Fractal

Διήγημα: “Το σπίτι με την παιδική καρδιά.”

Γράφει ο Γιάννης Μαργέτης //

 

 

 

 

 

Το σπίτι με την παιδική καρδιά.

Στην Κατερίνα

 

1.

Τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν την σκουριασμένη αυλόπορτα. Η μηχανή δούλευε στο ρελαντί. Ο άνδρας βγήκε από το αυτοκίνητο. Η ανάσα του άχνιζε μέσα στο κρύο. Άφησε την πόρτα ανοιχτή, μέσα από τα ηχεία ακουγόταν η μελωδία του Fade to Black, και πήγε προς την καγκελόπορτα. Κρατούσε στο χέρι του ένα ζευγάρι κλειδιά. Δυσκολεύτηκε να ανοίξει το λουκέτο της καγκελόπορτας. Η υγρασία το είχε σκουριάσει. Την έσπρωξε. Εκείνη, σκουριασμένη επίσης, έτριξε και άνοιξε προς τα μέσα. Ακόμη την θυμόταν ολοκαίνουργια και φρεσκοβαμμένη πριν τριάντα καλοκαίρια ή και περισσότερα. Είχε μόνο καλές αναμνήσεις από το μέρος, παιδικές και εφηβικές.

Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε πρώτη και μπήκε στην αυλή του εξοχικού. Τα φώτα αντίκρισαν τους τοίχους του σπιτιού ακριβώς μπροστά. Ήταν γέρικοι και αφρόντιστοι. Έσβησε την μηχανή και τα φώτα. Η μουσική σίγησε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Το φεγγάρι φώτιζε την αυλή. Έπιασε την καγκελόπορτα και την έσπρωξε αντίθετα τώρα. Έτριξε πάλι. Θα έπρεπε να την λαδώσει το πρωί. Ίσως θα έπρεπε να βάψει όλη την πόρτα. Ίσως κάποια άλλη φορά με καλύτερο καιρό. Την άνοιξη. Έβαλε πάλι το λουκέτο και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το πόρτ μπαγκάζ. Είχε μέσα τον σάκκο του, τρεις σακούλες με ψώνια και δυο μπιτόνια. Κρέμασε τον σάκο του χιαστί και έβγαλε τις σακούλες ακουμπώντας τες στο νοτισμένο χώμα. Έκλεισε το πορτ μπαγκάζ με θόρυβο, που αντήχησε μέσα στην έρημη νύχτα. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και πήρε από το κάθισμα το τσαντάκι του, που το πέρασε κι αυτό χιαστί και κλείδωσε πατώντας το κουμπί του κλειδώματος μέσα από την δεξιά του τσέπη. Επέστρεψε και πήρε τις σακούλες από το χώμα.

Περπάτησε τον μισό γύρο της αυλής, που διέτρεχε περιμετρικά το σπίτι, με το φως του φεγγαριού να τον συνοδεύει. Τα χόρτα είχαν θεριέψει. Μύριζαν έντονα και τα ένιωθε υγρά τους κάτω από τα παπούτσια του. Ανέβηκε τέσσερα σκαλοπάτια και έφτασε στην πίσω πόρτα του εξοχικού. Έβγαλε τα κλειδιά και ξεκλείδωσε. Μπήκε στην κουζίνα. Το σπίτι ήταν κρύο και μύριζε υγρασία. Έκλεισε την πόρτα. Τώρα θα χρειαζόταν τον φακό του κινητού τηλεφώνου του. Τον άνοιξε και προχώρησε δυο τρία μέτρα στον διάδρομο του σπιτιού. Βρήκε τον πίνακα και σήκωσε την γενική ασφάλεια. Δοκίμασε τον διακόπτη του διαδρόμου, που βρισκόταν λίγα εκατοστά πιο πέρα. Το ρεύμα δεν δούλευε. Διακοπή ρεύματος ή κάποια βλάβη, ίσως στο δίκτυο. Κοίταξε το κινητό του. Η μπαταρία του ήταν στο ενενήντα τοις εκατό. Επέστρεψε στην κουζίνα. Έσπρωξε τις σακούλες στην άκρη και πήρε τον σάκο από το πάτωμα.

