Fractal

Λίγη αλμύρα θάλασσας

της Αγγελικής Κώττη // *

 

afierwmaΈχω χιλιάδες σχήματα στο μυαλό μου. Καρποί βαλανιδιάς, φύλλα κισσού, άνθη λωτού. Κορίτσια που χορεύουν, άλογα περήφανα. Ο Διόνυσος μέσα στο πλοίο του, που θα είχε για κατάρτι μια ψηλή κληματαριά. Θα το ζωγράφιζα καλύτερα από τον Εξηκία. Με μικρούς ιππόκαμπους να υποκλίνονται, χελιδόνια να ραμφίζουν τον ουρανό, τριαντάφυλλα να σαλεύουν στους μίσχους τους. Η Αριάδνη να τεντώνει στον αέρα τα πέπλα της. Έχω χιλιάδες σχήματα. Πώς γίνεται και βγαίνει πάντοτε αυτό;

Ένα τέρας της θάλασσας, τρομερό- σαν εκείνη τη νύχτα. Ένα χταπόδι να παραφυλά στις άμμους, ίδιο η νοσταλγία που σφίγγει με τα φρικτά πλοκάμια της. Μια σειρά αστερίες στο λαιμό, υπόμνηση ευτυχισμένων ημερών. Καράβια που έρχονται ή που φεύγουν. Αδιάφορο. Δεν θα φτάσουν ποτέ. Το πολύ κάποιο ψάρι, τόσο άτονο ώστε μοιάζει νεκρό. Πάλι και πάλι. Πανομοιότυπα.

Στην αρχή πουλούσα αμέσως τα αγγεία μου. Ήταν το σχήμα, η κατεργασία, τόσο λεπτά σαν φύλλο δέντρου, στιλβωμένα, τέλεια. Τώρα δεν τα θέλουν. Μου ζητούν κάτι νέο, ευχάριστο. Τελευταία μόνο πλάθω, δεν τα ψήνω πια, και περιμένω να σκεφτώ μιαν άλλη παράσταση, ν’ ανακουφιστώ, ν’ αλλάξω.

Στον κόσμο έχει πόλεις περίφημες. Η Βαβυλώνα, με τα πανύψηλα τείχη της που έχουν εννιά χρώματα: γαλανό, ώχρα, χρυσό ασημί… Η Έφεσος κι η Αλικαρνασσός. Η Ιαλυσός, η Κάμιρος. Η χαρούμενη Αθήνα, η αψιά Σπάρτη. Καμιά δεν είναι σαν τη Φώκαια. Λίγο πιο βόρεια, σε θερίζει η παγωνιά, η υγρασία διαπερνά τα κόκαλά σου. Λίγο προς το νοτιά, σε τρώει η ξηρασία. Στα δυτικά, τα εδάφη είναι άγονα, μαλώνουν για δυο σπιθαμές γης, πολλές φορές και για μία.

Η Ταρτησσός έχει χώρο για όλους μας. Ο πληθυσμός της είναι φιλόξενος πολύ, δεν μέτρησαν ότι τους βγάλαμε απ’ την ησυχία τους. Μας ‘δίναν γυναίκες τις κόρες τους, νερό απ’ τα ποτάμια και γεννήματα από τα δικά τους προκειμένου να ριζώσουμε. Γλυφό νερό και χώμα άγονο. Στην πατρίδα, κυλούσε απ’ τα δάχτυλα σου σαν κεχριμπάρι. Δέκα χρόνια φύγαμε, κάνοντας όρκο βαρύ. Ακόμα μου λείπει.

