Fractal

Διήγημα Fractal: “Κοντά στην πηγή”

Της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου //

 

 

 

 

Είναι πρωί. Και είναι άνοιξη. Τα πουλιά κελαηδούν και ο κάμπος μοσκοβολά.

Σε μια όμορφη ρεματιά είναι η πηγή με το άφθονο καθαρό νερό.

Δυο παιδιά προχωρούν στον έρημο χωματόδρομο με τον κάδο στο χέρι.

Το ένα έρχεται από τη μια μεριά, το άλλο από την αντίθετη.

Ο Ισμαήλ είναι τουρκάκι. Μικροκαμωμένος και σβέλτος.

Ο Διαμαντής είναι ελληνόπουλο. Ένα ψηλό αδύνατο αγόρι, από τον καταυλισμό των προσφύγων.

Και τα δυο παιδιά κρατούν μαχαίρι.

“Αν δεις Τούρκο, τον χτυπάς πρώτος, πριν σε χτυπήσει αυτός”, είπε η μάνα του ελληνόπουλου.

“Αν δεις Έλληνα, τον χτυπάς ευθύς, πριν σε χτυπήσει πρώτος”, είπε ο πατέρας του τουρκόπουλου που ήταν μουχτάρ.

Τα λόγια στριφογυρίζουν στο μυαλό τους θεόρατα. Κάθε μέρα τα ακούν. Τα ξέρουν. Όμως είναι τόσο όμορφο τούτο το χρυσαφένιο πρωινό που προτιμούν να τα ξεχνούν.

Υπάρχει βέβαια και η φιλία που δεν γνωρίζει την έχθρα των μεγάλων.

Όμως ο Ισμαήλ κι ο Διαμαντής δεν τολμούν ούτε να το σκεφτούν αυτό. Γιατί είναι εχθροί. Αυτό το ξέρουν καλά. Κι ας μην μπορούν να καταλάβουν γιατί είναι εχθροί.

Και οι δυο περπατούν με προφύλαξη. Το ψηλό αγόρι, από τον καταυλισμό των προσφύγων, σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει τον έρημο τόπο. Είναι σύθαμπο ακόμα. Κι ένας πορφυρός κύκλος τυλίγει τον ορίζοντα. Πάει να αφεθεί σε ονειροπόληση, μα ευθύς συνέρχεται.

Μπαίνει στο μονοπάτι. Ευτυχώς, ξέρει καλά τον δρόμο. Ήρθε και χτες. Και προχτές. Την ίδια ώρα. Ο πατέρας του φεύγει νύχτα ακόμα για το μεροκάματο. Κι εκείνος είναι ο μεγάλος γιος.

Εκεί, πιο κάτω, σε μιαν όμορφη ρεματιά, είναι η πηγή.

Με το ένα χέρι κρατά τον κουβά και με το άλλο το μαχαίρι.

Τα λόγια της μάνας ξανά:

“Αν συναντήσεις Τούρκο στον δρόμο, μη φοβηθείς, χτύπα τον”, του είπε, και τρόμαξε με τα ίδια τα λόγια της. “Μην τον αφήσεις να σε χτυπήσει πρώτος, κατάλαβες;”

“Ναι”.

Μόνο που δεν θέλει να χτυπήσει ο Διαμαντής. Η αφή του μαχαιριού τού παγώνει το αίμα. Και είναι μονάχα δεκατρία. Θεέ μου, και τούτη η άνοιξη τι όμορφα που τραγουδά! Μπαίνει μέσα στις φλέβες του, θαρρείς. Κυλά με το αίμα γεμάτη αρώματα και ονειροπολήσεις.

Δίπλα στη δική τους σκηνή, μένει η Μαρουσώ. Είναι η κόρη του παπα-Μανώλη, που πήραν κι αυτοί τον δρόμο της προσφυγιάς την ίδια εκείνη μέρα.