Πέρασε τον διάδρομο και μπήκε δεξιά στο καθιστικό. Τα πάντα ήταν σκεπασμένα με σεντόνια. Άφησε τον σάκο στο πάτωμα και αφαίρεσε τα σκονισμένα σεντόνια από όλα τα έπιπλα. Πέταξε τα σεντόνια σε μια γωνία του δωματίου. Στήριξε το τηλέφωνο πάνω στο παλιό σερβάν, που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα που ένωνε διάδρομο και καθιστικό, για να φωτίζει κάπως τον χώρο. Έσπρωξε τον σάκο δίπλα στον γαλαζοπράσινο καναπέ, που βρισκόταν αριστερά, όπως έβλεπε κανείς το σερβάν. Ακούμπησε το τσαντάκι του πάνω στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ. Έπειτα πήρε ξανά το τηλέφωνο και βγήκε έξω στην αυλή.

Επέστρεψε κρατώντας ένα μπιτόνι πετρελαίου. Στάθηκε μπροστά από την σόμπα, που βρισκόταν απέναντι από τον καναπέ. Την γέμισε πετρέλαιο και την άναψε με τα σπίρτα του. Πήρε το μπιτόνι και το έβγαλε έξω από την κουζίνα δίπλα σ’ ένα ίδιο δεύτερο μπιτόνι γεμάτο, επίσης, με πετρέλαιο.

Η φλόγα στην σόμπα είχε αρχίσει ήδη να καίει ζωηρά. Τράβηξε κοντά την ξεθωριασμένη πολυθρόνα, που βρισκόταν λίγο παραμέσα στο δωμάτιο. Έβγαλε το τζάκετ του και το πέταξε στον καναπέ. Πήγε να καθίσει, αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνηση του. Πλησίασε το σερβάν. Πήρε το κινητό και έκλεισε τον φακό. Κοίταξε την ώρα. Είχε οδηγήσει τρεις ώρες για να φτάσει ως εδώ. Η ώρα ήταν περασμένες δέκα πια. Ακούμπησε το τηλέφωνο αδιάφορα στο τραπεζάκι στα αριστερά του. Η φλόγα της σόμπας έκαιγε όμορφα. Το δωμάτιο είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Η υγρασία υποχωρούσε σιγά σιγά.

Παρακουλουθούσε για αρκετά λεπτά την ζωηρή φλόγα. «Ζέστανε φλόγα, ζέστανε», είπε φωναχτά. Η λάμψη της καθρεφτιζόταν στις κόρες των ματιών του. Το κίτρινο φως της φώτιζε το πρόσωπο του και το δωμάτιο με απόκοσμο τρόπο. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Έβγαλε τις μπότες του, τις παραμέρισε και πήρε από τον σάκο τις παντόφλες του. Ύστερα έβγαλε το παντελόνι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το ακούμπησε στον καναπέ. Το ίδιο έκανε και με το ζιβάγκο του. Έμεινε για λίγο με το εσώρουχο και το αθλητικό φανελάκι. Πήρε από τον σάκο τις πιτζάμες του και τις φόρεσε. Δεν έβγαλε το ρολόι του. Ήταν το αγαπημένο του, εξάλλου. Τα ρούχα του τα κρέμασε σε δυο από τις τέσσερις καρέκλες της μικρής στρογγυλής τραπεζαρίας, που βρισκόταν στο βάθος του καθιστικού. Πλησίασε την σόμπα και τέντωσε τα χέρια του για λίγες στιγμές για να ζεσταθούν. Ανοιγόκλεισε τα δάκτυλα του.

