Fractal

Νουβέλα: «ΤΟ ΤΕΛΟΣ» (Μέρος γ’)

Της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη // *

 

Διαβάστε το Α’ Μέρος >>

Διαβάστε το Β’ Μέρος >>

 

π ρ ι ν  έ ν α  χ ρ ό ν ο

 

Με κρατάς αγκαλιά;

Σε κρατάω.

Ωραία είναι. Νιώθω ασφαλής από ζωή. Και καθαρή από φόβο.

Θέλω να σε φιλήσω.

Μόνο αν το θες πολύ.

Το θέλω.

Όλη η αγάπη μας για τον άλλο είναι ένα κλάμα. Μία συνεχής κραυγή. Αγάπα με. Μη με πληγώσεις. Τι ανακούφιση, τι πλησμονή να γνωρίζεις πως ένιωσες όσα ήσουν προορισμένος να νιώσεις. Και να αισθάνεσαι αγαπημένος. Όταν ο άλλος σε προδώσει σπας ξαφνικά σε ανόητα μικροσκοπικά κομμάτια. Τώρα είσαι μόνος. Εσύ κι εαυτός σου. Και πίστεψέ με, καμμία απολύτως γνώση δε θα σε γλυτώσει από τον καταραμένο πόνο.

Μόνος… μια λέξη φοβερή. Κλείνει μέσα της ένα αραχνιασμένο σύμπαν. Άπειρους γαλαξίες από ερωτηματικά, πιθανότητες, εικασίες. Γιατί με άφησες; Σταμάτησα να τρώω. Πάχυνες μου είχες πει, σε ανύποπτο χρόνο. Υποψιάστηκα. Και από τότε το στομάχι μου αδυνατούσε να ανεχτεί οποιαδήποτε τροφή προηγουμένως μου προκαλούσε απόλαυση. Γιατί με άφησες; Μοιάζω καραβοτσακισμένο κουφάρι. Η απόρριψή σου με ξέβρασε σε μια ηλιοφαγωμένη στεριά, που πάνω της οι πέτρες φαίνονται απειλητικά διάφανες, τα σχοίνα κρύβουν δηλητηριώδη φίδια και η άμμος είναι οπλισμένος με ανέμους, στρατός που κατατρώει ολημερίς και οληνυχτίς τα βράχια. Γιατί με άφησες; Πώς θα ζω στο εξής με την ανάμνηση της αγάπης σου; Πώς θα καταπίνω το σάλιο μου δίχως να πνίγομαι; Δίχως να καταπίνω τον εαυτό μου; Πώς θα μιλάω; Πώς θα αναπνέω;

Ερωτεύτηκες είπες. Κι εγώ έπρεπε τώρα να αποδεχτώ πως εκείνα που θεωρούσα δικά μου, άλλαξαν μονομιάς χέρια. Θα ανήκουν από δω και μπρος σε ένα άγνωστο, σαγηνευτικά διαφορετικό πλάσμα. Τα βράδυα θα ξαγρυπνώ και θα αναρωτιέμαι πόσο όμορφη φαίνεται καθώς κοιμάται με τα μαλλιά της να κυματίζουν στο στέρνο σου, αν την ξυπνάς το πρωί με φιλιά, πώς μυρίζει το στόμα της πριν βουρτσίσει τα δόντια, αν συλλογίζεσαι την ελιά στην κοιλιά της και χαζογελάς, αν πληκτρολογείς το όνομά της στην οθόνη του υπολογιστή όταν βαριέσαι τα απογεύματα στη δουλειά σου. Θα αναμασώ μέρα νύχτα την κάθε φανταστική λεπτομέρεια της ύπαρξής της. Γιατί με άφησες; Δεν πεινάω.

“Φάε λίγο κορίτσι μου” επαναλάμβανε ανήσυχος ο μπαμπάς μου. Εγώ κοιτούσα τα δάχτυλα των ποδιών μου κι αναρωτιόμουν αν η ασχήμια τους ήταν ο λόγος που έφυγες. Ή μήπως τα παραπανίσια κιλά μου. Το φάντασμα της απώλειας που τόσο με βασάνιζε από τα παιδικά μου χρόνια στρογγυλοκάθισε στην κοιλιά μου. Σίγουρα τη μαμά μου δεν θα την ενοχλούσαν τα δάχτυλά μου. Μια σκέψη-ανάσα. Όμως με άφησε. Όταν την είχα περισσότερο ανάγκη. Μια σκέψη-πνιγμός.