Κρατά ένα μικρό κύπελο και για εκείνους να τους πάει λίγο νερό. Γιατί ο τόπος όλος εκεί δεν έχει νερό. Και ούτε δέντρο. Ξερός τόπος έρημος. Όμως η Μαρουσώ είναι τόσο όμορφη που ο ξερός τόπος λάμπει στα μάτια του Διαμαντή. Είναι λίγο πιο μικρή από εκείνον. Με κάτι μεγάλα μάτια λυπημένα. Κι οι ξανθές πλεξίδες μακριές, ως τη μέση.

Τούτο το πρόσωπο συνωμοτεί, θαρρείς, με το γλυκό πρωινό ενάντια στο μαχαίρι.

Το ψηλό αγόρι περπατά και ονειρεύεται. Ξεχνά πως πρέπει να παίρνει προφυλάξεις στο κάθε βήμα. Ξεχνά πως πρέπει να είναι έτοιμος, να ορμήσει, μόλις φανεί Τούρκος. Γιατί η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: Δεν πρέπει οι Έλληνες να παίρνουν νερό από την πηγή της ρεματιάς. Απαγορεύεται. Κι εκείνος είναι Έλληνας. Από το Μαρμαρονήσι. Πριν από λίγο καιρό τους έφεραν εδώ, στο Μιχαλίτσι, εξορία. Τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Τους φόρτωσαν όλους μαζί σε ένα παλιό καράβι και τους έφεραν εδώ. Αδραμύτιον λεγόταν το καράβι, το θυμάται καλά. Ένα μαύρο, που έτριζαν τα μαδέρια του. Ταξίδευαν όλη τη νύχτα. Και την αυγή, τους πέταξαν στη στεριά. Μάνες, παιδιά, γέροντες. Μέσα στον ήλιο. Στο λιοπύρι. Όλη μέρα. Και την άλλη. Και την παράλλη. Κανείς δεν τους έδινε μια στέγη. Κι ύστερα, ένας καλός άνθρωπος, Τούρκος, τους λυπήθηκε. Είχε κάτι ξύλα μεγάλα. Μαδέρια. Τους έδωσε από τρία στην κάθε οικογένεια, να βάλουν το κεφάλι τους στη σκιά. Ούτε δέντρο σ’ αυτόν τον τόπο. Ούτε νερό. Τη μέρα να καίει ο ήλιος, και το βράδυ, ένα παγωμένο αγιάζι να τους περονιάζει ως το κόκαλο. Να μουλιάζει το ασπριδερό σκληρό χώμα.

Όμως, νερό, ας είχε λίγο νερό!

Η μάνα του, η κυρία Ευθαλία, τον έστελνε χαράματα στην πηγή. Κι ας ήξερε πως ήταν απαγορευμένη. Έπρεπε να ζήσουν. Είχε δύο μικρότερα. Πώς να περάσει η μέρα μέσα στο λιοπύρι χωρίς νερό!

Ο Διαμαντής περπατά ακόμα. Το μονοπάτι τούτο είναι μέσα σε πράσινους θάμνους. Η μόνη περιοχή που έχει λίγο πράσινο σε όλο το Μιχαλίτσι.

Περπατά ακόμα και ονειρεύεται. Ταξιδεύει με τα μάτια της Μαρουσώς. Με το φιλντισένιο της πρόσωπο. Πόση δύναμη, πόση μαγεία έχει τούτο το λυπημένο πρόσωπο!

Τον κάνει να ξεχνά τη δυστυχία της εξορίας. Να ξεχνά τη δίψα και τους εξευτελισμούς. Την πείνα.

Φορά ένα λευκό υφαντό πουκάμισο, δεμένο στη μέση με ένα κομποσκοίνι. Και όλη την ώρα, αγγίζει με τα δάχτυλα το πρόσωπό του να δει αν φύτρωσε χνούδι.

Έχει φτάσει κιόλας στην πηγή.

Σκύβει και κοιτάζει στο κρυστάλλινο νερό το πρόσωπό του. Και χαμογελά. Εκεί δίπλα είναι και το πρόσωπο της Μαρουσώς. Θα έρθει την άλλη φορά να γεμίσει τον μεγάλο κάδο μόνο για εκείνη, σκέφτεται.