Πήρε το κινητό ξανά και στράφηκε προς την κουζίνα ανάβοντας τον φακό. Στην κουζίνα ψαχούλεψε τις σακούλες με τα ψώνια. Βρήκε αυτά που ήθελε. Δυο μικρές κονσέρβες τόνου με καλαμπόκι, δυο μεγάλα παξιμάδια, σταφίδες, ένα πορτοκάλι και χαρτοπετσέτες. Αναζήτησε στα ντουλάπια έναν δίσκο για να μεταφέρει το γεύμα του. Βρήκε έναν δίσκο με κόκκινα τριαντάφυλλα να απεικονίζονται στην επιφάνεια του. Θυμήθηκε που τον χρησιμοποιούσε η μάνα του κάθε καλοκαίρι που έρχονταν εδώ. Έβαλε τα πράγματα πάνω στο δίσκο, καθώς κι ένα πιρούνι. Γέμισε κι ένα κανάτι, που είχε βρει σε άλλο ντουλάπι, με κρύο νερό από την βρύση, αφού το ξέπλυνε πρώτα. Τα είχε όλα έτοιμα πάνω στο μάρμαρο της κουζίνας. Τα έφεγγε με τον φακό του κοιτάζοντας τα. Σίγουρα θα χρειαζόταν και δεύτερη διαδρομή για να τα μεταφέρει όλα στο άλλο δωμάτιο, σκέφτηκε. Πήρε πρώτα το κανάτι κι ένα μεγάλο γυάλινο ποτήρι από εκείνα στα οποία ο παππούς του συνήθιζε να πίνει μπύρα. Τα πήγε στο τραπεζάκι στο καθιστικό. Επέστρεψε και πήρε τα υπόλοιπα.

Τράβηξε το τραπεζάκι κοντά στην πολυθρόνα, δίπλα στην σόμπα, αλλά ήταν πολύ χαμηλό. Δεν μπορούσε να σκύβει τόσο για να φάει. «Όχι», είπε. Τράβηξε το τραπεζάκι προς τον καναπέ και είδε ότι τον βόλευε καλύτερα. «Ωραία», είπε. Έσβησε τον φακό και απενεργοποίησε το κινητό. Θα έτρωγε στο φως της φλόγας. Άνοιξε την πρώτη κονσέρβα τόνου. Την έφαγε μέσα σε ένα λεπτό. Άνοιξε την δεύτερη αμέσως και, πριν πάρει την πρώτη πιρουνιά, έφαγε το μισό παξιμάδι. Στα μισά της δεύτερης κονσέρβας είχε τελειώσει το πρώτο παξιμάδι και πήρε το δεύτερο. Όταν τελείωσε και με την δεύτερη κονσέρβα του είχε μείνει λίγο παξιμάδι ακόμη. Έσπρωξε μακριά το τραπεζάκι, ανέβασε τα πόδια του στον καναπέ και συνέχισε να μασουλά νωχελικά το υπόλοιπο του παξιμαδιού χαζεύοντας την φλόγα στη σόμπα. Αφού τελείωσε και με το παξιμάδι, σηκώθηκε, γέμισε το μεγάλο ποτήρι με νερό σχεδόν ξέχειλα και το ήπιε λαίμαργα. Δυο ρυάκια νερού σχηματίστηκαν δεξιά και αριστερά στα σαγόνια του, καθώς έπινε. Όταν τέλειωσε, σκούπισε το νερό, που είχε τρέξει στο σαγόνι του και μέχρι την βάση του λαιμού του, με την ανάστροφη του χεριού του. Ένιωθε χορτάτος. Ένιωθε ευτυχισμένος, ύστερα από καιρό.

