Fractal

«Προσεγγίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία τα μεγάλα πανανθρώπινα θέματα»

Γράφει η Ελένη Λόππα //

 

 

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου «Χειμερινό πτηνολόγιο», εκδ. Κουκκίδα, 2024

 

Με κάθε νέα ποιητική της συλλογή, η Φωτεινή Βασιλοπούλου μάς εντυπωσιάζει όλο και περισσότερο, με την επιλογή των θεμάτων της και την ιδιαίτερη ποιητική της γραφή. Ξεκινώντας από τον παράξενο τίτλο, Χειμερινό πτηνολόγιο, διαπιστώνομε και πάλι την αγάπη της για τη φύση, τα πουλιά –τα πετεινά του ουρανού- (άλλωστε, και η τρίτη ενότητα της συλλογής τιτλοφορείται συμβολικά: Πτηνά αναρριχητικά, παίζοντας με τις λέξεις) και τα φυτά, με θεραπευτικές ιδιότητες, συχνά και με τη λατινική επιστημονική ονομασία τους. Αλλά διαπιστώνουμε επίσης και την αγάπη της για τη ζωγραφική και τα χρώματα (βλ. π.χ. και τη συλλογή της με τίτλο, Πρωσσικό μπλε, 2016), που συνήθως παράγονται από φυτά (π.χ. η ίσατις βαφική, βλ. σελ.35, που δίνει το χρώμα μπλε ίντιγκο).

Η συλλογή αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη (σελ. 11-28), με τίτλο Ο κήπος των οδυνών, περιλαμβάνει οκτώ ποιήματα, η δεύτερη (σελ. 31-46), με τίτλο Η σφαγή των χρωμάτων, δώδεκα ποιήματα και η τρίτη (σελ. 49-68), Πτηνά αναρριχητικά, δεκατρία ποιήματα. Συνολικά, λοιπόν, η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από 33 ποιήματα.

Η κάθε ενότητα, κάτω από τον τίτλο, φιλοξενεί ένα έργο σε ασπρόμαυρο της Φωτεινής Χαμιδιελή, όπου μαζί με τις γυναικείες μορφές πρωτοστατούν και τα πουλιά. Μόνο στη δεύτερη ενότητα υπάρχει δίπλα στη γυναικεία και η μορφή ενός νέου, με ένα πουλί ο καθένας τους στο κεφάλι. Η μακέτα του εξωφύλλου είναι έγχρωμο έργο της Εύης Κώτσου, με γυναικεία μορφή και πουλί, καθισμένο και πάλι στο κεφάλι της.

Στην ποιητική συλλογή υπάρχουν δύο αφιερώσεις σε πρόσωπα υπαρκτά. Η πρώτη στη συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας Διώνη Δημητριάδου, στο ποίημα Σκιάχτρα στα σταροχώραφα, (σελ. 13-14) και η δεύτερη στην εικαστικό Φωτεινή Χαμιδιελή, στο ποίημα Αγωνία ζωγράφου ( σελ. 35). Υπάρχουν και ποιήματα που αφιερώνονται στη μνήμη των ποιητριών, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Μαύρος κύκνος (σελ. 53-54) και της Γιώτας Αργυροπούλου, Προετοιμασίες ταξιδίου Ι, Προετοιμασίες ταξιδίου ΙΙ (σελ. 57-59).

Η πρώτη ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Ο κήπος των οδυνών περιλαμβάνει ποιήματα κατεξοχήν ερωτικά, ποιήματα πάθους, τρέλας, παράφορης περιδίνησης, αλλά και αγάπης, κάποτε αδελφικής ή μητρικής, Παραθέτω παραδείγματα: «σ’ αγκαλιάζω αέρας χύνεσαι διάφανος/περνώ από μέσα σου/χορεύω στον χώρο/ταξιδεύω στον χρόνο//{…}κεφάλια ζητώ επί πίνακι/{…} η Χάρι/χορεύω μοναχά με τα κόκαλα/κοκάλινοι αυλοί νανουρίζουν τους τρόμους σου/είμαι εσύ είσαι εγώ για αιώνες/στον έρωτα στον χορό τυλιγμένοι/στη φρίκη», (Ο χορός, σελ. 11-12).

Με μια γλώσσα που φέρνει στην επιφάνεια ζοφερές εικόνες, η Φ.Β. μάς παρουσιάζει τις αδελφές της Περσεφόνης, όμως στον καταληκτικό στίχο μάς μιλά για τη μαγική δύναμη του έρωτα που ενώνει τα δύο σε ένα: «Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι/τα άδεια ρούχα βγάζουν άγρια φτερά/νύχια γαμψά να σκίσουν την ιωδιούχο νύχτα/{…}/Ποιος είπε σκιάχτρα; Αδελφές της Περσεφόνης/{…}Τρέμουν μήπως μείνει πιστή στον έρωτα./{…}Κόρη στα δυο κομμένη για αιώνες/{…}/Απ’ την αρχή όλα στα δυο κομμένα./Ήρα σιτάρι, φως σκοτάδι, θάνατος ζωή./Ο έρωτας, και ξαφνικά, τα δύο ένα», (Σκιάχτρα στα σταροχώραφα, σελ. 13-14).Τα σταροχώραφα και τα μαύρα πουλιά μας παραπέμπουν φυσικά και στους εφιαλτικούς πίνακες του Βαν Γκογκ.