Μένει ακίνητος λίγες στιγμές. Και τα πουλιά στα κλαριά δεν ξέρουν πως η πηγή είναι απαγορευμένη. Δεν ξέρουν πως το αγόρι είναι μονάχα δεκατρία και ερωτευμένο με τη Μαρουσώ. Κελαηδούν με πάθος. Χαιρετούν την καινούρια μέρα που χαράζει. Και ούτε το νερό της πηγής ξέρει άλλη ευτυχία από το να δροσίζει τον διψασμένο.

“Ότι εγώ δώσω ύδωρ εν δίψει τοις πορευομένοις εν ενύδρω…” Ο πατέρας του ήταν χρόνια ιεροψάλτης στο μοναστήρι της Αγίας Μελητινής και τα βράδια διάβαζε τους ψαλμούς στον γιο του αντί για παραμύθι. Και εδώ ακόμα, στο Μιχαλίτσι, διαβάζει κάποια βράδια από το βιβλίο των ψαλμών που έφερε μαζί του στην εξορία ο παπα-Μανώλης, ο πατέρας της Μαρουσώς.

Σίγουρα, το νερό της πηγής υπάρχει γι’ αυτόν, εκεί, στην όμορφη ρεματιά, συλλογίζεται ο Διαμαντής. Για να γεμίσει τον κάδο να πάει στη μάνα και στη Μαρουσώ. Σας έφερα φρέσκο νερό, από την πηγή!

Και τότε εκείνη θα τον κοιτάξει με τα μεγάλα μάτια της. Νιώθει κιόλας το βλέμμα της πάνω του, το νιώθει ως μέσα στο αίμα. Και χαμογελά πάλι.

Όμως τι κρότος, θεέ μου, τι θόρυβος είναι αυτός που ακούστηκε;

Ανασηκώνει το κεφάλι. Και το χαμόγελο έχει παγώσει.

Τούρκος. Είχαν πει πως θα βάλουν φύλακες στην πηγή κι όποιον δουν να παίρνει νερό, θα τον σκοτώνουν επί τόπου.

Σφίγγει το μαχαίρι στην παλάμη. Και ψάχνει γύρω με τη ματιά.

Εδώ είναι. Πλάι στους θάμνους. Τον είδε.

Σε μιαν απόσταση δέκα είκοσι βημάτων.

Μένει ακίνητος.

Για μια στιγμή σκέφτεται να τρέξει.

Να πετάξει τον κάδο και να τρέξει να σωθεί.

Υπολογίζει με το στιλέτο έτοιμο.

Μέσα στο σύθαμπο, διακρίνει το πρόσωπό του.

Είναι νέος. Σχεδόν στην ηλικία του.

Μπορεί και πιο μικρός.

Τον λένε Ισμαήλ, όμως αυτό δεν το ξέρει ακόμα.

Προσπαθεί μόνο να μαντέψει τα μάτια του.

Μαύρα και μεγάλα σαν αμύγδαλο.

Και τα πουλιά κελαηδούν ακόμα.

Κελαηδούν ευτυχισμένα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Θεέ μου, τούτο το κελάηδισμα πώς κάνει το χέρι του να τρέμει!

Κι ο μικρός με τα μαύρα μάτια και το μαύρο πουκάμισο ακούει κι αυτός τα πουλιά.

Ρέει και στο δικό του αίμα η άνοιξη.

Και καθώς καθρεφτίζει το πρόσωπό του στην πηγή, βλέπει τα μάτια.

Ένα βλέμμα άγουρης νιότης.

Και ξαφνικά, ένα ξεχείλισμα καλοσύνης, σαν λυρισμός.

Κοιτάζονται τώρα.

Κοιτάζονται από πολύ κοντά.

Ποιος μου έδωσε το μαχαίρι, προσπαθεί να θυμηθεί ο μικρός.

Κι ευθύς στη σκέψη του ο Μουχτάρ.

“Να σκοτώσεις, του είπε. Μόλις δεις Ρωμιό, να τον σκοτώσεις, μπρε”.

Απορεί. Και η στιγμή είναι κρίσιμη.

“Αν δεν σκοτώσεις, θα σε σκοτώσουν”.

Η φωνή του Μουχτάρ τον βασανίζει.

