Fractal

Διήγημα: “3η πόρτα. Η επίσκεψη”

Της Ευθυμίας Κ. Μυλωνά // *

 

 

 

3η πόρτα. Η επίσκεψη

 

Κλειδαμπαρωμένη όπως και τότε. Με τρεις κλειδαριές. Ήξερες καλά να κρύβεις τα μυστικά σου. Τα μυστικά μου. Μυστικά αθώα και άλλοτε επικίνδυνα.

Ούτε που το κατάλαβα πως έμπλεξα. Λίγο οι παρέες, λίγο η ανασφάλειά μου, η μοναξιά μου, έμπλεξα. Στην αρχή ξεκίνησα με τσιγάρο. «Έλα μωρέ, μ’ ένα τσιγάρο δεν παθαίνεις τίποτα», σκέφτηκα. «Εγώ είμαι δυνατός, μπορώ να το κόψω», προσπαθούσα να με πείσω καθώς δοκίμαζα ξανά και ξανά. Ένιωθα ωραία στην αρχή, πως είχαν λυθεί λέει με μιας όλα μου τα προβλήματα. Βρισκόμουν σε αφασία. Το ένα τσιγάρο έφερνε τ’ άλλο. Μετά κόλλησα. Άρχισα σιγά σιγά να ψάχνω για κάτι διαφορετικό, πιο έντονο. Έτσι μια νύχτα βρέθηκα σ’ ένα από κείνα τα πάρτυ που γίνονται κεκλεισμένων των θυρών. Ένας τύπος, σαν τον κυνηγό που περιτριγυρίζει το θήραμά του, με πλησίασε. Πιάσαμε κουβέντα και το ένα ποτό έφερε τ΄άλλο. Ξέρεις, το αλκοόλ είναι μεγάλος μαρτυριάρης. Του ανοίχτηκα. Του μίλησα για τη ζωή μου κι εκείνος με κοίταζε όλο αυτιά. « Φίλε, σκληρά σου φέρθηκε η μοίρα», μου είπε κάποια στιγμή σφίγγοντας τον πήχυ μου με τα δάχτυλα του χεριού του. Άρχισα να κλαίω σαν μωρό. Μια στιγμή αδυναμίας που την πλήρωσα ακριβά. Έσκυψε στ΄ αυτί μου και με την παλάμη του να γλιστράει επιδέξια πάνω στο πάσο του μπάρ, κατάφερε να χώσει ένα σακουλάκι στο χέρι μου, την στιγμή που πήγαινα να πιάσω το ποτήρι με το ουΐσκι. «Αυτό θα σε βοηθήσει, θα δεις» ψιθύρισε, συμπληρώνοντας τη φράση του με τις απαραίτητες οδηγίες για τη λήψη της λευκής σκόνης. Αυτό ήταν.

Απ’ την πρώτη κιόλας φορά που δοκίμασα πέταξα στα ουράνια. Όλες οι σκοτούρες μηδενίστηκαν. Δούλευα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς να νιώθω κούραση. Δε φοβόμουν κανέναν και τίποτα, ήμουν χαρούμενος σε σημείο να σκάσει η καρδιά μου. Ο «φίλος» του πάρτυ με προμήθευε συνεχώς. Πάντα ευγενικός και χαμογελαστός μοίραζε υποσχέσεις, «Είδες φίλε, τι σου ΄λεγα; Όλα τέλεια». Έτσι νόμιζα κι εγώ στην αρχή, μα σιγά σιγά τίποτα δεν ήταν τέλειο. Έτρεμα όταν δεν έπαιρνα τη δόση, τα γόνατά μου λύγιζαν κι έπεφτα, μόνος στο κρύο τσιμέντο μη μπορώντας ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Ο δήθεν «φίλος» τώρα πρόβαλλε δικαιολογίες του τύπου « … είναι δυσεύρετη, θα δω τι μπορώ να κάνω» έναντι μικρής αρχικά και στη συνέχεια μεγάλης αμοιβής. Είχα γίνει πια τοξικομανής. Όταν μ’ έπιανε το στερητικό ξεκίναγε το μαρτύριο. Το αίμα χτυπούσε στα μελίγγια, το κεφάλι βούιζε σα μελίσσι, οι φλέβες μου καίγονταν, κι εγώ, ω Θεέ μου, ένα γουρούνι βουτηγμένο σε ξερατά κι ακαθαρσίες. Στο παραμύθι που μου πούλησε ο «φίλος» απ’ το πάρτυ δεν έβλεπα τώρα λιβάδια και κάστρα αλλά δράκους, φωτιές και νεκρούς. Τα ουράνια στα οποία πέταγα γίνανε σκοτεινές άβυσσοι που με κατάπιναν μέσα τους. Η χαρά έγινε θλίψη και φόβος και η ηδονή… οδύνη. Με «πούλησε» ο «φίλος» τελικά. Κοκαλωμένο, έτσι με βρήκαν μια μέρα ο Φώτης κι η Ελπίδα απ’ τη δουλειά. Ανησύχησαν γιατί είχαν καιρό να με δουν. Μ’ ένα λοστό χτύπησαν την πόρτα για ν’ ανοίξει. Τι κρίμα τόσα χρόνια περάσανε και τα γδαρσίματα ακόμη φαίνονται.

