Fractal

Αναζητώντας τη χαμένη μητέρα

Γράφει η Άννα Γρίβα //

 

Αγγελική Πεχλιβάνη, “Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί”, Κίχλη, 2021

 

Στη νέα της ποιητική συλλογή η Αγγελική Πεχλιβάνη καταθέτει μια σειρά ποιημάτων στα οποία καταγράφονται, με ιδιαίτερη θέρμη, λυρισμό αλλά και ακρίβεια, οι ψυχικές μεταπτώσεις, οι εσωτερικές συνειδητοποιήσεις και οι υπαρξιακές μεταβάσεις στις οποίες οδηγεί ο θάνατος της μητέρας. Στα ποιήματα του βιβλίου παρακολουθούμε την ποιήτρια-Περσεφόνη να αναζητά τη Δήμητρά της, να της μιλά απεγνωσμένα, να προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις νέες ισορροπίες της γης. Αυτή τη φορά ο μύθος είναι αντεστραμμένος, αφού η Περσεφόνη έχει μείνει μόνη στον κόσμο του ήλιου, βλέπει τις εποχές να περνούν και καλεί τη μητέρα, που έχει χαθεί σε έναν κόσμο δυσπρόσιτο και σκοτεινό, να δώσει τα σημάδια της:

 

Σαράντα

Σαράντα μέρες και οκτώ ώρες.

Νέα σου δεν έχω.

Κι ας με διαβεβαίωναν

περί του αντιθέτου.

Η κόρη είναι πια μια Mater Dolorosa που θρηνεί τη μητέρα:

 

Αντιποίηση αρχής

Αυτό το Πάσχα εγώ είμαι η Mater

εγώ η Dolorosa.

Μητέρα.

 

Τα ποιήματα επανέρχονται διαρκώς στη μνήμη, στην αγωνιώδη προσπάθεια να σωθεί το πρόσωπο, οι συνήθειες, τα πράγματα της μητέρας, γιατί, όπως το ήξεραν καλά και οι αρχαίοι μας ποιητές, ο θάνατος οδηγεί στον τρομερό κόσμο της λήθης και μονάχα οι μνήμες των ζωντανών, οι αφηγήσεις τους και οι τελετές τους μπορούν να υπερβούν το ανυπέρβλητο της φυγής. Γιατί ο πραγματικός θάνατος είναι μονάχα η λήθη που σαν χλόη, αργά και ανεπαίσθητα, σκεπάζει τα πάντα:

 

Η χλόη

Η χλόη του θανάτου είναι μαύρη και παγωμένη, Καθώς μεγαλώνει σκεπάζοντας το φως της τιρκουάζ ημέρας, αντιλαμβάνομαι κάτι που πιθανώς δεν ξέρετε:

Πεθαίνουμε από τη χλόη, όχι από τον θάνατο.

 

Έτσι, η ποιήτρια μνημονεύει επίμονα, αφηγείται και μετατρέπει τις ημέρες που περνούν σε μια μεγάλη τελετή-επίκληση προς τον χθόνιο κόσμο, με σκοπό να ανοίξει τις πύλες του, να ξεκλειδώσει τα μυστικά του. Παρακολουθούμε την επίσκεψη της κόρης στο νεκροταφείο, τα μικρά αναθήματα που αποθέτει στο μνήμα, την αναζήτηση της επικοινωνίας, αλλά και τις γάτες, τα διαισθητικά αυτά ζώα, που μοιάζουν με αγγελιαφόρους του άλλου κόσμου και αγαπημένους συνοδούς των ψυχών. Καθώς «βαδίζουμε» νοερά ανάμεσα στους τάφους, γνωρίζουμε τις γάτες και τους ανθρώπους, είτε είναι αυτοί που έφυγαν είτε αυτοί που έμειναν πίσω να θυμούνται. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό  απόσπασμα από το ποίημα «Ο Ρίκο»:

Είναι ο νεαρός γάτος του 13ου τμήματος. Δεν έρχεται όταν τον φωνάζουν ούτε όταν ακούει ήχο ξηράς τροφής. Έρχεται μόνο όταν μυρίσει λιβάνι. Η κυρά του, μια εξηντάχρονη καλοστεκούμενη που έχασε τον τριαντάχρονο γιο της, λιβανίζει ενώ συνάμα τον φωνάζει τραγουδιστά: «Ρίκο, Ρίκο, Ρίκοκο». Ο γάτος έρχεται και αρχίζει να κάνει τούμπες και φούρλες στα πόδια της, ενώ εκείνη εξακολουθεί να τραγουδάει.

Κι έπειτα υπάρχει η περιήγηση στο σπίτι, στον οικιακό χώρο, που μετά της φυγή της μητέρας έχει γίνει ένας ανεξερεύνητος τόπος που θα πρέπει να γνωρίσει κάποιος από την αρχή. Αντιγράφω από το ποίημα «Εξοικείωση»:

Γυαλίζω ένα ένα τα παπούτσια σου κάθε Σάββατο. Μετέχω στη διαδικασία ανασύστασης του μερικού. Του μέρους. Των μερών σου. Τα καταφέρνω αρκετά καλά, και ας τραυματίζομαι στα σπασμένα κομμάτια.