Όπως και σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, έτσι κι εδώ τα εκφραστικά μέσα, μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις, δημιουργούν μια ιδιαίτερη, ανατριχιαστική, μερικές φορές, ατμόσφαιρα: «{…}Κόβει τη σάρκα της μέρας/σε παράγωνους/μαλακούς κύβους θλίψης.//Τους λιώνει στο μπρίκι του καφέ/{…}Έχει φτιάξει μια σύζυγο/από αλάτι/δεμένη στο πόδι του κρεβατιού./Όταν δεν αντέχει άλλο την πίκρα του/γλιστρά στα σπλάχνα της./Την λέει Τουλώτ, της λέει/σ’ έχω ανάγκη, Τουλώτ.//Μα εκείνη τίποτα. {…}Σιγοστάζουν μονάχα σταλακτίτες σιωπής./Φοβάται την υγρασία. Τις βροχές.//Πάντα μπερδεύει τον κατακλυσμό με το Σόδομα», (Καλλιεργητής άλατος, σελ. 15-16). Παρατηρούμε τη γυναίκα δεμένη στο πόδι του κρεβατιού, που δεν μιλά, δεν αντιδρά, μόνο φοβάται. Επίσης το παιχνίδι των λέξεων «Τουλώτ», με τη γυναίκα του Λωτ, που έγινε στήλη άλατος, κατά την Π. Διαθήκη.

Στο ποίημα Λίλιθ, που είναι και το πιο εκτεταμένο (σελ. 17-19), εμφανίζονται τρία πρόσωπα, τρεις φωνές: Αρχικά μιλάει η Εύα, που δέχεται την επίθεση της Λίλιθ, μεταμορφωμένης σε φίδι: «{…}Άρχισα να ουρλιάζω./Η γλώσσα του διχαλωτή/φίδι/μου έφαγε τη γλώσσα./{…}Πριν προλάβω/μου άδειασε το κρανίο./Το φίδι πειρασμός {…}με καταβρόχθισε {…}έμεινα δίχως πόδια, χέρια, φωνή, ακοή/δίχως όνομα.//Ένα άδειο πουκάμισο». Στη συνέχεια τον λόγο παίρνει το φίδι: «Οι περισσότεροι δε δίνουν σημασία/στα φιδοπουκάμισα/όμως είναι εγώ. Κι οι κόρες μου./Γεμίζουμε κάθε πανσέληνο/σάρκα, ιριδίζουσες φολίδες/και εκδίκηση». Τέλος, η Λίλιθ/φίδι θυμάται ειρωνικά τον Αδάμ, να απευθύνεται στον Θεό και «να ουρλιάζει απελπισμένα/έχω απομείνει δυστυχής σε τόση ερημιά/πλάσε μου, επιτέλους, μια εύα της προκοπής!».

Και σ’ αυτήν την ποιητική συλλογή της Φ.Β. γίνεται χρήση λατινικών τίτλων. Εδώ σε τέσσερα ποιήματα (σελ. 20, 45, 65, 68). Επίσης, εκτός από πρόσωπα της Π. Διαθήκης, γίνεται αναφορά και σε πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας, όπως στην Αλθαία και τον γιο της Μελέαγρο, στην Πηνελόπη της Οδύσσειας και όχι μόνο, στη Φιλομήλα και στη Φιλοτέρα μιας επιτύμβιας στήλης.

Στο ποίημα Althea officinalis, (σελ. 20-21), που είναι το ιαματικό φυτό νερομολόχα στην επιστημονική ονομασία του, γίνεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μετάπλαση, ένας παραλληλισμός του φυτού, με την ομώνυμη Αλθαία της μυθολογίας. Παρά τον χρησμό, η Αλθαία καίει τον δαυλό και φέρνει τον θάνατο στον γιο της Μελέαγρο, για να τον εκδικηθεί για τους δύο αδελφούς της που σκότωσε ο ίδιος. Τελικά και η ίδια αυτοκτονεί. Με θαυμάσιες εικόνες της φύσης που δεν προμηνύουν την τραγωδία και με τους καταληκτικούς ερωτηματικούς και απορηματικούς στίχους για το «παράλογο άνθος»: «Η μέρα παραδίνεται στο κάλλος της.//Ο ηδονικός ύπερος/τα βαμβάκινα πέταλα/δεν προαναγγέλλουν καμιά τραγωδία./Ούτε οι βόμβοι των εντόμων/καθώς εισχωρούν στο άνθος εκστατικά.//{…}/Εκεί που βυθίστηκε σαν βύθισε/στη χόβολη τη ζωή του Μελέαγρου./{…}σε μια πράξη εκδίκησης/απόγνωσης. Σχεδόν αυτοχειρίας.//Τι άνθος παράλογο!//Πώς αλθαίνει τραύματα αλλότρια;/Πώς ψαύει αποκόμματα φίλα;».

Παρατηρούμε ότι η Φ.Β. χρησιμοποιεί συχνά λέξεις ιδιωματικές, αλλά και λόγιες λέξεις και φράσεις, που δίνουν στα ποιήματα πλούτο και έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, όπως: σκαρίζουνε, κάλλος, αλθαίνει, χόβολη, αλλότρια τραύματα, ψαύει αποκόμματα φίλα, ματίζοντας, άωρη σάρκα, μωρίαν μωρών παρθένων, εις φρίκην μίαν, κοιλία, γητεύουν, άορνες μέρες, αποτίλλει, άσηπτο σπίτι, αρθρόποδη σιωπή, τα μεινεμένα, υπερορία, να ευμενίσεις, εύθρυπτος, διατείνεται, σκωρία σιδηροβόρος, ξελεπιάζουν, απόχη, ανεμοπόρο απαγωγή, επώαση, κατεύνασε, κ. ά.

