Fractal

Γεννηθήτω το ποίημά του

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Δώρας Κασκάλη, «Κάπου ν’ ακουμπήσεις», εκδόσεις Μελάνι, 2018

 

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Δώρας Κασκάλη, το έκτο της βιβλίο. Μπλε σκούρο εξώφυλλο, ορίζοντας, μονόχρωμος μπλε ουρανός και κάτωθεν μπεζ, πυραμοειδή, αφρισμένα κύματα με αφαιρετική σχεδίαση, που παραπέμπουν σε κύματα της θάλασσας, κυματισμούς αμμόλοφων ή επικαθίσεις στρώσεων σκόνης, χωρίς να φαίνεται τίποτα στο οποίο θα μπορούσες να ακουμπήσεις. Λιτή αλλά εμπνευσμένη η μακέτα, αφήνει να πλανάται στον αέρα η σκέψη ότι το μόνο που ίσως θα μπορούσες να ακουμπήσεις επάνω του το βάρος του εαυτού σου, είναι το σκούρο μπλε της Ποίησης. Μπλε ανάσα λοιπόν και η προσέγγιση ξεκινά.

 

Ακουμπώ. Απαραίτητες δύο προϋποθέσεις. Η επαφή (αφή, άγγιγμα) και η παρουσία του άλλου, είτε αντικειμένου, είτε υποκειμένου. Απτού ή φανταστικού. Υλικού ή άυλου. Η πρώτη, μπορεί να εξελιχτεί και σε ψηλάφηση. Ρίσκο, γιατί [κόβει … διπλά / το μισητό ρήμα «ψαύω»˙ / στη χασμωδία του κρύβεται / τόση απουσία]. Μπορεί να ακυρωθεί έτσι η δεύτερη προϋπόθεση και να γίνει απουσία.

 

Κάπου ν’ ακουμπήσεις. Και πού; Πού το σώμα; Πού την καθημερινότητα; Πού το όνειρο; Αφού [στα υπόγεια οι σκελετοί, / στ’ αυθαίρετα δώματα η προίκα / και στα μπαλκόνια οι μπουγάδες /των ξεπλυμένων μας ονείρων].

 

Πού, όταν [ο πόνος με τη σμίλη του / δουλεύει υπερωρίες στα κορμιά μας];

Εν τω μεταξύ, γύρω σιωπή. Αυτοκράτειρα. Εφτάψυχη, σαν γάτα:

[η σιωπή είχε πιάσει / τις γωνίες στο σπίτι / και ύφαινε, ύφαινε / όσο κι αν την ξεπάτωνα / με φονικά τσιτάτα].

Αλλά και βάσανο. [Βασανίζει η σιωπή / της αγάπης / της ιστορίας / σε τούτο εδώ το σύνορο].

 

Σκληρή λέξη το σύνορο. Άλλοι κόσμοι, διαχωρισμός, άλλη γλώσσα, άλλο φως. Συνοριοφύλακες, διαβατήρια, έλεγχος. Όριο ελευθερίας. Εκεί, το ποιητικό υποκείμενο στέκει διστακτικό:

[στο σύνορο, τρέφω τον γκρεμό / με την απειλή της κατακρήμνισης].

Ποιο σύνορο όμως; Το σύνορο μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι; Του νομίζειν και του υπάρχειν; Το σύνορο του χρόνου; Μέρας και νύχτας; Λόγου και σιωπής; [Δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ / με ξυπνούσε η σιωπή / μου μιλούσαν οι ρίζες].

 

Οι ρίζες των προβλημάτων; Της μοναξιάς; Της έμπνευσης; Οι ρίζες του φόβου; Τι είναι φόβος;  Ιδού μία εκδοχή:

[Φόβος είναι / ο έρωτας του σύμπαντος / για του κενού την αγωνία].

Πολλές οι μορφές του, πολλά τα ενδύματα. Στη λίστα των δραστών, σημαντική θέση έχει ο ριζωμένος φόβος του γήρατος. Δεν συνειδητοποιείται πάντοτε έγκαιρα, αφού ο χρόνος παίζει πολλά παιχνίδια. Δεν τον κατάλαβαν ούτε εκείνες, [οι γυναίκες που γερνούν στα γραφεία / αφήνοντας πάνω στους καπλαμάδες / τη δροσιά των μπράτσων τους].

Υπογραμμισμένος στον κατάλογο, είναι ο φόβος της αποκάλυψης, ή της φανέρωσης των ευαισθησιών: [αν με γυμνώσεις από την απατηλή σου / μνήμη, θα μείνω όπως ήμουν πάντα. / Όλη ψίχα].

