Fractal

✔ 13 ποιητές // 13 ανέκδοτα ποιήματα

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

[δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος, σε δυο συνέχειες]

 

Για τον Κώστα Καρυωτάκη η ποίηση είναι «το καταφύγιο που φθονούμε». Αλλ’ «ευλογία» για την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ.

Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης κάθε χρόνο η 21η Μαρτίου.

Και ναι για την ιστορία και την τιμή των όπλων, όλα ξεκίνησαν από μας.

Η αρχική έμπνευσή της ανήκει στον έλληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη μέρα γι’ αυτό.

Η εισήγησή του έφτασε με επιστολή στα χέρια του ποιητή και μελετητή της ποίησης Κώστα Στεργιόπουλου, προέδρου τότε της Εταιρείας Συγγραφέων. Η ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, την ημέρα της εαρινής ισημερίας, που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό της πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Η πρώτη Ημέρα Ποίησης γιορτάστηκε το 1998 στο παλιό ταχυδρομείο της πλατείας Κοτζιά. Ετοιμάστηκε με ελάχιστα έξοδα και πολλή εθελοντική δουλειά, και είχε μεγάλη επιτυχία.

Την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού η 21η Μαρτίου να ανακηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, όπως η 21η Ιουνίου είναι Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Τυνήσιοι και άλλοι πρέσβεις από χώρες της Μεσογείου υποστήριξαν την εισήγηση και η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε.

Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε: «Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά “Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση”».

Τιμώντας την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης ο Φιλελεύθερος, ζήτησε από σπουδαίους έλληνες ποιητές ένα ανέκδοτο ποίημα.

Και οι δεκατρείς ποιητές είναι κατ’ αλφαβητική σειρά: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Γιάννης Αντιόχου, Γιώργος Βέης, Αγγέλα Γαβρίλη, Κωστής Γκιμοσούλης, Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Ευθυμιάδης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, Εύα Μοδινού, Μανόλης Πρατικάκης, Ντίνος Σιώτης, Αντώνης Φωστιέρης.

 

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ

 

Το καινούριο άδειο

 

Σαν ένας σίφουνας ν’ άδραξε την ψυχή μου,

άκουσα φωνές, πλησίασα’ βουβός ο χώρος’

στο δωμάτιο μπήκα. Κανείς.

Στον κήπο απότιστα λουλούδια.

Έτρεμα. Το άδειο το είχα δοκιμάσει

αλλά είχε σκιές καθισμένες στις καρέκλες

του παρελθόντος, ίσως και μυρωδιές

γιατί το άδειο εκείνο ήταν κατοικημένο

από αποτυπώματα που άφηναν πίσω τους

τα σώματα και οι πράξεις.

 

Με το καινούριο άδειο

στης απουσίας τη πεμπτουσία μπαίνω

και το μόνο που βλέπω

είναι αναπαραστάσεις του εαυτού μου

σε παλιές και νεώτερες στιγμές

κι αυτές σβησμένες.

Τούτο το άδειο πληγώνει βαθειά

σα να σε απορρίπτει η ζωή που έζησες

σαν να μη χάρηκες ποτέ τα δώρα που σου ‘δωσε.

Τούτο  το άδειο είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ.

 

Αθήνα 16/3/018

 

 

Γιάννης Αντιόχου

 

Sentir le fauve!

 

Ζυγίζεται ο πλανήτης τέτοια εποχή. Δέκα μοίρες γέρνει, ξεχειλώνοντας τις νύχτες, αδειάζοντάς με πάνω σε γιγάντια ψαλίδια, που με σκαλίζουν και με σκάφτουν, παραχώνοντας στο κορμί ό,τι μου περίσσεψε απ’ την αγάπη·  γιατί χίλια κι άλλα χίλια χρόνια προχώρησα, μα δεν έφτασα πουθενά· και δεν είμαι στη γη, δεν είμαι στον ουρανό, παρά μέσα σε μια κίτρινη αχλή, αιωρούμαι εγκλωβισμένος στ΄ ανάμεσο, που άλλοι το λένε όνειρο και άλλοι εφιάλτη.