Πήρε τον δίσκο με τα άδεια κονσερβοκούτια, το πιρούνι και τις χαρτοπετσέτες και τα πήγε στην κουζίνα. Τα έβαλε όλα μέσα στον νεροχύτη. Στο τραπεζάκι άφησε μόνο τις σταφίδες και το πορτοκάλι, μήπως ήθελε αργότερα. Πέταξε το απενεργοποιημένο τηλέφωνο μέσα στον σάκο. Δεν θα το χρειαζόταν. Όχι πριν από δυο εικοσιτετράωρα. Όσο για την ώρα, το ρολόι του αρκούσε. Θέλησε να ετοιμάσει το κρεβάτι του. Κοίταξε τον καναπέ. Βεβαιώθηκε ότι το τραπεζάκι ήταν στην κατάλληλη απόσταση. Έπιασε τον καναπέ και με δυο κινήσεις έσυρε προς τα έξω το από κάτω κρυμμένο μέρος του. Τώρα είχε το κατάλληλο πλάτος για ημίδιπλο κρεβάτι. Πήγε στον σάκο και έβγαλε από μέσα τον υπνόσακο του. Τον ξεδίπλωσε και τον άπλωσε πάνω στον καναπέ. Το κρεβάτι του ήταν έτοιμο. Το καλύτερο κρεβάτι που είχε ποτέ, σκέφτηκε.

Πήρε το πορτοκάλι και μπήκε στον υπνόσακο. Η πλάτη του ήταν όρθια στηριγμένη στο ξύλινο πλαϊνό του καναπέ. Καθάριζε με τα χέρια του το πορτοκάλι και πέταγε τις φλούδες πάνω στο τραπεζάκι σημαδεύοντας και προσέχοντας να μην βάζει πολύ δύναμη για να μην πέφτουν από την άλλη. Κάθε φορά που το πετύχαινε έλεγε, «Μπράβο, πορτοκάλι», σαν παιχνίδι. Έπειτα έφαγε αργά το πορτοκάλι παρατηρώντας την φλόγα στη σόμπα. Ήταν γλυκό. Τελείωσε και ένιωσε τα δάκτυλα του να κολλάνε. Δεν ήθελε να τα πλύνει. Δεν ήθελε η γλύκα του πορτοκαλιού να χανόταν άδικα. Τα έγλυψε ένα ένα.

Σηκώθηκε και πλησίασε την σόμπα. Βεβαιώθηκε ότι υπήρχε ακόμη αρκετό πετρέλαιο για να συνεχίσει να καίγεται το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Επέστρεψε και μπήκε για τα καλά τώρα στον υπνόσακο του. Ήταν ζεστά και όμορφα. Ένιωθε ήδη πολύ ήρεμος, ύστερα από καιρό. Θα ήταν ωραία αν είχε πάρει μαζί του κάποιο βιβλίο. Ίσως την επόμενη φορά. Ήταν ήδη κουρασμένος. Νύσταζε. Η κίτρινη φλόγα στη σόμπα λικνιζόταν μέσα από το θολό τζαμάκι. Την κοίταξε για λίγα λεπτά ώσπου αποκοιμήθηκε.

 

 

2.

Το πρώτο πρωινό φως διαπέρασε τις παλιές ξύλινες γρύλιες. Ξύπνησε. Είχε κοιμηθεί βαθιά και πολύ ζεστά μέσα στον υπνόσακο. Ένιωθε πολύ καλά. Άνοιξε τα μάτια του. Μόνο το κεφάλι του ήταν ακάλυπτο. Η σόμπα είχε σβήσει και το δωμάτιο είχε παγώσει. Μπορούσε να αναπνεύσει τον κρύο αέρα στο δωμάτιο. Άνοιξε τον υπνόσακο και πετάχτηκε πάνω. Πριν να προλάβει να τον νικήσει το κρύο έπεσε στο πάτωμα, δίπλα στον καναπέ, και έκανε κάμψεις. Του άρεσε να κάνει κάμψεις κάθε πρωί. Έκανε πενήντα και στάθηκε στα πόδια του. Οι παλμοί του πολλαπλασιάστηκαν για λίγα δευτερόλεπτα. Περίμενε λίγες στιγμές για να ηρεμήσει. Ένιωθε πολύ καλά. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν καλή ώρα.

