Fractal

ΠΡΙΣΜΑ

Γράφει ο Στέφανος Ξένος // *

 

afierwmaΈκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος. Κοίταξε από κάτω προς τα πάνω: σαγιονάρες, μαγιό, το ξεθωριασμένο μπλουζάκι του, που είχε αγοράσει πριν 8 χρόνια στη συναυλία των Toto, στον δεξί ώμο η πετσέτα, στο αριστερό χέρι τα τσιγάρα και φυσικά, γυαλιά ηλίου.

Κάλεσε τον ανελκυστήρα, κατέβηκε και χωρίς καθυστερήσεις άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί και άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Μέρες σκεφτόταν αυτό το πρωινό, το προετοίμαζε, το αναλογιζόταν. Μάλιστα, είχε σημειώσει με κόκκινο μαρκαδόρο την ημερομηνία στο ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο της κουζίνας από τον πολιτιστικό σύλλογο της γενέτειράς του στη Μεσσηνία. Το τελευταίο του μπάνιο, έτσι το σκεφτόταν.

Προχώρησε από τα Εξάρχεια στην Ακαδημίας και ανέβηκε προς την πλατεία Συντάγματος. Τα μαγαζιά κλειστά με κατεβασμένα ρολά. Δυο γατιά είχαν κουρνιάσει στα πεταμένα χαρτόκουτα και μόλις στάθηκε δίπλα τους, εκείνα τον κοιτούσαν και του νιαούριζαν, κλείνοντας τα μάτια. Τους χαμογέλασε και συνέχισε να περπατά.

Άναψε ένα τσιγάρο, το τελευταίο στο πακέτο. Τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά, η πρώτη της ημέρας και ύστερα πέταξε το πακέτο στον μισοκαμένο κάδο. Κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής έψαξε στα περίπτερα τριγύρω μήπως και κάποιο ήταν ανοιχτό. Μάταια. Τράβηξε άλλη μια γενναία ρουφηξιά και συνέχισε να ανεβαίνει προς την πλατεία.

Στο ύψος της Νομικής Σχολής αντίκρισε έναν άστεγο να κοιμάται σ’ ένα παγκάκι. Μια παγωμένη ανάσα βγήκε από το στόμα του κοιμισμένου, ως η έλευση του θανάτου να καλπάζει νικηφόρα. Έσκυψε, τον κοίταξε στα μισόκλειστα μάτια του που μετά βίας είχε ανοίξει ο άστεγος, και τον ακούμπησε στον ώμο, σαν μισή αγκαλιά. Ύστερα, όταν σηκώθηκε όρθιος και πάλι, άφησε την πετσέτα να γλιστρήσει από τον ώμο του και επιμελώς σκέπασε τον άνθρωπο που προσπαθούσε να ξανακοιμηθεί στις ξύλινες τάβλες. Δεν είχε σημασία που ήταν μια απλή πετσέτα θαλάσσης, θα έκανε τη δουλειά της, για όσο εκείνος τη χρειαζόταν. Εξάλλου, ο ίδιος ζεσταινόταν αρκετά αυτήν την ημέρα.

Στο φανάρι πέρασε απέναντι στη Σίνα και από εκεί βρέθηκε στην Πανεπιστημίου. Κοντοστάθηκε και περίμενε να ανάψει πράσινο για να περάσει από την άλλη πλευρά του δρόμου. Κοίταξε αριστερά κανένα αυτοκίνητο δεν ερχόταν από το Σύνταγμα. Στα δεξιά ένα αυτοκίνητο έστριβε αρκετά πιο χαμηλά, στη Χαριλάου Τρικούπη. Το χρώμα ακόμα κόκκινο και ο ίδιος περίμενε.