Άλλος φόβος: της παραμορφωμένης (ή της αληθούς άραγε;) εικόνας. [Με βλέπεις στο πίσω μέρος του καθρέφτη].

Και ο φόβος της απομυθοποίησης του υπέρτατου μύθου που μας κρατάει στη ζωή. Μα είναι μύθος ο Έρωτας, ή το μόνον της ζωής μας αληθινό ταξείδιον, παραφράζοντας τον μέγιστο Βιζυηνό;

[Φοβάσαι πως μαζί / θα αφανίσεις τα σθεναρά του έρωτα ειδώλια, / τις καλοζωισμένες χίμαιρες που / παρελθόν αποκαλείς].

 

Μήπως ο νομιζόμενος μύθος (άρα θεωρούμενος ουτοπικός, μη δυνάμενος να υπάρξει), δεν είναι μύθος, ούτε ψιμύθιο, αλλά η μόνη οδός για τη δικαίωση του σώματος; Γιατί, χωρίς έρωτα, [ο πόνος νιώθεται στο σώμα / που γέρνει, / που γερνάει αδικαίωτο].

 

Η δικαίωση της σάρκας, είναι δικαίωση της ύπαρξης, αφού αυτή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Η σάρκα, ζητάει σάρκα για να ενωθεί, να τελειωθεί, να δικαιωθεί στον χώρο και στον χρόνο, να δει, να ιαθεί:

[Τέτοια μάτια χρειάζονται κορμί / τη ζεστασιά της σάρκας / που μόνο εκείνη / ξέρει να γιατρεύει].

Τα μάτια, πρώτη γέφυρα επαφής, μπορεί να γίνουν ένας ολόκληρος κόσμος. Σε ευθεία αναλογία με τον Τάσο Λειβαδίτη [α, για να γεννηθείς εσύ / κι εγώ για να σε συναντήσω / γι αυτό έγινε ο κόσμος…], η Δώρα Κασκάλη, ομολογεί:

[μόνο γιατί αγάπησα το βλέμμα σου, / αγάπησα αυτή την πόλη].

Εκτός αν φοβάσαι να τον γευτείς, να τον νιώσεις. Αν φοβάσαι να του παραδοθείς, αν βρίσκεις πάντοτε δικαιολογίες και τρόπους για να τον αποφύγεις, αποφεύγοντας στην ουσία να δεις το πραγματικό σου πρόσωπο. Αν βαφτίζεις έρωτα, μια στα μέτρα σου φερμένη σχέση, μια εικονική πραγματικότητα που έφτιαξες, για να μπορείς μέσα της να είσαι κοινωνικά αποδεκτός και να κρύβεσαι, όποτε το θελήσεις και για όσο σε βολεύει:

[εφευρίσκεις ατέρμονα / το γύψινο εκμαγείο / που κάποτε αποκάλεσες / έρωτα / και το θρυμματίζεις, / το σκοτώνεις / στις πλάτες πάνω / κείνων που φεύγουν].

 

Ως και στα “ποιήματα”, μάσκα φοράς εσύ, [απατεώνα ποιητή]. Γιατί, εκείνη σου δωρίστηκε, σε αγάπησε, σε τίμησε, δίνοντάς σου το σώμα της, την καρδιά της, τον πολύτιμο χρόνο της, μα εσύ, την [ντύνεις με παράγραφο / που στην τελεία της] θα την [σκοτώσει].

 

Δώρα Κασκάλη

 

Εν τω μεταξύ, οι ρίζες του πόνου δεν αστειεύονται. Συμμαχούν με τον χρόνο και ανοίγουν νέες πληγές, ενώ πασπαλίζουν με αλάτι τις παλιές:

[ο πόνος με τη σμίλη του / δουλεύει υπερωρίες στα κορμιά μας].

Να ήταν μόνο ο πόνος! Υπάρχουν ακόμα τρία μαχαίρια, καλά ακονισμένα, καλά ριζωμένα στης ζωής [το σφαγείο]. Αυτά [της μνήμης / της ασθένειας / της απουσίας].