Δεν είχα υπολογίσει ποσά κιλά μείον ζύγιζα, όταν ο Κωνσταντίνος μου έπιασε το χέρι. Ήμασταν φίλοι από παλιά και ήξερα πως παραδόξως με συμπαθούσε. Με είχε από κοντά όταν με άφησες εσύ. Η στάση του δεν ήταν ακριβώς συμπονετική. Τρυφερά απαλή θα την χαρακτήριζα.

Ώσπου μια μέρα, μου είπε, θέλω να σε φιλήσω. Αν θες πολύ, απάντησα. Το λίγο το δικό μου δεν τον αφορούσε. Τώρα που το σκέφτομαι, κανέναν δεν αφορούσε. Ούτε και σένα. Ήμουν εγώ. Ένα κουβάρι με τον πόνο. Εξακουλούθησα να μην τρώω.

 

 

π ρ ι ν  μ ι α  ζ ω ή

 

Ονειρευόμουν..

Βρισκόμουν καταμεσής ενός σπιτιού που είχε μόνο ένα δωμάτιο. Όταν τα μάτια μου κατάπιαν το σκοτάδι, διέκρινα δυο παράθυρα. Πλησίασα το πιο κοντινό και παραμέρισα τη βαριά κουρτίνα. Το μουντό φως μιας μελαγχολικής καταχνιάς τρύπωσε στο χώρο. Τα σύννεφα ήταν μολυβένια και η μυρωδιά της βροχής που θα ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό διαπερνούσε το τζάμι κι έφτανε στα ρουθούνια μου. Χωρίς να το θέλω πισωπάτησα. Στράφηκα στο άλλο παράθυρο.

Εκεί πίσω από τις κουρτίνες με περίμενε μια υπέροχη λιακάδα. Το δωμάτιο μεμιάς λούστηκε στο φως. Τότε αντιλήφθηκα πως και οι τέσσερεις τοίχοι ήταν καλυμμένοι από το σοβατεπί έως το ταβάνι με πολαρόιντ. Κοντοστάθηκα έκπληκτη. Έπειτα έφερα το πρόσωπό μου κοντά σε εκείνο το ιδιότυπο κολάζ που έμοιαζε με δημιούργημα ενός ευφάνταστου καλλιτέχνη. Οι φωτογραφίες ήταν με τέτοιο τρόπο ενωμένες, που δημιουργούσαν ένα σύνολο εικόνων χωρίς καμιά συνοχή, ωστόσο έδειχναν ταιριαστές μεταξύ τους. Γάμπες ξεπηδούσαν από ξεγυμνωμένα μπράτσα, χαλασμένα παιχνίδια ήταν διάσπαρτα εδώ κι εκεί, ακρωτηριασμένα αρκουδάκια, σπασμένες ρόδες ποδηλάτων, χέρια που κατέληγαν σε μακριά σκελετωμένα δάχτυλα, μαλλιά μπερδεμένα που έκρυβαν φωλιές πουλιών, τσαλακωμένα μπαλόνια από ήλιον, φτερά αγγέλων, κοπάδια αστεριών και χνούδια από σύννεφα, ένα συνοθύλευμα παραλογισμών, αποτυπωμένων σε χαρτί. Αναγνώρισα το πρόσωπό μου στην ταπετσαρία από στιγμιότυπα. Και σιγά σιγά κι άλλα πρόσωπα, του πατέρα μου, της μητέρας μου, της γιαγιάς, το δικό σου. Βημάτιζα σαστισμένη παρακολουθώντας την ασυνάρτητη παρέλαση στιγμών και σκέψεων όταν στο τελευταίο τμήμα, που μεσολαβούσε μέχρι τα δυο φωτεινά ανοίγματα προστέθηκε η μορφή του Κωνσταντίνου. Μια καθησυχαστική ηρεμία κατέκλυσε την καρδιά μου, που την διέκοψε εμφατικά η λάμψη μιας αστραπής. Ο αέρας στροβιλίστηκε και έσπρωξε με πάταγο τα τζάμια. Ευθύς αμέσως σείστηκαν και ράγισαν. Άκουσα κάποιον να κλαίει κάτω από τα βαρύθυμα σύννεφα. Φορούσε κουκούλα και αδυνατούσα να ξεκαθαρίσω τα χαρακτηριστικά του. Η βροχή ψιθυρίζοντας ενώθηκε με τα δάκρυά του. Θέλησα να πηδήξω τον τοίχο που μας χώριζε και να ορμήσω στην αγκαλιά του. Όμως ένιωθα πως αν έκανα έστω κι ένα βήμα προς τα έξω θα θρυμματιζόμουν και θα έρρεα με τις λάσπες στο δρόμο. Στεκόμουν άπραγη και τον κοιτούσα.