Οι Μικρές Πηνελόπες (σελ. 22-26), εμβολίζονται, θαρρείς, ανάμεσα στα ποιήματα της πρώτης ενότητας. Αποτελούνται από πέντε, μικρά, λιτά ποιήματα, αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, που αναφέρονται στην οδυσσειακή Πηνελόπη «{…}Δεν ησυχάζει μέχρι ν’ αγγίξει/στην αριστερή μεριά του κρεβατιού/την εικοσάχρονη απουσία του Οδυσσέα./», (IV, σελ. 25), «Βαρέθηκε να πλαγιάζει μόνη./Κάθε βράδυ/απατά/τον Οδυσσέα/με/διαφορετικό Κανένα./», (V, σελ. 26), αλλά και σε κάθε γυναίκα πάσχουσα και τότε γίνονται συνταρακτικά: «Ένα βράδυ/έκοψε τα μαλλιά της./Δεν αντέχει στο μαξιλάρι της/να βλέπει τούφες/φύλλα ξερά φθινόπωρο/χημειοθεραπείας», (ΙΙ, σελ. 23), «Έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια.//Πώς να θηλάσει βρέφος/με κομμένο στήθος;», (ΙΙΙ, σελ. 24).

Τα δύο τελευταία ποιήματα της πρώτης ενότητας αναφέρονται σε πρόσωπα της αρχαιότητας, μυθικά ή πραγματικά.

Στα Οικογενειακά μυστικά (σελ. 27) το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται σε ανάρμοστες, μυστικές ερωτικές σχέσεις, αντλώντας την έμπνευση από τη Φιλομήλα που τη βίασε ο άντρας της αδελφής της και της έκοψε τη γλώσσα, για να μην τον μαρτυρήσει. Και, αφού με ένα δίστιχο, που παραπέμπει σε δημοτικό τραγούδι, θυμίσει τον θανάσιμο καημό του έρωτα, απευθύνεται στη Φιλομήλα, στα δύο καταληκτικά δίστιχα, μαλώνοντάς την με τρυφερή οικειότητα: «{…}Σώματα στιγματισμένα, ραμμένα στόματα/αδελφή ερωτευμένη με της αδελφής τον άντρα{…}/Μοιχεία, αιμομιξία, μίσος, αίμα./{…}Το είπε ένα πουλάκι ο έρωτας καημός./Τη νύχτα θύελλα, τη μέρα θάνατος.//Γιατί, βρε Φιλομήλα μου γλυκιά, την πίκρα/δεν κατάπινες τον πόνο σου;//Δεν ήξερες ότι στα αισθηματικά/η αλήθεια είναι μάταιος κόπος;/».

Το τελευταίο, πολύ ανθρώπινο και τρυφερό, ποίημα της ενότητας, Βάθρο 66 Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών, αναφέρεται στην επιτύμβια στήλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τις Θεσπιές, της Φιλοτέρας με το μωρό της, που με τον θάνατό της το αποχωρίζεται: «περίλυπη μονάχη/φεύγεις, Φιλοτέρα/νέα, αγαπημένη/απ’ όλους//{…}αν κάτι σου γλυκαίνει του ταξιδιού τον πόνο/είναι που/εδώ τ’ αφήνεις/μαζί σου δεν το παίρνεις στα σκοτάδια//», (σελ. 28).

Η δεύτερη ενότητα, με τον σημαδιακό τίτλο, Η σφαγή των χρωμάτων, συνομιλεί κυρίως με έργα διάσημων ζωγράφων, όπως των: Pieter Brueghel του πρεσβύτερου, του Egon Schiele, Edvard Munch, Claude Monet, Johannes Vermeer, Mike Worral, Artemisia Gentileschi. Εδώ συναντούμε και λέξεις που σχετίζονται με τη ζωγραφική: λαδομπογιές, φωτοτροπισμός, καμβάς, ασταρωθεί, σωληνάριο γκουάς, παλέτα, χρωστήρας και αναφέρονται σε χρώματα, όπως: indigo, κάρμινα-ες, ίσατι βαφική, ματζέντα, γαλάζιο, πορφύρα, μπλε, σέπια.

Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής διαλέγεται με τον πίνακα του Brueghel Κυνηγοί στο χιόνι (1565). Οι δύο πρώτες στροφές και η τέταρτη ξεκινούν με υποθετικές, επαναλαμβανόμενες προτάσεις/στίχους «Ένα τοπίο/αν δεν κατοικείται…/από φωνές παιδιών, από μηδαμινές ανθρώπινες υπάρξεις/ Το άχρονο αν δεν κυκλώνουν γύπες και γεράκια/ και η απόδοση στις υποθετικές προτάσεις γίνεται στην πέμπτη και έκτη στροφή, με τους εφιαλτικούς στίχους: «Ένα γυμνό και άδειο σώμα είναι/νεκρή φύση ακρωτηριασμένη//Τα μέλη ακόμα και κομμένα σφαδάζουν/την απώλεια/τον τρόμο του κενού στο κάδρο/το χιόνι/το λευκό σκοτάδι./, (σελ. 31-32).

Το δεύτερο ποίημα Εκπλήρωση τρόμου (σελ. 33) αναφέρεται στον πίνακα. Αυτοπροσωπογραφία με φυσαλίδα (1912), του εξπρεσιονιστή Έγκον Σίλε (1890-1918), που οι ναζί θεώρησαν την τέχνη του εκφυλισμένη. Να πώς αποδίδει με τον μεταφορικό της λόγο τον συμβολισμό του πίνακα η ποιήτρια, στη δεύτερη στροφή, επισημαίνοντας τον κίνδυνο και τη φρίκη ενός νέου πολέμου: «Σαν εκείνες τις λεπτές φυσαλίδες στον πίνακά του/που φύλαγαν μέσα τους σπόρους απόγνωσης/έτοιμοι να φυτρώσουν στη φρίκη κάθε νέου πολέμου./».