Μα το παιδί που είναι αντίκρυ του, αυτός ο ψηλός με την υφαντή πουκαμίσα και τα ονειροπόλα μάτια, δεν του έκανε κανένα κακό. Ήρθε να πάρει ένα κάδο νερό από την πηγή.

Δεν θα σωθεί το νερό.

Ενώ αν μαχαιρωθούν, θα βάψει κόκκινο, θα πεθάνει για πάντα.

Μια στιγμή ακόμα. Μισή στιγμή.

Ψάχνουν κι οι δυο να βρουν το μίσος, ο ένας για τον άλλον, την έχθρα, για να οπλίσουν το χέρι τους.

Όμως τούτο το λυρικό πρωινό συνωμοτεί με τα δεκατρία τους χρόνια.

Τα χέρια τους σχεδόν αγγίζουν τώρα.

Κι ένα ρίγος διαπερνά το σώμα τους.

Ο μικρός πετά πρώτος το μαχαίρι.

Είναι σίγουρος πως δεν θα χτυπήσει ο άλλος.

Το βλέπει στα μάτια του.

Το βλέπει στο πρόσωπό του που τρέμει κάτωχρο.

Γιατί το μόνο που δεν ήθελε ο Διαμαντάκης, τούτο το όμορφο πρωινό, το μόνο που δεν ονειρεύτηκε ήταν να σκοτώσει.

Δεν θα μπορούσε, όχι. Δεν θα μπορούσε.

Το αίμα που θα κυλούσε μέσα στην πηγή θα τον εμπόδιζε να ονειρεύεται.

Θα του στερούσε για πάντα την ευτυχία να ονειρεύεται.

Και, σίγουρα, αυτό που ζούσε λίγο πριν ήταν μια ευτυχία.

Δεν θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε πια να περπατά και να φτιάχνει με τη σκέψη του μικρές ευτυχισμένες στιγμές.

Το αίμα θα σκότωνε για πάντα την αθωότητα στην ψυχή του.

Τα χέρια του βαμμένα στο αίμα του μικρού θα σκότωναν την ίδια την ψυχή του για πάντα.

Θα σκότωναν τον παράδεισο μέσα της.

Και το πρόσωπό του χαμογελά ξανά.

Πετά το μαχαίρι και περιμένει.

Καλύτερα να με χτυπήσει εκείνος παρά εγώ, σκέφτεται.

Όμως μήπως ο άλλος θέλει να παλέψουμε χωρίς όπλο;

Τον κοιτάζει στα μάτια.

Σίγουρα, όχι!

Ο μικρός χαμογελά κι αυτός τώρα.

Ένα άγουρο λιανό αγόρι, στο πρώτο ξύπνημα της ήβης.

Στο πρώτο ανάβλυσμα ενός απαγορευμένου λυρισμού.

Και τα χέρια τους ενώνονται.

Ενώνονται με δύναμη, με θέρμη.

Προσπαθούν να βρουν τον παλμό.

Γιατί, σίγουρα, ένας ίδιος παλμός ρέει στις φλέβες τους.

Μια ίδια άνοιξη.

“Σ’ ευχαριστώ”, λέει ο ψηλός με το υφαντό πουκάμισο, κι η φωνή του τρέμει.

“Πάρε γρήγορα νερό και φύγε. Αν σφυρίξω, να τρέξεις…” απαντά ο μικρός.

Και τα πρόσωπά τους γελούν.

Εκεί κοντά στην πηγή, εκείνο το μαγικό πρωινό, τα δυο παιδιά ήταν μια λυρική στιγμή της άνοιξης.

Ήταν μια αιώνια απόδειξη του ανθρώπου έξω από το μίσος.

Ο Ισμαήλ και το προσφυγόπουλο ο Διαμαντάκης έγιναν φίλοι για πολλά πολλά χρόνια.

Και ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό.

 

 

 

Η ιστορία αυτή είναι πραγματική.

Από τις αφηγήσεις του πρόσφυγα πατέρα μου,

όταν βρέθηκε εξόριστος στο Μιχαλίτσι και ήταν μονάχα δεκατρία.

 

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top