 

Πού ν’ ακουμπήσεις;

Στη λογική; Αν φορέσεις [το ταγέρ της λογικής που / επιτυχώς ταιριάζει με τους γραφείων σας του τοίχους], πιστεύεις ότι όλα θα φτιάξουν; Είναι αρκετή η εκλογίκευση των πάντων; Είσαι μόνο με λογική φτιαγμένος; Ή μήπως η άλλη όχθη, αυτή του παραλόγου, σου «πάει» καλύτερα; Μήπως το παράλογο της λογικής, είναι η λογική των αισθήσεων; Πάντως εκεί, κατοικεί το «μαζί», το τόσο παρεξηγημένο και θεωρούμενο «παράλογο» σήμερα. Η τεχνολογία, με πολλούς τρόπους σου υποβάλλει καθημερινά το σύνθημα ότι δεν το έχεις ανάγκη. Σου προκαλείται διχασμός. Στο τόσο επιθυμητό «μαζί», μπαίνουν όροι. Γιατί ο φόβος της μοναξιάς, μπορεί να είναι μικρότερος μπροστά στον φόβο του αληθινού μαζί. Ο άνθρωπος, συχνά επιθυμεί ένα «μαζί» αυστηρά οριοθετημένο με πολλών ειδών σύνορα (βλ. πριν). Ένα μαζί, με μονομερή μέτρα και σταθμά. Ένα «μαζί», μεταλλαγμένο.

Αν αφεθείς όμως στην ομορφιά του αμοιβαίου και εν πλήρει τιμή «μαζί», μήπως έχεις ελπίδες να βρεις τον εαυτό σου; Μήπως έτσι θα έρθεις σε επαφή με εκείνη τη θυελλώδη ενέργεια, η οποία μπορεί να αλλάξει τα πάντα; Ακόμα και να κάνει τη στιγμή, αενάως στροβιλιζόμενη διάρκεια, αφού

[έρωτας είναι / το στιγμιαίο / – παράλογα που γίνεται – / ατέρμονο / μαζί σου].

Ίσως τότε νιώσεις τη Θεϊκή κοινωνία του έρωτα, ίσως γευτείς το κυπριακό νάμα που θα σε γλυκάνει τόσο, ώστε να ομολογήσεις: [από καιρό / το σώμα και το αίμα σου / συνέχει με].

 

Τι επιλογές έχουμε ως άνθρωποι; Πολλές.

  • Να μετουσιώνουμε τον πόνο σε γνώση και στη συνέχεια σε ασπίδα, τόσο που να είμαστε σε θέση να λέμε: [να τρώω/ από του πόνου το καρβέλι / και να θριαμβεύω / στην κάθε μέρα / βασανιστική / ανθρωπινότητά μου].
  • Να αντλούμε έμπνευση, να παίρνουμε κουράγιο, να ανοίγουμε φράχτες συνόρων για να περνούν τα όνειρά μας, με αρωγό τη λογοτεχνία. Γιατί η λογοτεχνία είναι ψωμί και νερό, είναι και σπαθί: [έτσι να ζω με το τίποτα / να κολατσίζω με δυο λέξεις / να έχω για προσκέφαλο / βιβλία ξεχασμένων ποιητών].
  • Να ξαναγεννιόμαστε, όπως το δέρμα του φιδιού, με τη βοήθεια της μνήμης των καλών στιγμών, ξεκινώντας από την ανάμνηση της γλυκύτερης αφής, του χαδιού (γονιού, συντρόφου, παιδιού): [θα φτιάξουμε πάλι / δέρμα από τη μνήμη του χαδιού].
  • Να εστιάσουμε στον Έρωτα. Στον τώρα υπαρκτό, στον κάποτε υπάρξαντα, στον ποθούμενο. Στον καθοριστικό. Στον Ένα. Σε αυτόν που καταφέρνει να μας κάνει να ψιθυρίσουμε: [μα εσύ πάντοτε μέσα μου. / Στη χιλιοπλόκαμη απουσία / φως και μ’ εξακτινώνεις].
  • Να γεμίσουμε καλοσύνη. Να βρούμε μαζί μια ποιότητά της ζείδωρη, τέτοια που να μπορούμε με [… μία καλοσύνη / να ταΐσουμε / τα στόματα πριν ξεχειλώσουν απ’ τη φρίκη].
  • Να ασκηθούμε στη γλώσσα και στη γραφή. Να τιμήσουμε τα κύτταρα του λόγου, τις λέξεις, και να τις αναστήσουμε, αναστρέφοντας αυτό που πολλές φορές κάνει το ποιητικό υποκείμενο, όταν ειλικρινά λέει γι αυτές ότι [και στο χαρτί / στην άχρονη και άχραντη ζωή / ατόφιες τις ενταφιάζω]. Κάνοντάς το, ευεργετούμε και τον εαυτό και τον συνάνθρωπο: [μου είπες: γράφε για σένα / για να καταλάβουμε για μας].
  • Να νικήσουμε τη μοναξιά α)με τη βοήθεια των αισθήσεων (με πρώτη την αφή), β)με το άνοιγμα της καρδιάς για να αποκτήσει πρόσθετο (συν) χώρο και να μπορεί να συν-χωρεί αλλά και να αγκαλιάζει, γ)με τη σοφία της σιωπής:

[ σπουδάζοντας την αλαλία / το δύσκολο μάθημα της αφής / την ανατομία της συγνώμης /  ίσως να μάθουμε το σπάνιο της αγκαλιάς ιδίωμα /  ξεχνώντας την παγκόσμια γλώσσα της μοναξιάς].