~

Μες σε τόση νύχτα, με πλαντάζει η προσπάθεια να φωτίσω τους λαβυρίνθους και τις υπόγειες αρτηρίες. Μια παρέλαση ζωής και θανάτου: Βαδίζω πνίγοντας μες στα χέρια μου, φλεγόμενα ποντίκια και πυρακτωμένα φίδια που σφαδάζουν. Λιποθυμώ ανάμεσα σε σφαγές και πολέμους. Βουλιάζω στα βαθυπράσινα νερά της λίμνης Ενρικίγιο. Πυκνό ύφασμα η άβυσσος της Ισπανιόλας, λάμπει μ’ αμέτρητα χρυσά μάτια κι ακανόνιστα στόματα. Sentir le fauve! Είμαι στα δόντια του. Οι ιθαγενείς ικετεύουν τον θεό της βανίλιας, ν’ απλώσει το λευκό του χέρι και να μ΄ ανυψώσει, δείχνοντάς μου από ψηλά, τις χωριάτισσες που άφησα να προσεύχονται στους αγγέλους, στα θερισμένα λιβάδια της Ποντ Αβέν, συντρίβοντας την πλάνη μου.

 

τότε είναι, που θέλω να σε φωνάξω, να ʿρθεις και συ, να δεις:

 

— πως εδώ στέκει σταυρωμένος

ο κίτρινος Χριστός του Γκογκέν

αυτός ο αχαλίνωτος συνένοχος μας

αυτός ο ήλιος —

 

τότε είναι, που θέλω να σε πείσω, να σηκώσουμε μαζί τον σταυρό Του, να τον κουβαλήσουμε στην άκρη του λιμανιού, να τον αλείψουμε με την κολόνια του νεκρού, να μοσχοβολήσει, ν’ αναληφθεί.

 

Μα δεν ( σε ) πιστεύω.

 

Προσπάθησα πολύ να σύρω το κτήνος έξω απ’ το νου μου, μ’ αυτό χώθηκε στο κορμί και με τρώγει. Έχω σκαρφαλώσει γυμνός στο περβάζι της ιστορίας. Με κούρασαν κι οι λέξεις μου κι αυτός ο μεγάλος κόσμος.

 

Γι’ αυτό:

λίγο να μ’ αγαπάς

λίγο

—δεν έχω πια αρκετό χρόνο—

 

Φίλα με!

 

Τα μαύρα μαλλιά της αθανασίας, ένα σμήνος πουλιά, απλωμένα στον κίτρινο ουρανό Σου.

 

Sentir le fauve! Είμαι στα δόντια σου.

 

 

Γιώργος Βέης

 

Το αίνιγμα

 

Κανένα αίνιγμα

διότι όλα είναι ξεκάθαρα πλέον

πρώτη φορά σαν πλήρες,

ένα νόημα μέσα της

κι έχει πέσει ο ουρανός στο κρεβάτι της

ένα ολόκληρο βράδυ σπαταλήθηκε

κι ούτε ένα ποτάμι δεν κατάφερε να περάσει

ο κόσμος  ένα γυαλάκι μόνο

μια μπίλια χρωματιστή

που την κατάπιε πρωί πρωί κατά λάθος

το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της.

 

 

Αγγέλα Γαβρίλη

 

Οι κύνες της Περσεφόνης

 

Γέμισε τότε η γη όλη,

οι ουρανοί και οι θάλασσες

(πέρα όσο βλέπαμε),

ο Άδης ως τα μαύρα βάθη του

(και στέναξαν «ευχαριστώ» οι νεκροί),

ανθισμένα δέντρα.

 

Με το δάχτυλο στα χείλη σου,

μου ’κανες νόημα να σωπάσω.

Μην ξυπνήσουν τα κυνηγόσκυλα.

 

 

Κωστής Γκιμοσούλης

 

Ο ταχυδρόμος έγινε email

 

Ο ταχυδρόμος χτυπάει μόνο

πενήντα δύο φορές

χτυπάει το κουδούνι

την πόρτα

χτυπάει εμένα

ο δικός μου ταχυδρόμος

είναι τηλεπαθητικός

δεν χτυπάει καθόλου

μου φέρνει ένα δέμα

που ‘χει μέσα ένα αστέρι

το αστέρι αυτό

φέρνει δροσιά

και γι’ αυτή τη δροσιά

πολλές οι καταστροφές

η μεγαλύτερη καταστροφή

δεν είναι ο θάνατος

των άλλων

ούτε ο δικός σου

η καταστροφή είναι

να περιμένεις στην ουρά

για να στείλεις ένα κόκκινο πουλί

στην άνοιξη

ο ταχυδρόμος

δεν είναι ταχύτερος απ’ τον Άδη

κι έγινε e-mail

επιμένει ο ταχυδρόμος

να μου παραδώσει ένα γράμμα

που δεν γράφει τίποτα

αλλά τα ‘χει γραμμένα όλα

θα το παραλάβω

ένα δευτερόλεπτο

πριν φύγω.