Δεν θα ‘φευγα για τίποτα, για όλες τις ομορφιές της Κύρνου, της Σαρδούς, της Λυδίας, της Κύπρου, της Αιγύπτου ή της Μασσαλίας. Αν δεν ήταν ο Κύρος κι ο άθλιος Αρπαγος, δεν είχα ανάγκη να αποχωριστώ τη Φώκαια, να ξεμακρύνω τόσο. Οι Πέρσες όμως άλλα σχεδίαζαν…

Κύκλωσε τον πόλη και μας έδωσε μονάχα μια μέρα καιρό να σκεφτούμε αν θα παραδινόμασταν. Μία και μόνη μέρα ελεύθερης πράξης. Τα γυναικόπαιδα έκλαιγαν στα σπίτια. Οι άνδρες συγκεντρώθηκαν στην αγορά. Οι οιμωγές κι οι γόοι τρύπαγαν τ’ αυτιά τους. Περιττό να ικετεύσεις τον εχθρό, κι ανάρμοστο. Αποφασίσαμε να πάρουμε τα πλοία μας την ίδια εκείνη νύχτα, τα ξόανα των θεών, τα ιερά σκεύη, το βιος μας μαζεμένο σε πουγκιά και να φύγουμε. Στοιβαγμένοι όπως- όπως στις πεντηκόντορες τριήρεις. Αχάραγα.

Ακόμα τρέχουνε τα δάκρυα. Ούτε με το βλέμμα δεν σ’ αποχαιρέτησα πατρίδα μου. Πρόσφυγες στο βαθύ σκοτάδι φτάσαμε στη Χιό, αλλά δεν μείναμε. Ποιος θα μας έτρεφε και πώς θα μεγαλώναν τα παιδιά μας; Τη γη που ζητήσαμε δεν μας την πούλησαν. Φοβούνταν τις δεινές επιδόσεις μας στο εμπόριο. Ο,τι μας είχε στείλει απ’ την Ελλάδα στα μικρασιατικά παράλια, μας απομάκρυνε τώρα. Ξανά στα πλοία.

Αϋπνοι, νηστικοί, διψασμένοι, γυρίσαμε στην πόλη μας και χτυπήσαμε τη φρουρά των Μήδων που, βέβαια, δεν μας περίμεναν. Οι θεοί τους είχαν κάνει κουφούς και τυφλούς. Εξοντώθηκαν μέχρις ενός. Αν το καλοσκεφτείς, μικρή εκδίκηση. Μας είχαν πάρει την ανάσα, την ψυχή μας. Φύγαμε πάλι, αφού πριν ρίξαμε στο πέλαγος ένα σίδερο πυρωμένο, ορκιζόμενοι πως δεν θα επιστρέφαμε εξόν αν αυτό αναδυόταν στον αφρό. Ένα θαύμα που δεν υπήρχε τρόπος να γίνει.

Στα μισά του ταξιδιού προς Ταρτησσό, ξεκίνησαν οι ατέλειωτοι θρήνοι. Βαθύς πόνος τους έκαιγε. Εκοβαν τα μαλλιά τους όπως ακριβώς στο πένθος, σκορπούσαν τ’ αλεύρι στον πόντο, να μη φαν της ξενιτιάς το ψωμί. Ανάμεσά τους η καλή μου μητέρα. «Να πάω πίσω,» έλεγε, «να με θάψουν σε χώμα ελαφρύ». Σταμάτησαν στη μέση τη θάλασσας, έφυγαν όσοι δεν νοιάζονταν μη γίνουν επίορκοι. Μερικές φορές, δε χρειάζονται θαύματα. Αρκεί η έξοχη του ανθρώπου φύση, η αδυναμία- δύναμη.

Η μάνα μου είναι καλά- έτσι μηνάει με τους ταξιδιώτες που φτάνουν ως εδώ. Μια φορά μου έστειλε χώμα ιωνικό, να βάζω από λίγο στ’ αγγεία μου, να είναι ευλογημένα και καλοπούλητα. Δεν μπορώ να ζω κάτω απ’ το σκήπτρο των Λυδών και των Μήδων μα κι εδώ δεν μπορώ. Όσο μεγαλώνω, ο νου μου γυρνάει στα μικρά. Θα ήθελα να είμαι μια απ’ τις μικρούλες φώκιες που κολυμπούσαν στο λιμάνι μας όταν ήμουν παιδί κι έκαναν χίλια τρελά παιχνίδια φωνάζοντας ξένοιαστα, χωρίς να τις νοιάζει καμιά σκλαβιά- κι αλήθεια, μόλις προσπαθήσεις να τις πιάσεις, ξεφεύγουν στ’ ανοιχτά.