Αλλά και στο επόμενο ποίημα, με τον τίτλο Αυτοπροσωπογραφία (σελ. 34) η ποιήτρια αναφέρεται πάλι στο ίδιο έργο του Σίλε και περιγράφει, όχι μόνο το πορτρέτο του, που ο ίδιος το είχε ζωγραφίσει στα εικοσιδύο του χρόνια, αλλά περιγράφει συγχρόνως και την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση, τολμηρές μεταφορές και προσωποποιήσεις: «Πυρετώδη μάτια γεμάτα ένταση/πρόσωπο οστεώδες/πινελιές αδρές, λες και δεν υπάρχει δέρμα./Η σάρκα στάζει indigo δέος.//Εικοσιδυό ετών και γέρος!/Πόσο μισεί τον εαυτό του ο καλλιτέχνης!/Ποιος φταίει; Ο πόλεμος/η παλέτα, ο χρωστήρας/ο θάνατος, η διεστραμμένη εποχή/πολλαπλασιαστής χρόνου και πλήξης;//Τέσσαρις φυσαλίδες κόμποι πάθους πίσω του./Σφαγμένο πάθος για άωρη σάρκα./Αίμα τέχνης.//».

Στην Αγωνία του ζωγράφου (σελ, 35), που αφιερώνεται στη Φωτεινή Χαμιδιελή, εκφράζεται η αγωνία του ζωγράφου που του λείπουν τα χρώματα και προσεύχεται στον Θεό των αδικημένων ζωγράφων: «Κύριε, δος ημίν/τον τρόμον ημών τον επιούσιον/και λίγη ίσατι βαφική!/».

Το εφιαλτικό ποίημα Επιδημία (σελ. 36-37) αναφέρεται στην περίπτωση μιας επιδημίας, χωρίς να προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος. Το ποιητικό υποκείμενο στην πρώτη στροφή περιγράφει με ερωτηματική απορία το γεγονός: «Πώς και δεν είχαν προνοήσει για ψωμί/και μέρες τώρα θήλαζαν χιόνι» και καταδικάζει τη μωρία των μωρών παρθένων, στη δεύτερη στροφή μέμφεται αυτούς που δεν είχαν προνοήσει, ώστε να μην πεινάσουν «Δεν ξέρατε θα έρθουν χρόνοι δίσεκτοι/{…}θα έρθει πείνα», στην τρίτη στροφή τους μέμφεται επίσης, γιατί δεν έδωσαν σημασία στα σημάδια της συμφοράς που θα τους έβρισκε «Δεν ανοίξατε τ’ αυτιά σας στους υποχθόνιους/τριγμούς», στην τέταρτη στροφή επισημαίνει τα αποτελέσματα της απρονοησίας τους «Τώρα θα περιμένετε έξω από τράπεζες κλειστές/{…}Φούρνους χωρίς ψωμί./», και στην καταληκτική στροφή τους προτρέπει σε μια πράξη ανθρωποφαγίας: «{…}Τις σάρκες κατασπαράξτε ο ένας του άλλου./Μπορεί και ο καθένας τη δική του//Αρχίστε απ’ το δεξί σας χέρι. Το καλό/».

Το ποίημα Η σφαγή των αθώων (σελ. 38-39) εμπνέεται από τον ομώνυμο, εφιαλτικό πίνακα του Brueghel (1565-1567), όπου αθώα παιδιά σφαγιάζονται, παρά τις ικεσίες των μανάδων: «{…}Ένα μικρό κορίτσι γαντζωμένο/στη φούστα της μάνας/μάταια προσπαθώ να ξαναμπεί στη μήτρα/πριν το λεπίδι του στρατιώτη/την κόψη φέτες σαν συκώτι χήνας». Τη ζοφερή ατμόσφαιρα σώζουν τα πουλιά, οι κάργιες, τα κοτσύφια και η μικρή κουρούνα, που σπαράζει για δικαιοσύνη.

Στο Λιωμένο φιλί (σελ. 40), εμπνευσμένο από Το φιλί (1897) του Edvard Munch, βλέπουμε «Δύο πρόσωπα σ’ ένα/χυμένα. Πώς αναπνέουν στόμα/με στόμα κολλημένο;/{…}Το νέο πλάσμα τρέφεται όπως ένα/λαίμαργο μωρό./{…}Ρουφά δύο ανθρώπους εις φρίκην μίαν/αυτό το παράξενο νέο πλάσμα./Το πρόσωπο φιλί κραυγή./». Στον καταληκτικό στίχο το πρόσωπο φιλί κραυγή ταυτίζεται με το άλλο διάσημο έργο του καλλιτέχνη, την Κραυγή της φύσης.

Το ποίημα Η κίσσα-στιγμή (σελ. 41), που είναι εμπνευσμένο από το έργο Η κίσσα (1868) του Claude Monet, αποτελεί ένα χαριτωμένο ενσταντανέ μιας κίσσας που πετά σε ένα τοπίο, πριν λιώσει το χιόνι, κι εμείς το παρατηρούμε σιωπηλά. Το ρηματικό πρόσωπο από γ’ ενικό γίνεται α’ πληθυντικό, τοποθετώντας και εμάς στο κάδρο του τοπίου .

Ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής είναι το Τα δάχτυλά του (σελ. 42), που αναφέρεται στο έργο Μάθημα μουσικής (1662-1665) του Johannes Vermeer. Εδώ υπάρχει μια ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στα μαγικά δάχτυλα ενός πιανίστα που μαγεύουν το ακροατήριο και στα δάχτυλά του που κλέβουν την αθωότητα του κοριτσιού, χάνουν την περιουσία της στα χαρτιά, εκθειάζουν το γυμνό κορμί της στα λαίμαργα μάτια των δανειστών του, ενώ «{…}ποτέ δε θα χαϊδέψουν τις πληγές της/τις ουλές της ζήλειας/την κοιλία του καρπού του/».

Συγκλονιστικό είναι και το ποίημα, Μνήμη ψαριού (σελ. 43), με τις έντονες μεταφορές και την τραγική εικόνα μιας ανοϊκής πλέον γυναίκας ζωγράφου, που εκλιπαρεί για λίγο χρώμα: «Γυναίκα στα μπλε./Ρούχα μα και μέσα της./{…}Οι μνήμες της τα χάπια που της βάζει στη χούφτα/η συμπονετική νοσοκόμα./{…}Το περιεχόμενο μιας ολόκληρης ζωής μέσα/ στη δεξιά παλάμη της./Η αριστερή ικετεύει για ένα σωληνάριο/γκουάς χρώματος ματζέντα.//Μια πινελιά χαράς σ’ αυτό το ατέλειωτο μπλε/».

Ο πίνακας Architecture of a Dream (2001) του Mike Worral, εμπνέει στη Φ.Β. ένα ποίημα, Το μαχαίρι του πρωινού (σελ. 44), με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία: «Ο σερβιτόρος πουλί{…} Εκείνη κατεβαίνει τα σκαλιά του καθρέφτη/Άρπυια με ρούχα σκισμένα/με σπασμένα φτερά/σκορπίζοντας αίμα, πούπουλα, τρίμματα σάρκας/λιωμένα οράματα./».

Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αυτής, που αφιερώθηκε κυρίως σε ζωγράφους, το Artemisia absinthium Gentileschi (σε. 45-46), δίνει τον λόγο, έναν λόγο κοφτερό και περήφανο, σε μια σπουδαία ζωγράφο, της εποχής του πρώιμου μπαρόκ, μαθήτριας του Καραβάτζιο, την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (1503-1653), που έγινε η μόνη γυναίκα ακαδημαϊκός, σε ηλικία 23 ετών, στην Ακαδημία της Φλωρεντίας. Στα δεκαοκτώ της χρόνια βιάστηκε από έναν συνεργάτη του πατέρα της. Ο τίτλος του ποιήματος στα λατινικά, με την ενσωμάτωση της λέξης άψινθος ανάμεσα στο ονοματεπώνυμο της ζωγράφου, είναι χαρακτηριστικός. Ως μότο, άλλωστε, η Φ.Β. επιλέγει ένα σημαίνον χωρίο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που αναφέρεται στη δηλητηρίαση των υδάτων από την άψινθο, κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Ας ακούσουμε όμως την ίδια την Αρτεμισία να μιλά, όπως τη φαντάστηκε η Φ.Β: «Αψέντι τα μαλλιά μου. Εκδίκηση./Τον ύπνο τους ναρκώνει./Ως τον θάνατο/κι ακόμα πιο πικρά./Οι πίνακές μου έχουν τις πιο βαθιές πληγές/στα πρόσωπα γαλάζιο ασφυξίας./Τινάζεται το αίμα ζωντανό/καθώς μπήγω με λύσσα το μαχαίρι./Με έξι ισχυρά «εγώ» η Αρτεμισία επιβάλλει την προσωπικότητά της και παίρνει εκδίκηση για όσα υπέστη, ταυτίζοντας τον εαυτό της με δύο γυναίκες της Π. Διαθήκης που σκότωσαν τους εχθρούς τους: «Εγώ είμαι το μοντέλο, εγώ η καλλιτέχνις/η ατιμασμένη εγώ, εγώ το χέρι./Η Ιουδήθ, η Ιαήλ εγώ./Η βιασμένη, η προδομένη/εγώ/με αίμα κάρμινες/με δάχτυλα σπασμένα/εγώ/θα χτίζω το βασίλειο του ίσκιου»/.

Η τρίτη ενότητα Πτηνά αναρριχητικά (σελ.49-68) συνομιλεί κυρίως με ποιήτριες -σε επτά συγκλονιστικά ποιήματα, από τα δεκατρία της ενότητας, ενώ τα υπόλοιπα έξι έχουν ποικίλο και επίσης πολύ ενδιαφέρον περιεχόμενο. Τα δύο πρώτα ποιήματα αναφέρονται σε δύο μεγάλες Ρωσίδες ποιήτριες, που υπέφεραν τα πάνδεινα οι ίδιες και οι οικογένειές τους από το καθεστώς, αλλά τελικά βρήκαν τη δικαίωση. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα ποιήματα, η προσωπικότητα, αλλά και ολόκληρη η ιστορία του ποιητικού υποκειμένου ξετυλίγεται με τρόπο αφηγηματικό μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.