Άνοιξε την μπαλκονόπορτα με δυσκολία. Κάπου μάγκωνε. Αλλά, τα πατζούρια άνοιξαν εύκολα. Για λίγο έμεινε να κοιτάζει έξω. Η αυλή μπροστά του γεμάτη αγριόχορτα και δέντρα. Ήταν καταπράσινη. Ήταν ωραία αυτή την εποχή. Και πέρα από την πέτρινη μάντρα και την καγκελόπορτα κι άλλα δέντρα και χόρτα και χωράφια. Πήρε δυο βαθιές ανάσες. Καθαρό, κρύο οξυγόνο μπήκε στα πνευμόνια του. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και έβαλε το τζάκετ του. Δοκίμασε αν είχε έρθει το ηλεκτρικό. Δεν είχε έρθει, αλλά καλύτερα έτσι. Πήγε στην κουζίνα, ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα, πήρε το μπιτόνι και επέστρεψε στο καθιστικό.

Γέμισε την σόμπα πετρέλαιο και άναψε φωτιά. Θα περίμενε για λίγο και το δωμάτιο θα ήταν και πάλι ζεστό. Έβγαλε το μπιτόνι έξω και κοίταξε γύρω. Κι εδώ παντού χόρτα και δέντρα θεριεμένα. Του άρεσαν τα δέντρα. Μικρός είχε σκαρφαλώσει σε όλα. Πίσω και πέρα από την μάντρα υπήρχαν, επίσης, μόνο δέντρα και χωράφια και πάρα πίσω το βουνό που σκαρφάλωνε στον ουρανό. Μικρός συνέχεια εκεί πήγαινε πότε με τον πατέρα του, πότε με τον παππού του, πότε και με τους δυο. Μεγάλωσε και πήγαινε μόνος του. Τώρα πια δεν πήγαινε. Αλλά, ήθελε να αρχίσει ξανά να πηγαίνει. Του άρεσε το βουνό και ο καθαρός αέρας του. Η αυστηρότητα του και ο σεβασμός που του ενέπνεε. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους.

Μπήκε μέσα. Άνοιξε το παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη. Έπειτα άνοιξε την μια μετά την αλλη τις σακούλες με τα ψώνια. Πήρε μια εξάδα αβγά, ένα πακέτο φρυγανιές και μια συσκευασία καφέ. Τα κούμπησε ένα ένα πάνω στο μάρμαρο της κουζίνας. Συνειδητοποίησε, τώρα στο φως της ημέρας, ότι ήταν αρκετά σκονισμένο. Θα έπρεπε να το καθαρίσει κάπως. Βρήκε μια πετσέτα σε κάποιο συρτάρι, την έβρεξε και καθάρισε το μάρμαρο. Μάζεψε και τα χθεσινά σκουπίδια από το βραδινό του. Χρησιμοποίησε μια σακούλα από τα ψώνια. Σε κάποιο ντουλάπι βρήκε ένα μικρό τηγάνι κι ένα μπρίκι και από το συρτάρι πήρε κουτάλι και πιρούνι.. Τα ξέπλυνε όλα στην βρύση δυο τρεις φορές. Ξαναχρησιμοποίησε τον δίσκο για να μεταφέρει τα πράγματα στο καθιστικό.