Κάθε φορά που βρισκόταν σ’ έναν άδειο δρόμο του ερχόταν στο νου η κλασική σκηνή από τα κινούμενα σχέδια με πρωταγωνιστή τον Ροζ Πάνθηρα: ο αστυνόμος Κλουζό που κυνηγούσε τον Ροζ Πάνθηρα βρισκόταν σ’ έναν άδειο δρόμο, όπου έπρεπε να περάσει απέναντι για να φτάσει στο συμπαθέστατο αιλουροειδές. Με το που ακουμπούσε το πόδι του στην άσφαλτο πλήθος αυτοκινήτων περνούσαν. Σε επόμενη σκηνή κατάφερνε να φτάσει μέχρι τη μέση, αλλά και πάλι γυρνούσε στην αφετηρία τρέχοντας, αφού σειρά αυτοκινήτων περνούσε και πάλι. Ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν πολλές φορές. Έτσι ένιωθε και ο ίδιος τώρα. Πως, αν έκανε την κίνηση να περάσει απέναντι, σμήνος αμαξιών θα εμφανίζονταν από το πουθενά.

Όταν τελικά άλλαξε το χρώμα, πέρασε γρήγορα απέναντι. Τι κι αν ήταν μόνος του, έτσι είχε μάθει. Έξω από ένα πολυκατάστημα είδε ένα μαύρο να στήνει την πραμάτεια του σ’ ένα καφάσι, ξεφτισμένο από καιρό. Η ειρωνεία της ισορροπίας, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

Περνώντας δίπλα από τις σκάλες του μετρό, στάθηκε για να ακούσει τις φωνές που πλημμύριζαν καθημερινά τα βαγόνια και τους σταθμούς. Σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν, πιο ήσυχα και από νεκροταφείο. Κοίταξε δεξιά στην πλευρά που υπήρχαν οι είσοδοι μεγάλων ξενοδοχείων. Ούτε θυρωροί, ούτε αμάξια να στέκονται σαν λέοντες στις προσόψεις των κτηρίων. Τίποτα δεν εμπόδιζε το βλέμμα του να δει μακριά, να αφουγκραστεί την όψη της πόλης.

Πάτησε το πόδι του στο πλακόστρωτο της πλατείας. Η ερημιά κάλυπτε οτιδήποτε τριγύρω. Προχώρησε, περνώντας δίπλα από το γκαζόν και τα παγκάκια κι έφτασε στο σιντριβάνι. Κάθισε στο γείσο, ακούμπησε τα γυαλιά ηλίου δίπλα, έβγαλε τις σαγιονάρες και έστριψε, ώστε να κοιτάει το κέντρο του σιντριβανιού. Σε λίγο τα πόδια του είχαν ενωθεί με το νερό, ενώ με τα χέρια του πιτσιλούσε και το υπόλοιπο σώμα. Μέχρι τη στιγμή που δεν κρατήθηκε και έπεσε ολόκληρος στο νερό…

————————————————-

Η τηλεόραση δονήθηκε από την έκτακτη είδηση: «Σήμερα συνέβη κάτι παράξενο, τελευταία μέρα του χρόνου. Ένας άντρας γύρω στα 40, όπως λένε οι μάρτυρες, εμφανίστηκε με καλοκαιρινή αμφίεση και βούτηξε στο σιντριβάνι, λες και έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Και το πιο περίεργο είναι ότι προχωρούσε ανάμεσα στον κόσμο, σαν να μην υπήρχε κανένας δίπλα του, μπροστά του ή οπουδήποτε γύρω. Πέρναγε τους ανθρώπους σαν να ήταν μόνος του σε αυτήν εδώ την πόλη. Και το πιο παράξενο είναι ότι χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας αυτός ο άνθρωπος εξαφανίστηκε, λες και τον κατάπιε η γη. Τα πράγματα που άφησε στο σιντριβάνι είναι ακόμα αφημένα εκεί, αλλά ο ίδιος πουθενά. Άλλωστε, ξέρετε τι λένε: ότι για κάθε έναν τρελό υπάρχουν χίλιοι λογικοί. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι.

Και να σας ενημερώσουμε επίσης, ότι θα περάσουμε λευκά Χριστούγεννα αφού έχει αρχίσει ήδη να χιονίζει.»

 

Xenos* Ο Στέφανος Ξένος γεννήθηκε το 1979 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Από το 2007 γράφει κριτικές βιβλίων στο λογοτεχνικό site Diavasame.gr, ενώ από το 2010 ασχολείται με την εκπροσώπηση συγγραφέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό με το πρακτορείο Book Agency. Παραμένει στην Αθήνα. Έχει γράψει τη νουβέλα «Η τελευταία εβδομάδα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2012) και την ποιητική συλλογή «Axis Mundi» (εκδ. Momentum).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top