Με πήγαν άρον άρον στο νοσοκομείο. Λίγο πριν το κοντέρ δείξει the end, οι γιατροί μού έσωσαν τη ζωή. Η μάσκα οξυγόνου είχε γίνει μόνιμο αξεσουάρ μου. Με υπομονή οι νοσηλευτές ανέχονταν τις βρισιές μου και τα ουρλιαχτά μου, απ’ τον πόνο που μου προκαλούσε η στέρηση. Ανέχονταν τις κλοτσιές μου όταν ένιωθα τα κόκαλά μου να πονούν σαν να τα τρυπά σίδερο. Μ΄ έβαλαν σε μονόκλινο, μα δεν ένιωθα μόνος. Γιατροί, νοσηλευτές, με παρηγορούσαν άλλοτε με ειδικά κοκτέϊλ φαρμάκων και άλλοτε με καμιά καλή κουβέντα. Περνούσε η δράση των φαρμάκων; Πάλι τα ίδια. Γολγοθάς. Η κατάστασή μου, προχωρημένη. Έπρεπε μόλις βγω απ’ το νοσοκομείο να ενταχθώ στην απεξάρτηση. Το συντομότερο. Τους το υποσχέθηκα.

Οι μέρες περνούσαν και ‘γω ξαπλωμένος μες την γαλήνη των ηρεμιστικών και τη μάσκα οξυγόνου ασπίδα στο θάνατο, αναπολούσα τα περασμένα. Τη ζωή μου απ’ την αρχή. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, την αγκαλιά της μάνας, το χαμόγελο του πατέρα, τη σκανταλιάρα μικρή μου αδερφή και μετά… η χαρά έδωσε τη σκυτάλη στον πόνο, στο βροχερό εκείνο βράδυ που τους έχασα και τους τρεις σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μετωπική σύγκρουση. Δύο οικογένειες στον τόπο και γω να παλεύω με την απόγνωση, την κατάθλιψη, την μοναξιά. Προσπαθώντας να ορθοποδήσω ξανά, πρόσεξα κι άλλους που πάλευαν να ορθώσουν το ανάστημά τους κόντρα στα προβλήματά τους. Ο Τάκης, ο συμμαθητής μου απ΄το δημοτικό με καρκίνο στον εγκέφαλο. Οχτώ χειρουργεία, τι κι αν ο θάνατος του΄χε στήσει καρτέρι οχτώ φορές, εκείνος παρέμενε πάντα γελαστός, γεμάτος ελπίδα να παλεύει για τη ζωή του. Κι εγώ; Δειλός. Αντί να κοιτάξω τη ζωή κατάματα και να τη ζήσω, με τις χαρές της και τις λύπες της, τι κάνω; Της γυρίζω την πλάτη. Κρύβομαι σαν τη στρουθοκάμηλο μέσα στα ψεύτικα ταξίδια της λευκής σκόνης. Ταξίδια χωρίς επιστροφή. «Καημένε, είσαι για λύπηση», σκέφτηκα φωναχτά τη στιγμή που ένας παπάς μπήκε στο δωμάτιο.

«Πώς είσαι Άλκη παιδί μου;», ρώτησε μ’ ενδιαφέρον. Έγνευσα το κεφάλι προς τα κάτω βαριεστημένα. Θα ‘ναι ο παπάς του νοσοκομείου, σκέφτηκα, για να μου τον στέλνουν θα ‘μαι στα τελευταία μου. Εκείνος έβγαλε ένα ξύλινο σταυρό και με σταύρωσε. Στη συνέχεια άφησε στο προσκεφάλι μου μια εικόνα της Παναγίας. «Να σε φυλάει» μου είπε ευλογώντας με στο κεφάλι, καθώς οι κόμποι του κομποσχοινιού κυλούσαν διαδοχικά στα δάχτυλά του άλλου χεριού του. Ερχόταν καθημερινά, ρωτούσε πως πάω, συζητούσαμε και έφευγε ευλογώντας με. Άρχισα να αναζητάω την παρέα του. Η κουβέντα μαζί του μου έκανε καλό. Μια μέρα του είπα: Παππούλη εδώ και καιρό απ’ όταν γνωριστήκαμε βλέπω στον ύπνο μου ένα παράξενο όνειρο, πως είμαι λέει σ’ ένα μέρος με πολλά μοναστήρια. Άλλα είναι πάνω στη θάλασσα και άλλα πάνω στα σύννεφα. «Άλκη μου έχεις βρεθεί ποτέ στο περιβόλι της Παναγίας;», μου είπε μ’ ένα πρόσωπο σαν τη ήρεμη θάλασσα. Το μόνο περιβόλι που ήξερα μέχρι τότε ήταν αυτό του όπιου και του «χόρτου». Το περιβόλι της Παναγίας; Πρώτη φορά τ’ ακούω, έκανα απορημένος. Εκεί βρίσκονται όλα αυτά που μου περιγράφεις, μου απάντησε, ίσως είναι η ώρα να το επισκεφτείς.