Η φλόγα ήδη είχε ξεθαρρέψει και έκαιγε. Ήξερε ότι το δωμάτιο θα ήταν σε λίγο πολύ ζεστό και αυτή η ιδέα του άρεσε. Ακούμπησε τα πράγματα στο τραπεζάκι και πήγε στην κουζίνα να γεμίσε το κανάτι με νερό. Επέστρεψε και ακούμπησε το κανάτι στο τραπεζάκι, επίσης. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έπειτα, πήρε το τηγάνι και το ακούμπησε πάνω στο μάτι στο κέντρο της σόμπας που ήδη έκαιγε. Έσπασε δυο αβγά μέσα στο τηγάνι και τα παρακολούθησε να τηγανίζονται. Του άρεσαν τα τηγανιτά αβγά. Ήταν καλή ιδέα να φάει τηγανιτά αβγά για πρωινό. Τα έριξε στο πιάτο και έβγαλε το τηγάνι στο μπαλκόνι να κρυώσει. Έσπασε και δυο τρεις φρυγανιές πάνω από τα τηγανιτά αβγά και πήρε το πιάτο να τα φάει.

Στάθηκε όρθιος στην μπαλκονόπορτα στηριζόμενος ελαφρά στο αριστερό δοκάρι. Έτρωγε τα τηγανιτά αβγά και άφηνε την ματιά του να χάνεται στην φύση που απλωνόταν μπροστά του. Δεν τον ένοιαζε τίποτε αυτή την στιγμή. Δεν είχε καμιά έγνοια. Καμία σκοτούρα. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο αυτή την στιγμή. Μόνο τα τηγανιτά αβγά και η φύση. Έφαγε, ήπιε λαίμαργα νερό και έβαλε να γίνεται ο καφές στο μπρίκι στο μάτι της σόμπας. Τον έβρασε σκέτο και τον σέρβιρε στο φλυτζάνι που έφερε από την κουζίνα την τελευταία στιγμή πριν να του χυθεί από το μπρίκι.

Βγήκε έξω στο μπαλκόνι με το φλυτζάνι και αψηφώντας το κρύο. Φορούσε ακόμη τις πυτζάμες του. Είδε ένα σαλιγκάρι που αγωνιζόταν να σκαρφαλώσει στο πέτρινο στηθαίο του μπαλκονιού. Έσκυψε για να το δει καλύτερα. «Άντε, σαλιγκαράκι», είπε, «Μπορείς να ανέβεις». Στάθηκε όρθιος. Το κρύο είχε αρχίσει να τον περονιάζει. Μπήκε μέσα και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Πλησίασε στην σόμπα για να ζεσταθεί και να περιμένει ώσπου το δωμάτιο να ανακτήσει μια καλή θερμοκρασία.

Ντύθηκε και πλήθυκε στο μικρό μπάνιο. Το νερό ήταν κρύσταλλο κι ένιωσε το δέρμα του να γίνει σκληρό. Αποτελείωσε τον καφέ του και συμμάζεψε το καθιστικό και την κουζίνα. Άνοιξε τα παράθυρα στο δεύτερο και τελευταίο δωμάτιο του σπιτιού. Να φωτίσει κι εδώ. Έπειτα, στο καθιστικό πήρε από τον σάκο του ένα μπλοκ σημειώσεων και ένα στυλό. Κάθησε στην πολυθρόνα δίπλα στη σόμπα που είχε πια πυρακτωθεί για τα καλά. Άρχισε να σημειώνει με μικρά γράμματα τις δουλειές συντήρησης που είχε εντωμεταξύ παρατηρήσει ότι έπρεπε να γίνουν στο σπίτι εσωτερικά. Ήθελε να τις κάνει με τα χέρια του. Θα ένιωθε καλά με αυτό. Θα ήταν σαν να αποκαθιστούσε το παρελθόν του. Άρα θα αποκαθιστούσε και το παρόν. Αυτή η προοπτική τον έκανε να νιώθει ήρεμος και ευτυχισμένος. Σημείωσε ακόμη τα υλικά που θα απαιτούνταν σύμφωνα με τις γνώσεις του, αλλά θα ρωτούσε κιόλας για να ήταν βέβαιος, όταν θα πήγαινε να τα αγοράσει.

