ώστεν έγραψε στο ημερολόγιο του. «Η μέρα ήταν βασανιστική. Έπαψε να αναπνέει αυτόν τον φοβερό ρόγχο ακριβώς πριν η καμπάνα κτυπήσει έξι» ΄

 

Η Έμιλυ έφυγε κληροδοτώντας μας το μυστικό της στα ποιήματα που οδηγούν στην Πνευματική Γνώση.

 

Behind Me dips Eternity –Πίσω μου η Αιωνιότητα

Before meImmortality   – Μπροστά μου η Αθανασία

Βυθισμένη βαθιά στον Εαυτό της, (Α wild place – Άγριος τόπος, διαπίστωσε) έβλεπε, άγγιζε αποκάλυπτε τον ανθρώπινο ρυθμό. Τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις πράξεις τον πόνο, την χαρά, το  φόβο και την αιτία του κάθε συναισθήματος τα διαμόρφωσε σ’ εικόνες με λέξεις και μας προσκάλεσε να νιώσουμε τα οικουμενικά  στοιχεία που μας ενώνουν.

Έμιλυ Ντίκινσον: Οικουμενική ψυχή.

Τις λάτρευε τις λέξεις, τις έψαχνε επί ώρες στο λεξικό του Webster, επέμενε κι επέλεγε αυτές που θα σαγήνευαν τον αναγνώστη, θα άγγιζαν την εσωτερική του Γνώση και η πολυσημαίνουσα λέξη θα  προκαλούσε σύγχυση –το ανθρώπινο αίνιγμα- που ήθελε να επιδείξει.

 Χρησιμοποιούσε τις λέξεις σαν τα ξωτικά λουλούδια που καλλιεργούσε!                                                                                   Πνεύμα , παιχνίδι, ειρωνεία και βάθος σκέψης στην κάθε έκφρασή της.

«Πόσο απολαυστική είναι η πανουργία των λέξεων! Ανακάλυψε τον εσωτερικό παράδεισο της Τέχνης με την γλώσσα της έκπληξης…» συμβούλευε.

Τις χρησιμοποιούσε σαν καλοστημένες παραστάσεις να ξαφνιάζουν, φορτωμένες με ποικίλα νοήματα, ασαφή και διφορούμενα, συντεταγμένα έτσι που να ακυρώνουν η μία την άλλη και να προκαλούν το ξάφνιασμα, ακριβώς όπως το δίνει στον ορισμό της ποίησης της: «Έκπληξη και δέος». Και όλα με πάθος.                                                                       Το πάθος της ξεπερνάει το φυσικό γίνεται μεταφυσικό. Ζυμώνεται με το αίμα και τους κτύπους της καρδιάς, για να εκφράσει την  Ουσία του Είναι μας πριν καλά την συνειδητοποιήσουμε. Αυτό αγγίζει την Οικουμενική μας Ύπαρξη, και ταράζει!                                                                        Αυτό το ξάφνιασμα και η προσπάθεια της σύλληψης της έννοιας είναι η Τέχνη της Υπέρβασης. Αυτή που μας ανεβάζει στα ύψη της Έκστασης!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top