Από εκείνη την μέρα δεν τον ξανάδα. Μήπως αρρώστησε; Αναρωτήθηκα. Ρώτησα τις νοσοκόμες αλλά κι εκείνες δεν γνώριζαν κάτι. Έψαξα να τον βρω, μόλις πήρα εξιτήριο. Τι ανοησία τόσο καιρό να μην ρωτήσω το όνομά του. Άρχισα να τον ψάχνω στις εκκλησίες και τα μοναστήρια της περιοχής. Τίποτα. Σε κάποιο μοναστήρι ένας καλόγερος μου είπε πως ίσως ο παράξενος γέροντας να ήταν μοναχός απ’ το περιβόλι της Παναγίας και όπως τον κοιτούσα σα να μην καταλαβαίνω συμπλήρωσε: «Το Άγιον Όρος παιδί μου είναι το περιβόλι της Παναγίας μας». Επισκέπτονται παιδί μου κάποιες φορές οι μοναχοί τα νοσοκομεία όταν βρεθούν στην πόλη, συμπλήρωσε. Έβγαλα απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου την εικόνα που μου είχε δώσει ο παππούλης με τη μακριά γενειάδα και το γαλήνιο

πρόσωπο. Εικονιζόταν η Παναγία να στέκει στην σκεπή ενός μοναστηριού που βρίσκονταν στην κορυφή ενός βράχου. Στην πίσω μεριά έγραφε ευλογία από το περιβόλι της Παναγίας. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε τρελούς ρυθμούς. Θα τον έβρισκα άραγε; Χτύπησα στο πρώτο μοναστήρι που μ’ έβγαλ’ ο δρόμος. Να ρωτήσω, να μάθω. Βρισκόμουν στο αρχονταρίκι της μονής με τον αρχοντάρη να με πληροφορεί σχετικά, όταν είδα εκείνον το γέροντα να εικονίζεται σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, όρθιο, να κρατάει με το αριστερό του χέρι το μακρύ κομποσχοίνι του και με το δεξί του χέρι να ευλογεί, φορώντας τον ίδιο ξύλινο Σταυρό που με ευλόγησε τότε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Αυτός είναι ο παππούλης, έκανα αναπηδώντας. Μπορώ να τον δω; Ρώτησα με μάτια ορθάνοιχτα. Παιδί μου, είπε μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του ο αρχοντάρης, αυτός είναι ο γέροντας Ισίδωρος. Έχει κοιμηθεί εδώ και πολλά χρόνια παιδί μου. Αγιασμένο γεροντάκι. Μεγάλη ευλογία που τον είδες. Τα γόνατά μου λύγισαν, τα μάτια μου σαν χαλασμένες κάνουλες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τα χέρια μου τρέμοντας ξεκρέμασαν τη φωτογραφία του. Τα δάκρυά μου θόλωσαν το τσάμι. Δάκρυα ποτάμια. Δάκρυα συγνώμης και ευγνωμοσύνης, δάκρυα λουτρό για τα παλιά μου πάθη.

Αλήθεια, πως πέρασε ο καιρός και τώρα, σε συναντώ ξανά παλιά μου γνώριμη. Παραμένεις κλειδαμπαρωμένη εσύ, ενώ εγώ, ντυμένος στα μαύρα πια, σε κοιτώ, μα δε σου μοιάζω, γιατί τα δάκρυά μου, η χάρη της Παναγιάς και η αγάπη του Αγίου γέροντα Ισίδωρου, άνοιξαν την πόρτα της καρδιάς μου σε μια νέα ζωή, αληθινά αγγελική.

 

 

 

Διευκρίνηση: Η κάθε ιστορία είναι αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως και εμπνεύστηκε από την στιγμιαία θέαση της κάθε πόρτας.

 

 

Ευθυμία Κ. Μυλωνά είναι Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών τα οποία έχουν δημοσιευθεί διαδικτυακά στο σύνδεσμο https://www.youtube.com/@paramythiameeythymia. Πολλά διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα. Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νίκο Γ. Πλέα και έχουν τρία παιδιά τη Φωτεινή, τη Χρυσούλα και το Γιώργο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top