 

 

Μάνος Ελευθερίου

 

Παράπονα γέρου ερημικού ποιητή στα 1988

 

Σαν φύλλο τριαντάφυλλου σέρνει τον θάνατό του.

Πένθη και λάθη και χαμένες συναντήσεις.

Ο ίδιος φταίει για όλα- ξέρει πια τον εαυτό του-

δεν ξεχωρίζει την ψυχή από τις αισθήσεις.

 

Τον έπνιξαν, τον βρώμισαν των άλλων τα σκουπίδια.

Δεν υπολόγισε, δεν είδε τις αιρέσεις,

πως λέει κάποιος «με τα ψεύδη και με τα στολίδια

ακόμη και να γκρεμιστείς, αρκεί ν’ αρέσεις».

 

Δεν άκουσε τι του ’λεγε μήτε η διαίσθησή του

και βγήκε παίζοντας μονάχος δυο ρόλους.

Με ανύποπτη την ερημιά σε τέτοιες παρορμήσεις

επόμενο ήταν να στραφεί στους μονολόγους.

 

Από τα υπό έκδοση «Τα ομοιοκατάληκτα», Μεταίχμιο, 2018

 

 

Γιάννης Ευθυμιάδης

 

Ο λόγος που δεν έχει ακόμα σαρκωθεί στοιχειώνει τα όνειρά μου·

θέλω να σου μιλήσω απεγνωσμένα, μέλλον

Το σπέρμα της αφώτιστης φωνής κι ο φυλλοβόλος ροδαμός της, ξέρω,

τον κόσμο μου θα κατακλύσει και θα αντιστρέψει τους δυο πόλους σαν κλεψύδρα

Ο φθόγγος κι η φωνή και το τραγούδι τους θα ηχούν στ’ αυτιά μου σαν ξυράφι

– γερνάω κι αναγκάζομαι να σέρνω τα βαρίδια των χιλιάδων τόσων λέξεων

που σάπισαν σε στόματα αρχαία, αν κι ανασαίνουνε αιώνα

Άνθρωποι από χαλκό, κι εντός τους λόγια σε αλγόριθμους, μια έκρηξη εκκωφαντική

κι όμως σταλμένη σε κουφούς – παράδοξο μα αλήθεια

Χρόνια πάνω σε χρόνια δοκιμάζονται, λειαίνονται, αστράφτουν,

τόσο που μείνανε μια φλούδα ετοιμόσπαστη, ας πεταχτούν, να σβήσουν

Νέος τώρα, γενναίος αναφαίνεται ο λόγος των παιδιών τους

κι ας μην έχουν δειλά και πάρωρα μιλήσει

Νέος, πιο νέος κι απ’ το φως που αχνοφαίνεται στη ρίζα του πελώριου δέντρου

Κάθε κλαδί και μίλημα, κάθε του φύλλο λέξη

Βράζουνε μέσα του οι χυμοί, κοχλάζουν άνοιξη, μύρισε φλόγα το ρετσίνι στον αέρα

Περνάμε εμπρός. Κάντε το βήμα, να μας πάει πιο πέρα.

 

από την υπό έκδοση ποιητική σύνθεση “Πατρείδα” (Ίκαρος 2018)

 

 

Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Σκηνικό μιας επετείου

 

Το χιόνι στο πλακόστρωτο κι εσύ γλιστράς.

Η ομήγυρη αντί να σκορπά πυκνώνει.

Ληγμένα επιχειρήματα και εμπαθής διαλεκτική.

Τα πλήκτρα της γλώσσας στo cressendo.

Τα μακρινά είναι πιο ξεκάθαρα.

Τα κοντινά γεμάτα υποψία.

Μάλλον έχεις χάσει τη μπάλα.

 

 

Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου

 

Φάρμακον

 

Δε συναρμολογούνται πια οι φωνές

αδιάφορες μετρούν τις αποστάσεις

γύρω απ’ τον φόβο που φυλά

αφύλαχτα φιλιά σ’ ένα φλιτζάνι.

 

Κι ας φτερουγίζουν γύρω μας

φαντάσματα της άφθαρτης φθοράς

κι ας φέγγει ο φλοίσβος τα άφεγγα

μ’ ένα φανάρι φρίκης.

 

Φευγάτο είναι ό,τι έρχεται

γιατί φοράει τη φωτιά

σαν φυλαχτό κατάρας

μια φυλακή φιδιού φρικτή

που ανοίγει όταν ο φάκελος

σου φέρει το φαρμάκι.