Τώρα ήταν πλέον έτοιμος να βγει έξω. Από εκεί θα ξεκινούσε τις εργασίες. Από την αυλή. Αυτή του είχε φανεί ως η καταλληλότερη σειρά. Από έξω προς τα μέσα. Έβαλε τις μπότες του και τις έδεσε σφιχτά. Κούμπωσε καλά το τζάκετ του και φόρεσε τα γάντια του. Θα χρειαζόταν να κρατά ζεστά τα χέρια του και τα δάκτυλα του. Βγήκε από την πίσω πόρτα για άλλη μια φορά. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και κοντοστάθηκε. Οι μυρωδιές του δάσους και του βουνού ήταν γνήσιες, αυθεντικές και φυσικές. Σε αντίθεση με τις μυρωδιές της πόλης. Έγνεψε στον εαυτό του. «Τα εργαλεία. Πάμε για τα εργαλεία».

Η αποθήκη ήταν μικρή, μεγέθους τρία επί τρία, και ήταν προσαρτημένη πίσω από την κουζίνα, αλλά ανεξάρτητη από το υπόλοιπο σπίτι. Ήταν χτισμένη με τσιμεντόλιθους και σοβατισμένη πρόχειρα. Ξεκλείδωσε την σιδερένια πόρτα. Το φως της χειμωνιάτικης μέρας έφεξε το σκοτάδι μέσα. Μια μεγάλη αράχνη, με εντυπωσιακά μεγάλα πόδια, είχε καλύψει με τον ιστό της ένα μεγάλο μέρος της εισόδου. Την πέτυχε ενώ καθόταν ήσυχη να παραμονεύει στην άκρη του ιστού της.

Πλησίασε για να την περιεργαστεί από όσο πιο κοντά γινόταν. «Γεια σου, αραχνούλα», είπε. «Λυπάμαι γι’ αυτό που θα κάνω, αλλά πρέπει.», είπε. Βρήκε ένα ξύλο από την αυλή και έσκισε τον ιστό. Η αράχνη έτρεξε σαν τρελή και κρύφτηκε. Θυμήθηκε που τις έβαζε στις χούφτες του, όταν ήταν παιδί.

Κι άλλοι ιστοί απλώνονταν παντού μέσα, στους τοίχους και στα εργαλεία. «Καλή δουλειά, αραχνούλα», είπε με θαυμασμό. Με το ξύλο καθάρισε και τους υπόλοιπους ιστούς. Ύστερα πήρε τα εργαλεία που έψαχνε και τα έβγαλε έξω στο φως. Ήταν το τσαπί, η άξινα, η τσουγκράνα και τα πριόνια του πατέρα του. Θυμόταν ακόμη τον πατέρα του να δουλεύει με αυτά. Θυμόταν πόσο του άρεσε να τον βλέπει να δουλεύει με αυτά. Τα ακούμπησε μπροστά στην αποθήκη. Τα καθάρισε ένα ένα από τους ιστούς, που είχαν πάνω τους με τα γυμνά του χέρια. Έπειτα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τα κοιτάζει καθώς τα είχε απλωμένα στο έδαφος μπροστά του. Δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, αλλά πίστευε ότι θα έκαναν την δουλειά τους. «Αυτό είναι», είπε. «Ήρθε η ώρα».

Ξεχώρισε την τσάπα, την άξινα και την τσουγκράνα. Θα ξεκινούσε από τα χόρτα. Αυτή η ιδέα του άρεσε αυτή την στιγμή. Τα πριόνια τα μάζεψε και τα άφησε στην άκρη δίπλα στον τοίχο της αποθήκης. Θα καθάριζε τα δέντρα αύριο. Επέλεξε να ξεκινήσει από το σημείο που βρισκόταν. Έπιασε την τσάπα και άρχισε να τσαπίζει.