Μια φωνή έφτασε τότε στα αυτιά μου από το απέναντι παράθυρο. Τη γνώριζα αυτή τη φωνή. Τη λάτρευα. Την αποζητούσα. Ήμουν σίγουρη πριν τη δω πως ήταν εκείνη. Και δε λάθευα. Την αντίκρισα λουσμένη στις ηλιαχτίδες, με τα μαλλιά της να λάμπουν και τα μάτια της να γελούν. Άπλωσε τα χέρια της και με φώναξε πάλι. Ερώ… Ερώ μου, έλα… έλα, δε θα χωρίσουμε ποτέ ξανά, ποτέ στο υπόσχομαι, εγώ κι εσύ για πάντα… έλα αγαπημένο μου παιδί, έλα κοντά μου… Φορούσε ένα άσπρο, γεμάτο πτυχώσεις φόρεμα και σχεδόν έβλεπα την καρδιά της να πάλλεται στο ρυθμό ενός αόρατου λεπτοδείκτη, που δονούσε το ύφασμα στο οπάλινο στήθος της. Άνοιγε το στόμα της και λουλούδια αναδύονταν στην ατμόσφαιρα, πεταλούδες πετάριζαν γύρω από τον λαιμό της, ο ουρανός άλλαζε χρώματα και το γρασίδι στα πόδια της θρόιζε σα να ήταν από μετάξι. Έλα Ερώ… σε περιμένω… έλα…

Τρέκλιζα αναποφάσιστη ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Ο άντρας, με μια κίνηση, έβγαλε την κουκούλα. Ήταν ο Κωνσταντίνος. Θρηνούσε πότε με τη φωνή του πατέρα μου και πότε με τη δική του. Η βροχή δυνάμωσε και καταχτυπούσε την ξύλινη στέγη. Ανατρίχιασα κι έπιασα τα αυτιά μου.

Ερατώ μείνε. Σε παρακαλώ. Αν φύγεις, τι θα απογίνω χωρίς το γέλιο σου. Χωρίς εσένα. Δε θα μπορώ να σου μιλάω. Να μετρώ τις ανάσες σου. Να βυθίζομαι μέσα σου, να χορεύω στη βροχή και να σε κρατώ, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, να σ’αγαπάω. Ερατώ…

Σκεφτόμουν. Δε θα υπάρχω. Εδώ και πουθενά. Μαζί του. Κι αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος. Ήμουν έτοιμη να σκορπίσω σαν κονφετί από σάρκα στην καταιγίδα. Μα ξύπνησα πριν αποφασίσω.

Έτρεξα ξυπόλητη στο κρεβάτι των γονιών μου. Τα πρόσωπα στη λουλουδάτη κορνίζα μου χαμογέλασαν. Τράβηξα τα σκεπάσματα και χώθηκα στην παγίδα που σχημάτιζαν οι καμπύλες των αγαπημένων κορμιών τους. Έπλεξα τα μικρά, παγωμένα πόδια μου στα δικά τους. Κέντησα με την άχνα τους την αναπνοή μου. Βούλιαξα στη ζεστασιά και το άπειρο. Γαλήνια έκλεισα τα μάτια. Και συνέχισα να ονειρεύομαι… ΤΟ ΤΕΛΟΣ.

 

 

* Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη κατάγεται από το Ηράκλειο, κυκλοφορούν δυο βιβλία της, «το ραντεβού» και η «Κερασία», ενώ έπεται το τρίτο της μυθιστόρημα. Έχει γράψει ακόμα μια ανέκδοτη συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο και διαδικτυακό τύπο. Διατηρεί ένα μπλογκ τέχνης, το afroui, me & myself (afrouif.tumblr.com). Τη βρίσκετε στο Twitter ως @afroui και στο Facebook με το όνομά της

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top