Fractal

ΤΖΊΝΤΙΛΙ: Οι νεράιδες των ανεμοστρόβιλων

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

 

 

 

Δημήτρης Χριστόπουλος, “ΤΖΊΝΤΙΛΙ”, εκδ. Ροδακιό, σελ. 233, 2020

 

Στα καλά μυθιστορήματα επιστρέφεις μετά από καιρό, αλλά στα ακόμη πιο καλά επιστρέφεις αμέσως. Κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό, ξέρω ότι το βιβλίο που διαβάζω δεν είναι απλώς καλό. Μόλις τέλειωσα τη δεύτερη ανάγνωση του Τζίντιλι, καπάκι στην πρώτη – κι ακόμη δεν το ’χω χορτάσει.

Όχι ότι λείπουν κάποιες ατέλειες στο μοντάρισμα του αφηγηματικού υλικού και στην οικονομία του λόγου. Αλλά όσο παράδοξο και αν ακουστεί, τα εξαιρετικά βιβλία δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις αρετές, έχουν να κάνουν και με τα κουσούρια τους, κι ίσως μάλιστα κυρίως με αυτά. Το αισθητικό κάλλος, λογοτεχνικό ή άλλο, έχει ανάγκη τα στίγματα και τις ρυτίδες, για να φαίνεται πιο ανθρώπινο, πιο φυσικό και πιο αληθινό.

Όσον αφορά αυτό το κάλλος, έχουμε και λέμε.

Στα περισσότερα μυθιστορήματα υπάρχει ένα, το πολύ δύο κύρια θέματα και ορισμένα δευτερεύοντα σαν γέμισμα. Εδώ ο Χριστόπουλος τρέχει με αξιώσεις πέντε τουλάχιστον θέματα που παραλλήλως και ισομερώς τα επεξεργάζεται, για να τα χωνέψει σε ενιαίο αφηγηματικό όλο. Το στόρι του κουβαλά τον εμφύλιο, την οικολογική καταστροφή, το αναπτυξιακό μοντέλο της εκβιομηχάνισης, την κρίση της οικογένειας, την ανθρώπινη αλλοτρίωση και από κοντά θίγει το ζήτημα της μνήμης, τις συνέπειες του νεοπλουτισμού, τη διαχείριση του πένθους και την ερήμωση της επαρχίας.

Οι εικόνες της βιβλικής καταστροφής, που προτάσσονται στις πρώτες τριάντα σελίδες και συχνά επανέρχονται στο υπόλοιπο σώμα του μυθιστορήματος είναι άκρως αποκαλυπτικές αυτής της κατάστασης και υποβάλλουν το κυρίαρχο κλίμα της αφήγησης. Τα Σόθιψα, μια μικρή κοινότητα στο Σινιάτσικο, κάπου στην Εορδαία, παρουσιάζονται με τρόπο που θυμίζει την κατά τον Θεοτοκόπουλο Αποκάλυψη του Ιωάννη. Μπορεί ν’ άντεξαν την προσφυγιά, την κατοχή, τον εμφύλιο, γλείφοντας τις πληγές, κουτσαίνοντας τα τραύματα, αλλά ήρθαν τα λιγνιτωρυχεία και οι απαλλοτριώσεις, η εκβιομηχάνιση και ο εξηλεκτρισμός για να τα μετατρέψουν σε κρανίου τόπο. Στο ρήμαγμά τους μπορούμε με ευκρίνεια να αναγνωρίσουμε τα χαλασμένα σώψυχα της σημερινής χώρας ύστερα από μια διαδικασία σήψης, που κράτησε δεκαετίες.

 

Δημήτρης Χριστόπουλος

 

Άκρως αντιπροσωπευτικοί του πρόσφατου και σύγχρονου Έλληνα είναι και οι χαρακτήρες του βιβλίου. Σαν να αιμορραγούν ιστορικά, μοιράζονται το άσθμα της Κοζάνης, είναι πλασμένοι απ’ το χώμα της Εορδαίας, αλλά την ίδια στιγμή έχουν τις δικές τους πληγές, έχουν τις δικές τους αγωνίες, έχουν τις δικές τους ήττες. Φέρνω στο μυαλό μου τον Κωνσταντίνο Τσεπέλη, τον Λεωνίδα, τη Σόμαινα, τον Πανίκα, τον δάσκαλο, όλοι πλασμένοι με αδρά χαρακτηριστικά, αλλά επιμένω ιδιαίτερα στον Γιάννο τον Τσεπέλη, τον αντιφατικό και σύνθετο, τον καλό και κακό, τον σκληρό και τρυφερό, τον προβλέψιμο και απρόβλεπτο Γιάννο Τσεπέλη, στην μορφή του οποίου θαρρώ ότι σμιλεύεται, λέξη τη λέξη απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της πρόσφατης λογοτεχνικής σοδειάς.

Ας σημειώσω επίσης ότι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν χρησιμοποιούνται σαν αφηγηματικά πιόνια και δεν κινούνται σε προκαθορισμένα σημεία βάσει ενός κεντρικού σχεδιασμού. Ο απρόβλεπτος Τσεπέλης ή ο δάσκαλος,  που δέκα φορές τους μίσησα και άλλες τόσες τους συμπάθησα φέρουν όπως και οι άλλοι ήρωες του Χριστόπουλου δύο βασικές μπαχτινικές αρετές: αφενός διαθέτουν ένα περιθώριο αυτονομίας από το συγγραφικό σχέδιο, χαράσσοντας τις δικές τους μικρές στρατηγικές στην πλοκή, και αφετέρου εκφέρουν τον λόγο και κομίζουν την οπτική γωνία στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής δημοκρατίας που δεν στερεί από κανέναν το δικαίωμα στη χρήση της γλώσσας.

Ως προς τη χρήση αυτή, διαπιστώνω έναν βασικό γλωσσικό καμβά ο οποίος διακρίνεται από τη ρυθμική μετατόπιση του επιθέτου πριν από τη προσδιοριζόμενη λέξη, την εικονοπλαστική δύναμη των περιγραφών, την ιδιωματική χρήση των αναφορικών προτάσεων, την προφορικότητα του λεξιλογίου και την ποιητική διάθεση, απ’ όπου πηγάζει ένα σύνολο γλωσσικών ποικιλιών. Πρόκειται για ποικιλίες που προσαρμόζονται στο ήθος των προσώπων, κουβαλούν την τοπική ντοπιολαλιά, αντηχούν διαλεκτικά στρώματα προηγούμενων δεκαετιών και ενσωματώνουν πλήθος τεχνικών όρων, έτσι που η μπαχτινική πολυφωνικότητα να βρίσκει ακόμη έναν τρόπο επιβεβαίωσης.

Κλείνω με τη σκέψη ότι ένα μυθιστόρημα δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα αλλά και μια διαφορετική πρόταση για το πώς γράφουμε ένα μυθιστόρημα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το Τζίντιλι είναι μια πρόταση συγγραφής που αντιμετωπίζει το ανθρώπινο υποκείμενο όχι μόνο στην υπαρξιακή ή ερωτική αλλά και στην ιστορική, κοινωνική, πολιτική του πτυχή, τη γλώσσα όχι μόνο στην πληροφοριακή αλλά και στην ποιητική της λειτουργία και τη λογοτεχνία όχι μόνο στην αισθητική αλλά και στην κοινωνική της διάσταση. Γνωρίζοντας τα δύο προηγούμενα βιβλία του Χριστόπουλου, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι μ’ αυτό κάνει το άλμα του.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top