 

Φλάουτο, φλούδα, φιλοτελισμός

φληνάφημα, φουρφούρι

φούγκα του Μπαχ, φαυλότητα

φάτνη και φερετροποιός.

 

Φωνή εσύ, πρώτη φωνή

δίδαξέ με την αξόδευτη στιγμή

τη μοναξιά της προσευχής στο ελαιοτριβείο

πες μου

γιατί είναι πιο ευωδιαστά

τα νερολούλουδα απ’ την αστροφεγγιά

γιατί έχει η καθυστέρηση

αίγλη μεγαλύτερη

κι από τον ερχομό;

 

Θα με διδάξεις;

Αρχάρια του θαύματος

κρύβω στη φόδρα μου

φτηνές φωτοβολίδες.

 

 

Εύα Μοδινού

  

Σμύρνη 1922

 

Στην προκυμαία της Σμύρνης

ματωμένα κύματα -η θάλασσα

κευθμώνας των νεκρών

κι οι φίλοι που μας πρόδωσαν και φύγαν

-ήταν οι ψυχές μας ελαφρές στο ζύγι τους-

 

Στην προκυμαία της Σμύρνης

άμμος λευκή τα χρόνια μας στον άνεμο

κι ο Θεριστής -τό’ να πόδι στο φως

τ’ άλλο στην άβυσσο- όλη τη νύχτα

στριφογυρνάει την σπάθα του

 

Θρήνοι των νεκρών παιδιών μας

ρίξτε σχοινί στο πέλαγος να πιαστεί

η φωνή μας

 

Μιλήστε για την χαμένη μας τιμή

για τα καμένα σπίτια

τα κέρινα φτερά των πράξεων

 

Κι εσύ ανέμη της Ιστορίας γύρνα

σύνθλιψε τη σιγή, άλεσε αιώνες!

 

 

Στην προκυμαία της Σμύρνης

η μνήμη ενός Παράδεισου που σκόρπισε

για πάντα – ο χρυσοκέντητος αέρας

 

και το αίμα…

 

 

Δεν έχουμε πια ούτε σμύρνα ούτε λιβάνι

Μονάχα η ψυχή μάς έμεινε προς μυρισμό των νεκρών

 

 

 

Μανώλης Πρατικάκης

 

Των αγίων αστέγων

 

Το πολύαστρον των αγίων αστέγων ενδιαίτημα.

Οι ακτήμονες ώρες τους ως πεινασμένα στρουθία τ’ ουρανού

σε  αθέριστα σπαρτά νοερά φτεροκοπούν.

Στο γρασίδι και στα παγκάκια των αμέριμνων περιπάτων

όπου για λίγο κάθονται κάτι γριές- σημασίες

σαν ξεχειλωμένες κρεμάστρες για να ξαποστάσουν

Κι άλλοτε κάτι παχύσαρκοι με πρησμένους συνειρ-

μούς κι αστραγάλους τρεμουλιάζουν στο πένθιμο λίπος τους

πνιγμένοι.

Του χρήματος η λάμψη τους σέρνει δώθε κείθε σαν περιφερό=

μενα φέρετρα. Ώσπου ν’ ακουστεί η νεκρώσιμη μπάντα με το

άπειρο πλήθος των πενθούντων. Να στηθούν κατά μήκος στα

γνωστά τρίποδα τα επώνυμα στέφανα των ανθέων-

σε πυκνές φάλαγγες, αυτά τα μεγάλα ευώδη μηδενικά

με τις αστραφτερές κορδελίτσες.

Πολύ συχνά οι άστεγοι στου σκοταδιού την παγωνιά ξυλιάζουν.

Κι ο κηπουρός – αέρας, αδιάφορος, με τ’ άλλα ράκη

φτιαριές φτιαριές γεμίζει τα κοντέινερς. Φτιαριές φτιαριές γε-

μίζει του ερέβους τ’ απορριμματοφόρα.

 

Συχνά δεν έχουν όνομα. Συχνά δεν έχουν συγγενείς.

Οι ενορίες τους διώξανε σαν ψωραλέους σκύλους

Κανείς δεν τους χαμογελά, πάρεξ κάτι μισάνοιχτες ξεδοντια-

σμένες πόρτες. Πάρεξ κάτι φτωχά παράθυρα που ξεφυλλίζει

ο ζόφος.

Και τότε αυτά τα πετεινά ανοίγονται στις ερημιές.

