Fractal

Διήγημα: “Βοηθητικά δωμάτια”

Γράφει η Μαρία Α. Μίτλεττον // *

 

 

 

 

 

Βοηθητικά δωμάτια

 

Στη μνήμη της γιαγιάς μου,

ιδιοκτήτριας βοηθητικών ενοικιαζόμενων δωματίων.

 

Τα πίσω, τα τσίγκινα, μια σειρά καμαρούλες κρυμμένες απ’ το σπίτι το δεσπόζον με τον στρογγυλό τον κίονα και τη στενόμακρη βεράντα, χρησίμευαν κάποτε σαν οικογενειακά δωμάτια, που νοίκιαζαν άνθρωποι απ’ τα χωριά, σαν κατέβαιναν στην πόλη άλλοτε για δουλειές κι άλλοτε για τα σχολειά των παιδιών τους. Το καθένα είχε την ταπετσαρία του, κάτι κάθετες λουλουδένιες γραμμές στο χρώμα του σάπιου μήλου, που έγινε κατόπιν της μόδας, ένα ξύλινο τραπέζι, ένα σιδερένιο κρεβάτι ή δυο, το πολύ τρία, μια σκεβρωμένη πιατοθήκη, ένα ψηλόσελο ποδήλατο. «Η ποίησις», λέει, «είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Το σκεφτόμουν περνώντας απ’ το άδειο οικόπεδο, το χωρις ταπετσαρίες τώρα, το χωρίς τραπέζια και ποδήλατα, το χωρίς σώματα και τσίγκους, τσίγκους και σώματα.

Όποτε έβρεχε, κι έβρεχε τότες πιο πολύ, οι βαριές σταγόνες χόρευαν ταπ ταπ ταπ πάνω στους τσίγκους. Τους χειμώνες οι άνθρωποι οπωσδήποτε θα δυσκολεύονταν να κοιμηθούν. Τα καλοκαίρια πάλι, τα παιδιά τα ψιλοκουρεμένα με τα μικροκαμωμένα γόνατα παίζαν κουτσό. Η Γιωργούλα έραβε στο μπροστινό το σπίτι. Η προγιαγιά κρατούσε στην αγκάλη της μια πλαστική λεκάνη νερό, να ποτίσει τα κρίνα και τα γεράνια. Πίσω φωνές κι ανάσες, μυρουδιές από φαΐ που ψήνεται, άσπρο κρεμμύδι που τσιτσιρίζει στο λάδι, ζαχαρούχο γάλα που ανακατεύεται, το τικ τακ του ρολογιού, κάποιος που μπαίνει βαστώντας μιαν εφημερίδα κι οι σελίδες της τσακίζονται έτσι όπως τις γυρνάει, οι χειμώνες, που θερίζουν με τις παγωνιές, και τα τζιτζίκια του καλοκαιριού με το λιγνό κορμάκι τους, που κεντούν τον ύπνο του μεσημεριού.

Το σύνορό τους ήταν πάντα η μυγδαλιά. Το σύνορο ανάμεσα στο δεσπόζον σπίτι και τα βοηθητικά. Η προγιαγιά κρατά στην αγκάλη της την πλαστική λεκάνη με το νερό και στην τσέπη του φουστανιού της έχει χώσει λίγα χλωρά μύγδαλα. Στα βοηθητικά μένουν πολλά παιδιά, γυμνασιόπαιδες το πλείστον. Κάποιο θα βρει να φιλέψει. Ύστερα η μάνα του θα το μαλώσει που ’φαγε χλωρά μύγδαλα και πόνεσε η κοιλιά του. Πιάνοντας τον πυρετό του, θα περάσει το χέρι της από τ’ αχτένιστα μαλλιά του, τ’ αχτένιστα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας μας, τότες που τα παιδιά παίζαν κουτσό, γύριζαν λεύτερα και τρώγαν μύγδαλα και μανταρίνια. Η μάνα τους μπορεί και να θυμάται άλλην εποχή του μπροστινού σπιτιού, τις τσιρίδες της Γιωργούλας, τότες που έχασε τον άντρα της, πότε άρχισαν να στραβώνουν τα χέρια της στη ραπτομηχανή και τα μάτια της από το πέρασμα των κλωστών στις βελονότρυπες, το ύφος του παππού, τότες που πήγαιναν οι Εγγλέζοι να κρεμάσουν τον Καραολή και περπάταγε πίσω απ’ τους ανθρώπους μουτρωμένος, τσακισμένος -θαρρώ είναι ακόμα κάπου εκείνη η φωτογραφία. Ίσως να μην υπήρχαν καν τα βοηθητικά. Αλλά η μάνα των παιδιών θυμάται, γιατί είχε έρθει κάποτε με τη δικιά της μάνα, να της ράψει η Γιωργούλα ένα φουστάνι. Ναι, ένα φουστάνι με κύκλους και ρόμβους.