 

 

Η ποιητική συλλογή, ασχολείται με πολλά από τα μεγάλα, υπαρξιακά, φιλοσοφικά, άλυτα ως τώρα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, αλλά και με δυνατές αδυναμίες του σύγχρονου πολιστισμικού γίγνεσθαι. Η απουσία, ο έρωτας, ο χωρισμός, ο πόνος, ο φόβος, η μοναξιά, η λογική, το παράλογο, οι συμβατικότητες, η αρμονική συμβίωση, η θέση του εγώ σε σχέση με το εμείς, ο χρόνος, η γλώσσα, η γραφή.

Από τα αποσπάσματα που παρέθεσα, γίνεται αντιληπτό (ελπίζω) ότι πρόκειται για μια ολοζώντανη ποίηση, η οποία εκτός από δυνατή θεματική, έχει πολλές αρετές ακόμη, μεταξύ των οποίων η άκρως (και μόνο, χωρίς πεζές ενθέσεις) ποιητική χρήση του λόγου (οικονομία, ρυθμός, ροή, μουσικότητα, ενέργεια), η με μέτρο εύστοχη χρήση μεταφορών, προσωποποιήσεων και άλλων σχημάτων λόγου, η εικονοπλαστική δυναμική, η τόλμη, οι δοκιμιακές αναζητήσεις πάντοτε με τρόπο ποιητικό, οι στοχαστικές αναφορές και κάτι πάρα πολύ σπουδαίο για μένα: το (μετουσιωμένο σε ποίηση) βίωμα, το οποίο αβίαστα μετατρέπεται σε συλλογικό.

 

Χαίρομαι ιδιαίτερα, διότι εδραιώνεται η –εδώ και καιρό– αίσθησή μου για μια έντονη κινητικότητα – έξαρση στην ποιοτική λογοτεχνία και δη στην Ποίηση, που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Ο τόπος των ποιητών βέβαια είναι η γλώσσα, επισημαίνω όμως για την ιστορία, τις χωρικές συντεταγμένες του τόπου όπου κινείται το υλικό τους σώμα. Ίσως αξίζει να διερευνηθεί (καλύτερα σε πανεπιστημιακό επίπεδο) η επίδραση του τόπου, της ενέργειας και της κουλτούρας λ.χ. μιας πόλης (αρχιτεκτονική, ιστορία, δομή, κυκλοφορία, ρύπανση, τρόπος ζωής, ιδιωματική ομιλία, πληθυσμιακή σύνθεση, κομβική σημασία, γεωγραφική θέση, βαθμίδα στο συλλογικό ασυνείδητο, κλπ) στον ποιητικό λόγο ή στην παραγωγή της τέχνης γενικότερα.

 

Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό, είναι ακόμη μία επιβεβαίωση της αίσθησης που ανέφερα πριν. Το μεγάλο του προτέρημα είναι ότι δεν επιλέγει να εκφράζει με παράπονο και πόνο «πιασάρικα» θέματα, νοσταλγίες και κοινούς καημούς, με στόχο να εκμεταλλευτεί τη συγκίνηση, τον οίκτο και τη συμπόνια για να κερδίσει εντυπώσεις, αλλά διεισδύοντας με σοβαρότητα και ευθύνη στην ουσία των πραγμάτων, τολμά να δείχνει ευδιάκριτα μονοπάτια στον σύγχρονο χάρτη, ο οποίος είναι τυπωμένος με χρώματα λησμονιάς, παραίτησης, αδιαφορίας, θλίψης, πόνου, μοναξιάς και πολλών βιασμών, με πρώτο αυτόν της γλώσσας.

 

Κάπου ν’ ακουμπήσεις. Πού;

Στην υπέρβαση του πόνου. Στην αγάπη. Στον έρωτα. Στη μνήμη. Στη γλώσσα. Στη λογοτεχνία. Στη γραφή. Στην καλοσύνη. Στη συγχώρεση. Στις αισθήσεις. Στην αγκαλιά.

 

Κάπου ν’ ακουμπήσεις.

Αν δεν σου αρκούν οι παραπάνω βακτηρίες, τότε,

[Αν τολμάς,/… / Αφέσου / Στη ρωγμή].

Πάνω από όλα όμως (και συμφωνώ απολύτως),

[Γεννηθήτω το ποίημά του.]

 

 

* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής  

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top