Το σπίτι είναι εκείνο που περιβάλλει πια ένα σώμα απροστάτευτο, ένα σώμα που πρέπει να περπατήσει ξανά, να αγαπήσει ξανά, να πορευτεί ξανά σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται η νέα πραγματικότητα του σώματος:

 

Σύνδρομο πρόσκρουση στροφικού πετάλου

Πονάει πάλι ο δεξής μου ώμος.

Το στροφικό του πεταλάκι δεν είναι τυχερό.

Βέβαια πονούσε και παλιότερα,

όταν εσύ ήσουν εδώ.

Τώρα απλώς πονάει δίχως μέλλον.

 

Αγγελική Πεχλιβάνη

 

Ένα άλλο επίμονο θέμα είναι εκείνο της γλώσσας: η κόρη αποκτά μια έντονη αίσθηση ότι χάνει τη γλώσσα, ότι η γλώσσα πρέπει να επινοηθεί από την αρχή. Γιατί η μητέρα ήταν η γλώσσα, ήταν η ασφάλεια των νοημάτων, ήταν εκείνη που είχε πλάσει κάθε λέξη με αγάπη και γαλήνη. Ο θάνατος όμως αναταράσσει τις βεβαιότητες και η κόρη πρέπει να περάσει ξανά από όλα τα στάδια της ύπαρξης, πρέπει να γεννηθεί ξανά, να γίνει βρέφος (Είμαι ξαπλωμένη σε πλάγια στάση συνεσταλμένη. Τα πόδια μου λυγισμένα προς το στήθος και τα χέρια μου αναδιπλωμένα. Μπορεί  να κοιμάμαι. «Διάσπαση ατόμου») κι έπειτα να μάθει τη γλώσσα ξανά με έναν νέο τρόπο. Καταγράφω σχετικά:

Σκέφτομαι τη γλώσσα μου, που ορφάνεψε.

Και συνεχίζω.

(«Γηράσκω αεί διδασκόμενη»)

Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των  νεκρών. Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της.

(«Τετάρτες»)

Απλώς σε έχω στη γλώσσα μου.

(«Απλώς»)

Γιατί η γλώσσα μας, όπως και οι γονείς μας, είναι οι πραγματικές ρίζες μας κι ένας άνθρωπος πρέπει να εκριζωθεί και να βλαστήσει πάλι σε ένα νέο χώμα, εκεί όπου αναπαύονται οι νεκροί και ανθίζουν τα λουλούδια ενός άγνωστου μέλλοντος:

 

Επίλογος

Τη μέρα που θα εξαφανιστώ

θα σέρνω τις ξεχειλωμένες μνήμες

της μάνας μου και του πατέρα

σαν δύο έλκηθρα στο παιδικό μου χιόνι.

Και ύστερα θα μείνω άλιωτος χιονάνθρωπος

μες στο ζεστό φθινόπωρο.

 

Πολλές φορές η ζωή μοιάζει με όνειρο μετά από έναν θάνατο και αυτή είναι μια αλήθεια που το βιβλίο της Πεχλιβάνη την καταγράφει με ενάργεια, αφού το όνειρο, πράγματι, σε αμέτρητες παραδόσεις και πίστεις, γίνεται ο μεταιχμιακός «τόπος» της επικοινωνίας ζώντων και νεκρών, εκεί όπου οι ψυχές επιστρέφουν, για να μας μεταδώσουν τα μηνύματά τους από το επέκεινα. Στο όνειρο ο χρόνος αποκτά μια νέα διάσταση, αφού το παρελθόν ζωντανεύει, το μέλλον προμηνύεται και το παρόν γίνεται μια ενόραση όσων αλλιώς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε:

 

Όνειρο θερινής νυκτός (απόσπασμα)

Το όνειρο που βλέπω δεν λέει να τελειώσει. Διαρκεί 14 μέρες και 18 ώρες ακριβώς. Βλέπω ότι έχει πεθάνει. Ναι, είναι τετελεσμένο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ο χρόνος –ο ίδιος που θα με γιατρέψει, όπως λένε όλοι-  τώρα είναι μισητός εχθρός και δεν γυρίζει πίσω.

 

Καθώς διάβαζα το βιβλίο της Πεχλιβάνη, ένιωσα πολλές φορές πως η «ιστορία» που αφηγείται δεν είναι μονάχα η κατάθεση ενός προσωπικού βιώματος, αλλά πως ακούω και βλέπω μπροστά μου να ξετυλίγεται η αρχαιότερη ιστορία του κόσμου, έτσι όπως την έχουν αφηγηθεί οι σοφοί μύθοι των λαών: η ιστορία της εξορίας μας από έναν κόσμο ισορροπίας σε ένα άγνωστο σύμπαν γεμάτο κινδύνους και αβεβαιότητα. Εκεί ο άνθρωπος θα βαδίζει τυφλός, μέχρι να λάβει ξανά τα σημάδια της μητέρας-θεάς, εκείνης που περιέχει τα πάντα και περιέχεται στα πάντα, εκείνης που τελικά δεν πεθαίνει ποτέ, γιατί γεννιέται αδιάκοπα. Και η δική μας εποχή, εξόριστη από τις τελετές, από τη γνώση των μεταβάσεων, από την πίστη στη δυνατότητα της γλώσσας και της επίκλησης, έχει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη μιας ποίησης όπως αυτή που καταθέτει η Πεχλιβάνη, για να βρει ξανά όσα έχασε, αμέλησε ή λησμόνησε…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top