Ύστερα ήρθαμε εμείς, τα παιδιά του 80 και του 90. Παίζουμε κουτσό μπροστά, στο σπίτι με τον στρογγυλό τον κίονα, μυρίζουμε τα κρίνα, κόβουμε χλωρά μύγδαλα, μέσα η γιαγιά τηγανίζει αυγά, οι φούστες της κρέμονται από το σχοινί, για να στεγνώσουν κάτου από ένα δύσκολο ήλιο. Κι όλες, μα όλες οι ανακαλύψεις μας, όλη η γεωγραφία κι η ιστορία μας λαβαίνουν χώρα πια στα βοηθητικά, τα νοικιαζόμενα τσίγκινα δωμάτια, όπου δεν μένουν τώρα οικογένειες, αλλά παλιώνουν οι λουλουδένιες ταπετσαρίες, τ’ αραχνιασμένα ποδήλατα, τα ξυπνητήρια, τα ημερολόγια και τα περιοδικά της άλλης μόδας, οι μυρουδιές των άλλων δέντρων ανακατεμένες μ’ όσα εμείς αποθηκεύουμε, τα αναγνωστικά Δημοτικού «Η Γλώσσα μου», είδη θαλάσσης, τη φωνή της Γιωργούλας ότι «θα πιάσουμε ψύλλους, άμα μπαίνουμε στις παράγκες». Εγώ να περιμένω να δω τις σκιές, μα κανείς να μην έρχεται ποτέ να γυρέψει ένα παλιό τετράδιο, μια κάρτα, κάποιου συρταριού ανοιχτάρι.

Το οικόπεδο είναι άδειο τα τελευταία χρόνια. Το χώμα του, που ήπιε τόσο νερό και δέχτηκε τόσες ρίζες, έχει άλλοτε το χρώμα της άμμου, άλλοτε το χρώμα της μπύρας κι άλλοτε το χρώμα της καμένης, άνυδρης γης. Οι μέρες είναι στεγνές και σου πικρίζουν το στόμα, σαν περνάς από κει και μαντεύεις πού παίζαμε κουτσό και πού ήταν η συκιά και πού η μυγδαλιά και πού οι οικογένειες που το κρεμμύδι τους τσιτσίριζε μέσα στο λάδι το καυτό. Οι μέρες είναι ήσυχες. Τις ταράζουν μόνον οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων κι εκείνος ο ήχος της εσπρεσιέρας του πλαϊνού καφέ, τζζζ και τζζζ.

Μα τις νύχτες, αχ τις νύχτες στην Κοροίβου, ορκίζομαι πως ακούγονται τροχοί παλιού ποδηλάτου να ροκανίζουν τον αέρα και πολλά άλλα πράματα. Ξυπνητήρια, οι τσιρίδες της Γιωργούλας, συλλυπητήρια, μυρουδιές δέντρων και κυδωνόπαστων, χλωρά μύγδαλα και λεμονάδα, η γιαγιά που περνά τις κλωστές από τις βελονότρυπες και πατά τη ραπτομηχανή τρτρτρ και τα χέρια της στραβώνουν, τα φερμουάρ των φουστανιών που κλείνουν πάνω από τους κύκλους και τους ρόμβους. Δεν υπάρχει κανένα κεντρικό πρόσωπο σε τούτη την ιστορία. Όσοι περάσαν από ’δω τις μέρες τις διάγουν εν σιγή, μα στήνουνε χορό τις νύχτες πάνω από το χώμα, εκεί όπου μια μακριά γραμμή από μυρμήγκια ανασκαλεύει το στόμα της γης, για να χωνευτεί τελικά μέσα του. Ύστερα τα παιδιά με τα μικροκαμωμένα γόνατα παίζουν κουτσό, κάποιοι ετοιμάζονται να φάνε πορτοκάλια και μυρίζει όλο το οικόπεδο ξινές πορτοκαλόφλουδες, άλλος κουρντίζει το ξυπνητήρι του, η προγιαγιά χύνει το νερό από την πλαστική λεκάνη της μέσα στο χώμα, τα χαμηλά σεμνά τακούνια των γυναικών, που οι μαύρες φούστες τους κρέμονταν όλη μέρα κι όλη νύχτα απ’ το σχοινί, ετοιμάζονται να πάνε αξημέρωτα στην εκκλησία, εμείς γερμένοι στα σκαλιά διαβάζουμε τη «Γλώσσα μου», ο παππούς μπαίνει μουτρωμένος, τσακισμένος:

-Εκρεμμάσαν τον Καραολή.

-Να σας τηανίσω αυκά;

-Ναι, ναι γιαγιά.

-Εν τον εθάψασιν ακόμα. Εν κάμνει να τρώμεν. Μείνε να τον θάψουσιν, να γυρίσει τούτη η μέρα.

Έτσι λοιπόν τις νύχτες. Δεν γίνεται να είναι αλλιώς. Γιατί πώς εξηγούνται τόσα τσόφλια πεταμένα μες στο άδειο το οικόπεδο, πώς εξηγούνται τα χλωρά τα μύγδαλα κάτου στη γη, πίσω απ’ το άλλοτε δεσπόζον σπίτι, εκεί που ξεκινούσαν τα βοηθητικά δωμάτια;

 

 

 

* Η Μαρία Α. Μίτλεττον γεννήθηκε στην Κύπρο και είναι φιλόλογος. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Γυναικών Λόγος», τη συλλογή πεζογραφημάτων «Η μονομερής μας αλληλογραφία» και το θεατρικό «Το πλοίο». Σε συνεργασία με τη Χρίστια Μίτλεττον έγραψε τα θεατρικά «Ἡ τοῦ Σωκράτους δίκη ἐν θεάτρῳ» και «Η δίκη του Ορέστη ἐν θεάτρωι» (εκδόσεις Hippasus).

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top