Η πρώτη ποιήτρια είναι η Άννα Αχμάτοβα στο Γκόρενκο σημαίνει καίγομαι (σελ. 49-50), που άλλαξε το πατρικό όνομά της, καθιέρωσε τον μυστικιστικό ερωτισμό και έγινε μούσα πολλών καλλιτεχνών, όπως του Αμεντέο Μοντιλιάνι.: «{…}Μα είσαι μια γνήσια Γκόρενκο, με τα γονίδια/την κατατομή προσώπου/την αριστοκρατική καταγωγή/την πίκρα, την τέφρα.//Σου στοίχισαν τα διαζύγια/η εκτέλεση του Νικολάι/η φυλάκιση του μικρού Λεβ {…}οι οικογενειακοί θάνατοι//Μα η σιωπή/η σιωπή σου/η σιωπή/σου στοίχισε, καημένη Άννα, πιο πολύ./Χρόνια ψιθύριζες στίχους στ’ αυτί των φίλων/κι αυτοί σε άλλους/{…}Άννα Πικρή, για σένα έχουμε {…} την εξορία, τη σιωπή/την ανάφλεξη, το κάψιμο, τη ζωή/τον στίχο, προπαντός τη στάχτη/». Η σημαίνουσα λέξη σιωπή επανέρχεται τρεις φορές στην τέταρτη στροφή, για να τονιστεί πως η σιωπή στοίχισε στην Άννα πιο πολύ από τα διαζύγια, τη φυλάκιση του γιου της και τους οικογενειακούς θανάτους. Ακόμη μια φορά επαναλαμβάνεται η λέξη στην πέμπτη στροφή. Η αφήγηση της δραματικής ιστορίας της γίνεται από κάποιο ανώνυμο πρόσωπο που νιώθει συμπάθεια για το ποιητικό υποκείμενο. Έτσι, την αποκαλεί καημένη Άννα στην τέταρτη και Άννα Πικρή στην πέμπτη στροφή.

« Άννα πασών των Ρωσιών», την ονόμασε η άλλη μεγάλη ποιήτρια, η Μαρίνα Τσβετάγεβα, στην οποία αναφέρεται το δεύτερο ποίημα της ενότητας, με τίτλο: Σαν ακριβό κρασί (σελ. 51-52). Το όνομά της Μαρίνα ακούγεται μόνο στον καταληκτικό στίχο. Το ποίημα, μετά τον αρχικό στίχο, προχωρά με μια σειρά αρνητικών προτάσεων, όπως θα ήθελε το ποιητικό υποκείμενο να είναι η πραγματικότητα στα όνειρά της. Η λέξη όνειρα επαναλαμβάνεται τρεις φορές, γιατί αυτά τη βγάζουν από τη στυγνή πραγματικότητα. Συμβαίνει όμως το εντελώς αντίθετο, αφού η ζωή της είναι γεμάτη από τραγικά γεγονότα: η εκτέλεση του άντρα της για εσχάτη προδοσία, η σύλληψη της κόρης της, ο θάνατος της δεύτερης κόρης της από ασιτία, ο θάνατος του γιου της για την πατρίδα: «Ο άντρας της δε θα οδηγηθεί στην εκτέλεση/για εσχάτη προδοσία/Η πρώτη κόρη δε θα συλληφθεί/δε θα σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης./Η δεύτερη δε θα πεθάνει από ασιτία/στο ορφανοτροφείο./Ο γιος δε θα χαθεί στην υπεράσπιση/της αγαπημένης πόλης/Μόσχας». Στα όνειρά της τα ποιήματά της στην εξορία θα έχουν αναγνώστες. Και «ξέρει πως θα ’ρθει σύντομα ο καιρός/που/θα έχει και στην πατρίδα της βιβλία./{…}σαν ακριβό κρασί θα προσφέρουν απόλαυση/σε διψασμένους λάρυγγες./Το ξέρει κι ας μην είναι προφήτις/η Μαρίνα, στην πραγματικότητα, είναι χρησμός».

Στη μνήμη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ αφιερώνεται το ποίημα με τον μεταφορικό τίτλο Μαύρος κύκνος (σελ. 53-54), που αποτελεί έναν ύμνο στην προσφορά της στην Ποίηση, με πολλές έντονες μεταφορές και παρομοιώσεις, όπως: «Όταν το σώμα/πονούσε/έβγαζε κι άλλον ένα σπόνδυλο/θυσία στον θείο Λόγο/ από το σώμα χώμα/ έπλαθε μαλακό ζυμάρι πρόσφορο/ στην κυρά Ποίηση/ Παραδείσιο πουλί εξωτικό/έβγαζε απ’ το στήθος κι άλλο πούπουλο/το βουτούσε στα κορακίσια της μαλλιά/μελάνι ιαπώνων καλλιγράφων/άπλωνε πέπλο ποίημα/σε αγκαθένιους φράχτες/ίδρωνε λέξεις ρουφούσε το μεδούλι της ζωής». Ο πρώτος στίχος Όταν το σώμα, αναφέρεται στην ομότιτλη συλλογή της Κ. Α-Ρ, και επαναλαμβάνεται στον τελευταίο στίχο της 5ης στροφής. Γενικά η λέξη σώμα επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές. Ο καταληκτικός στίχος «για όσο το σώμα» αναφέρεται στις επώδυνες και επίπονες προσπάθειες της ποιήτριας να γράφει όσο άντεχε το σώμα, δηλαδή ως το τέλος.