Ίσως αυτό με λυτρώσει. Θα ζωγραφίσω στην κοιλιά του κυπέλου μου ένα φωκάκι. Κάθε που θα πίνω γάλα ή νερό, να δροσίζεται η ψυχή μου. Λίγη αρμύρα συγκίνησης και θάλασσας.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Herakles-attacks-a-ketos1

«Μελανόμορφη υδρία, του 6ου αιώνος π.Χ. φέρει παράσταση θαλασσίου τέρατος που επιτίθεται να κατασπαράξει άνδρα. Στο ανώτερο τμήμα, αστερίες ως κόσμημα. Πίσω από το τέρας, ένα φωκάκι προσδίδει ιδιαιτερότητα. Αγγείο που αλλάζει σελίδα στην αρχαία ελληνική τέχνη.»

-Εξ ου και η χρήση του στην αφίσα, κύριε καθηγητά;

«Σαφώς. Ας το κοιτάξουμε, παρακαλώ. Εκτός του ότι είναι ακέραιο, (του κουτιού όπως λέμε) έχει αποτυπωμένο αυτό το μοναδικό όσο και χαριτωμένο θηλαστικό που δεν απαντάται αλλού. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ο καλλιτέχνης, νοσταλγώντας την πατρίδα του Φώκαια, το ζωγράφισε συμβολικά. Ισως, επιπλέον, το θαλάσσιο τέρας να αντιπροσωπεύει τη νοσταλγία του. Προφανώς έζησε εξόριστος, όταν κατέλαβαν τη γενέθλια πόλη του οι Πέρσες, σε κάποια αποικία.»

-Συγγνώμη, αυτό δεν είναι το αγγείο που πουλήθηκε σε δημοπρασία στο Λονδίνο 800 χιλιάδες δολάρια το 1993; Ευτυχώς, κατέληξε στη συλλογή Πλοιάρχου. Τι κρίμα όμως που δεν το πήρε το ελληνικό κράτος!

«Σας παρακαλώ, μη γραφτεί τίποτα στις εφημερίδες. Εκείνη τη χρονιά, η Ελλάδα διέθετε συνολικά το ένα δέκατο του ποσού για αγορές από το εξωτερικό. Μέσα σε δυόμιση λεπτά, με το ρολόι, ο γενικός διευθυντής αρχαιοτήτων που πλειοδοτούσε τηλεφωνικά, είδε την τιμή να σκαρφαλώνει σε δυσθεώρητα ύψη. Μόλις είχε συνέρθει από έμφραγμα. Και όχι τίποτα άλλο, έπρεπε κατόπιν να σκουπίσει τα καυτά και αστείρευτα δάκρυα της υπουργού.»

-Της Μελίνας; Μα κλαίει μια θεά;

«Αν είναι καμωμένη από τη στόφα ωραίου ανθρώπου…»

 

Aggelikh-Kotti-Photo* Η Αγγελική Κώττη γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Αποφάσισε να σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, ώστε να μελετήσει τον Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. Αντ” αυτού, μελέτησε τους έλληνες ποιητές, ιδίως τον Γιάννη Ρίτσο, του οποίου συνέγραψε τη βιογραφία και επιμελήθηκε το αρχείο αυτογράφων έργων. Εχει ασχοληθεί με τη βιογραφία του Μάνου Κατράκη και της Μελίνας Μερκούρη, με τον σταλινισμό, και εξέδωσε επίσης ένα μυθιστόρημα. Συντάκτρια βιβλίου και αργότερα αρχαιολογικών θεμάτων στον Ριζοσπάστη και κατόπιν στο Έθνος, συνεργάτης λογοτεχνικών περιοδικών και μπλόγκερ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top