Τα μόνα που τους νοιάζονται είναι τα μαύρα δέντρα.

Απ’ τις σκιές τους κόβουνε διπλόφαρδα σεντόνια.

Και όταν έρχεται βροχή, πάνω από τα κορμάκια τους

ανοίγονται σαν σπλαχνικές ομπρέλες.

 

Στην ανώνυμη ταφή τους δύο, καν τρεις παλιόφιλοι σκυφτοί

ακολουθούνε.

Στα λιγδιασμένα ρούχα τους κρύβουνε τα παλιά φτερά

(βάρβαρο μάτι μην τα δει).

Και πίσω κάτι αδέσποτα σαν έκπτωτος αστερισμός κλείνουνε

τη σεμνή πομπή.

Μα ο νεωκόρος τα πετροβολά.

Κι ένα χλωμό ρακένδυτο παιδί του ψιθυρίζει:

Τι κάνεις αθεόφοβε; Πετροβολείς τ’ αστέρια;

Εσείς, εσείς, αγριοκόρακες, κατεδαφίζετε τον ουρανό.

Και με αντιπαροχή άβυσσο οικοδομείτε.

 

 

 

Ντίνος Σιώτης

 

Όταν γράφω ποιήματα

 

Αισθάνομαι τα πάντα όταν γράφω ποιήματα

αισθάνομαι τη Γη να περιστρέφεται γύρω από

τον εαυτό της τα κύματα που σκάνε στις ακτές

 

της Νέας Αγγλίας την άμπωτη του Ευβοϊκού

τα εφαρμοσμένα μαθηματικά την επιφάνεια της

γης που αναδιπλώνεται μετά τους σεισμούς και

 

τα τραντάγματα του πλανήτη όταν πέφτουν πάνω

του κομήτες νιώθω τα βλέμματα εκατομμυρίων

ανθρώπων τη φύση που αλλάζει εποχές όπως

 

αλλάζει φόρεμα η ντίβα αισθάνομαι τα χιλιάδες

φιλιά που έδωσα και τα χιλιάδες φιλιά που μου

έδωσαν αισθάνομαι το παραμιλητό του θανάτου

 

καθώς πλησιάζει τον ετοιμοθάνατο στο κρεβάτι

στην πολυθρόνα στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου

αισθάνομαι την κίνηση στο Χρηματιστήριο στους

 

δρόμους αλλά και στους κεντρικούς αερολιμένες

της Ευρώπης είμαι παντού όταν γράφω ποιήματα

είμαι ταυτόχρονα σε όλες τις ηπείρους αλλά και

 

στη στρατόσφαιρα σε διαπλανητικούς γαλαξίες

σε καλύβες χωριών της Αφρικής του Αμαζονίου

της Παταγονίας των Ινουί του Κεμπέκ ακόμη και

 

στο κτήμα μου στην Τήνο είμαι πανταχού παρών

όχι ως άλλος Ιησούς of course αλλά ως άγνωστος

επισκέπτης τις Κυριακές νοσοκομείων σανατορίων

 

θεραπευτηρίων κέντρων αποκατάστασης συνομιλώ

με ασθενείς που δεν θυμούνται τίποτα δίνοντάς τους

ελπίδα ταξιδεύω παντού όταν γράφω ποιήματα είμαι

 

και εδώ και εκεί ακόμη και σε μέρη που δεν έχουν

υπάρξει είμαι στα μακρινά μονοπάτια που βγάζουν

σε εξώστες αυτογνωσίας αυτάρκειας γαλήνης νιώθω

 

υπέροχα όταν γράφω ποιήματα γι’ αυτό και γράφω

όσο πιο συχνά μπορώ. Αυτά είναι μερικά από τα

πράγματα που αισθάνομαι όταν γράφω ποιήματα

 

 

Αντώνης Φωστιέρης

 

Η ομορφιά

 

Γεννάει κανίβαλους η ομορφιά.

 

Κοιτάς ένα τοπίο ανέλπιστο

Τ’ απέναντι κορίτσι ολάνθιστο

Την άσπιλη πανσέληνο μες στα λευκά,

 

Και αφρίζοντας

 

Θέλεις τα νύχια σου να γδάρουν το τοπίο

Να κάνεις το κορίτσι μια μπουκιά

Να τραγανίσεις το φεγγάρι ακέραιο –

 

Να τρέξει

Αίμα στο δικό σου αίμα μέσα

Η ομορφιά.

 

Να τρέξει αίμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top