Το ποίημα Φωτογραφία σε σέπια (σελ. 55-56) έχει αφηγηματικό, αλλά και ειρωνικό χαρακτήρα. Παρουσιάζει μια νεαρή γυναίκα, τη μις Νόλαντ, που βιάζεται από κάποιον φωτογράφο, τελικά όμως, ενώ είναι έγκυος, παντρεύεται κάποιον άλλο, και γίνεται η Μίσιζ Περντύ: Και η ποιήτρια στο τελευταίο δίστιχο αναρωτιέται ειρωνικά: «Τι είναι, επιτέλους, αυτό που σκοτώνει ένα κορίτσι;/Τι είναι αυτό που το ανασταίνει σε κυρία;»

Τα δύο επόμενα ποιήματα, με τον μεταφορικό τίτλο, Προετοιμασίες ταξιδίου Ι και Προετοιμασίες ταξιδίου ΙΙ (σελ. 57-59) αφιερώνονται στη μνήμη της αξέχαστης ποιήτριας Γιώτας Αργυροπούλου και αναφέρονται στα ταξίδια της στον Άγιο Σάββα, για να υποβληθεί σε χημειοθεραπείες. Μέσα σε λίγους στίχους ολοκληρώνεται ο χαρακτήρας της Γ. Α, η τρυφερότητα, η αγωνία της για την υπέργηρη μάνα και οι ποιητικές προτιμήσεις της: «Έβαλε στη μικρή βαλίτσα/Καβάφη, Κάλβο, Σολωμό/ προσευχητάρια Ποιητών και Αγίων Πάντων./{…}τη συνοδεύουν τώρα στο ταξίδι της/στη νύχτα».

Το ποίημα Δαντέλα (σελ. 60-61) αναφέρεται στην Έμιλυ, προφανώς Ντίκινσον, την ποιήτρια του 19ου αιώνα, που έζησε απομονωμένη και τα ποιήματά της εκδόθηκαν μετά το θάνατό της. Με πολλές μεταφορές η ομότεχνή της Φ. Β. μάς παρουσιάζει τον εύθραυστο ψυχικό της κόσμο: «Η Έμιλυ αποτίλλει/ένα ένα τα πούπουλα από το στήθος./Γεμίζει μαξιλάρι σιωπής/ν’ απιθώσει αφράτα τα όνειρά της.//Μαθαίνει τη χαρά/απ’ την πληγή/στο στέρνο του πουλιού. {…}Τα γυάλινα τείχη μέσα κι έξω της/όλο και δυναμώνουν.//{…}Ο πολύπλοκος κόσμος γίνεται εύθραυστος./Εύθρυπτος./Διάφανος/».

Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αυτής που αναφέρεται σε ποιήτρια είναι το Απορίες ποιήτριας (σελ. 62-63), που συνομιλεί με το ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη, «Η Αλίκη ανακάμπτει», όπου και πάλι πρωταγωνιστούν μεταφορές και παρομοιώσεις, συχνά ανατριχιαστικές, για να δηλώσουν το χάσμα μιας ερωτικής σχέσης, όπως: «/Μέσα στο στόμα του κροκόδειλου χρόνου/σαπίζουν τα υπολείμματα μιας γιορτής/για δύο που κατέληξε σε/δείπνο απαρηγόρητο για έναν./Στην καρέκλα κρέμεται απαγχονισμένη/{…}γραβάτα αφόρετη η ζήλεια του συζύγου./Διατείνεται τον σφίγγει ο κόμπος/και οι θηλιές της σχέσης σας.//{…}Σε λένε Αλίκη/η καρδιά σου φύλλο καμέλιας/κλαίει για χώμα./Παράκρουση έρωτος.//».

Πέντε ποιήματα κλείνουν την ενότητα αυτή και ολόκληρη τη συλλογή. Είναι το Σκωρία σιδηροβόλος (σελ. 64), όπου, όπως επισημαίνει ο τίτλος με τη συμβολική σημασία του, η σκουριά/μοναξιά κατατρώει τα θαλασσινά κορίτσια που εκλιπαρούν σπαραχτικά για μια απαγωγή οπουδήποτε: «{…}Δεμένα στο κατάρτι/της ασήμαντης ιστορίας τους/με μαλλιά κόκκινα δίχτυα ξηλωμένα/εκλιπαρούν το κρώξιμο ενός γλάρου/μίαν ανεμοπόρο απαγωγή/στο παρελθόν, στο μέλλον, σε άλλες ηπείρους/καταμεσής στο πέλαγος./{…}Μονάχα όχι εδώ./Άγκυρες σκουριασμένες αρχαίου σκαριού/μπηγμένες στο πουθενά/σε λάθος ντόκο/».

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου

 

Στον πρώτο στίχο του Flora horribilis (σελ. 65), που είναι από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, σε γ’ ενικό πρόσωπο δηλώνεται: «Η μητέρα δεν αγαπούσε τον εαυτό της./Μονάχα τα φυτά./Στον καταληκτικό στίχο, όταν η μητέρα είναι πια σχεδόν φυτό, έχουμε την αντιστροφή: «Σε λίγο καιρό θα αγαπάει και τον εαυτό της». Με κοφτές, μικρές, προτάσεις, με πολλά ενεργητικά ρήματα και με πολλή τρυφερότητα η Φ.Β. περιγράφει αρχικά την πονεμένη μητέρα και τη σχέση της με τα φυτά: «Τα σκάλιζε. Τα τάιζε χώμα. Τα πότιζε δάκρυα./Πολλά δάκρυα./Γιατί η μητέρα δεν εκφραζόταν./Ούτε φώναζε./Μόνο έκλαιγε κρυφά./Δημιουργούσε κατάλληλες συνθήκες και τροφή/για τα φυτά της.// Στη δεύτερη στροφή μιλάει σε α’ πρόσωπο, καθώς τώρα παρατηρεί κρυφά τη μητέρα σιγά σιγά να φθίνει ψυχικά, σωματικά και πνευματικά: «Πολλά βράδια κρυμμένη πίσω απ’ το παντζούρι/την άκουγα να τους μιλά./Τώρα πια δε μιλά, δεν περπατάει, δε γελά./Δεν κλαίει./Ευτυχώς./Σχεδόν φυτό//».

Στο ποίημα Τέλος εποχής (σελ. 66) έχουμε μία έκρηξη ανοιξιάτικης εποχής, μετά από τρεις χειμώνες. Η φύση στο απόγειό της δημιουργεί και στο ποιητικό υποκείμενο μια διάθεση εκρηκτικής αναζωογόνησης. Με μια πληθώρα ενεργητικών ρημάτων εκδήλωσε, ανέβασε, τίναξε, εξήλθε, ψήφισε, έγλειψε, δάγκωσε, κατεύνασε, και με πολλές μεταφορές και προσωποποιήσεις: «Ψήφισε εκδρομή στην εξοχή./Έγλειψε γύρη, δάγκωσε μίσχους/μ’ άγριες ίριδες κατεύνασε τη χειμερία πείνα της.//{…}Μύκητες τη γητεύουν με φωνές απόκοσμες/θα φυτρώσεις, κι εσύ θα φυτρώσεις/την πείθουν κι εκείνη χώνεται βαθιά στο χώμα/».

Το προτελευταίο ποίημα της ενότητας και της συλλογής Μεγάλη Εβδομάδα (σελ. 67), από τα ωραιότερα της Φ.Β., είναι ιδωμένο από την πλευρά των νεκρών, που δυσανασχετούν με τις φροντίδες των ζωντανών να στολίζουν με κρίνα τους τάφους, να τους ασβεστώνουν, να ανάβουν τα καντήλια τους, να βάζουν φωτογραφίες. Γι’ αυτό παρακαλούν για μια βροχή με σκόνη, που θα θολώσει τα τζαμάκια, τα καντήλια και κυρίως τα μάτια στις φωτογραφίες: «Μα τι επινοούν για να τους δελεάσουν!/Φυτεύουν στους διαδρόμους μανόλιες αυταπάτες/φοίνικες προσδοκίες Αναστάσεως./Τους βασανίζουν μ’ ευωδιές κρίνων/εκρήξεις ομορφιάς.//{…}Κι εκείνοι /ίσκιοι αιχμάλωτοι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια.//Τους τυφλώνουν πεζούλια τριπλά ασβεστωμένα./Πώς να βάλουν αντήλιο με δεμένα χέρια;/{…}Δεν αντέχουν άλλη πάστρα./Καταμεσήμερο παρακαλούν/για μια βροχή μεγαλοβδομαδιάτικη γεμάτη σκόνη./Να θολώσουν τα τζαμάκια, τα καντήλια/τα μπρούτζινα,//Κι οι πιο χοντρές στάλες να πέσουν κατευθείαν/στα μάτια στις φωτογραφίες./».

Το τελευταίο ποίημα, Τaraxacum officinale (σελ. 68), με τη λατινική επιστημονική ονομασία, αναφέρεται στο φυτό ταραξάκο, πικραλίδα, αγριοράδικο ή κλέφτης. Στις δύο πρώτες στροφές σε γ’ ενικό πρόσωπο, ενώ στις υπόλοιπες τρεις και στον καταληκτικό στίχο, όπου οι κλέφτες, καθώς πετούν, παρομοιάζονται με τις χαμένες στιγμές, σε β’ ενικό με ρήματα ενεργητικά: Και τότε τίποτα πια δε βλέπεις, Δεν ξέρεις τι απέγιναν οι κλέφτες, Μετά από χιλιόμετρα/και χρόνια/ίσως ανακαλύψεις/αν φύτρωσαν οι πικραλίδες//ή άδικα σκορπίστηκαν σαν τις χαμένες σου στιγμές».

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου, με το Χειμερινό πτηνολόγιο, μας έδωσε μια σπάνιας ομορφιάς ποιητική συλλογή, όπου παντρεύονται αρμονικά οι τέχνες, ποίηση και ζωγραφική. Ανάστησε μπροστά στα μάτια μας την προσωπικότητα και τα έργα πολύ σημαντικών ποιητριών και ζωγράφων, ενσωματώνοντας υποδόρια κάποια πληροφοριακά στοιχεία στο ποίημα, αλλά και δίνοντας χρήσιμες σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Στα ποιήματά της προσεγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα μεγάλα πανανθρώπινα θέματα: τον έρωτα και την παράκρουση, την τρέλα, την κτητικότητα, τον θάνατο, την αρρώστια, την απουσία, την απάτη, τη μητρική αγάπη, τον αποχωρισμό, την ερήμωση, τον πόλεμο και τις φρικαλεότητες του πολέμου, την απόγνωση, την επιδημία, το πάθος της δημιουργίας, τη διπλοπροσωπία και την ανθρώπινη κακοήθεια, την άνοια, τον βιασμό, την εκδικητική μανία, τη γυναικεία διεκδίκηση, το πάθος της γραφής, τον θεληματικό εγκλεισμό, τη μοναξιά, τη φροντίδα των νεκρών, τον ανεπίστροφα χαμένο χρόνο. Όλα αυτά δοσμένα με μια πληθώρα τολμηρών εκφραστικών μέσων και έντονων εικόνων, με εναλλαγές ρηματικών προσώπων και έναν απίστευτο πραγματικά λεξιλογικό πλούτο. Τα θέματά της προβληματίζουν και ευαισθητοποιούν τον αναγνώστη, χωρίς να του στερούν την υψηλού επιπέδου αισθητική απόλαυση, αφού ολόκληρη η συλλογή, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα που συχνά επικρατεί στα ποιήματα, αποπνέει μουσικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία. Ευχόμαστε το Χειμερινό πτηνολόγιο της Φ. Β. να είναι καλόπλοο και να αγαπηθεί από πολλούς αναγνώστες και αναγνώστριες.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top