Το χώμα ήταν υγρό και παχύ. Τα αγριόχορτα είχαν γερές ρίζες. Κάπου κάπου σταματούσε να ελέγξει την τσάπα του. Ήταν παλιά και φοβόταν μήπως το ξύλο έβγαινε από το κεφάλι. Ύστερα συνέχιζε. Τσάπισε μερικά τετραγωνικά και σταμάτησε να ξεκουραστεί λίγο. Είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Είχε ζεστάνει ο καιρός ή είχε ζεσταθεί από την προσπάθεια; Κοίταξε τον ουρανό. Ήταν συννεφιασμένος. Εντάξει, ίσως να είχε ζεστάνει κάπως. Άφησε την τσάπα και έπιασε την τσουγκράνα. Τώρα θα μάζευε τα κομμένα χόρτα. Θα τα πήγαινε κοντά στην μάντρα και θα τα έκανε στοίβα. Θα χρειαζόταν πολλές στοίβες για να τελειώσει. Αλλά, θα τελείωνε. Έφτιαξε την πρώτη στοίβα με τα κομμένα αγριόχορτα και ήταν ικανοποιημένος. Ήταν μια ωραία στοίβα. Στήριξε πάνω τους την τσουγκράνα. Σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία φωτογραφία εκείνος, η τσουγκράνα και η στοίβα με τα αγριόχορτα. Σαν τους κυνηγούς που ποζάρουν αυτάρεσκα μπροστά στην νεκρή λεία τους. Χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και καιρό.

Ξανάπιασε την τσάπα. Τσάπιζε και τράβαγε με την τσουγκράνα τα αγριόχορτα και έφτιαχνε στοίβες. Τις κοίταζε για λίγο και έπειτα συνέχιζε. Τελικά, έβγαλε το τζάκετ του. Είχε ζεσταθεί πολύ τώρα. Το ακούμπησε πάνω στην κοντινότερη του στοίβα και συνέχισε. Κάποια στιγμή βρήκε σε πέτρα και τινάχτηκε ολόκληρος προς τα πίσω. Τα χέρια του μούδιασαν μέχρι τους ώμους από την δύναμη του χτυπήματος. «Γαμώτο», είπε. «Πιο ήρεμα». Επανέλαβε το τσάπισμα προσεκτικότερα τώρα. Δεν ήθελε να ξαναβρεί πέτρα. Ήταν άσχημο να βρίσκεις πέτρα με δύναμη.

Τελείωσε άλλη μια στοίβα και σταμάτησε. Κοίταξε μέχρι το σημείο που είχε τσαπίσει και καθαρίσει έως τώρα. Η αυλή είχε αρχίσει να θυμίζει ξανά αυλή. Είχε αρχίσει να ξαναγίνεται η παλιά αυλή που έπαιζε σαν παιδί. Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να βάλει τα χόρτα σε μεγάλα τσουβάλια και να τα πετάξει. Ευτυχώς είχε πάρει μαζί του τσουβάλια. Δεν ήξερε που ακόμη θα τα πέταγε, αλλά θα το έβρισκε. Έπρεπε πρώτα να τελειώσει. Ξανάπιασε το τσάπισμα. Κάποια στιγμή δεν ένιωθε τίποτε. Είχε απορροφηθεί. Είχε γίνει ένα με την τσάπα, με τα αγριόχορτα, με το έδαφος, με το περιβάλλον. Ένιωθε ότι ανήκε εκεί και μόνο εκεί. Όταν ξανασταμάτησε είχε φτάσει δίπλα στο αυτοκίνητο του. Είχε τσαπίσει και καθαρίσει πάνω από την μισή αυλή. Ακούμπησε στο καπό του αυτοκινήτου του. Κοίταξε για λίγο το πέτρινο σπίτι που έστεκε μπροστά του. Αυτό ήταν το μοναδικό σπίτι που του είχε αρέσει ποτέ, τελικά. Ήταν το σπίτι που είχε αφήσει την παιδική του καρδιά.

Λοιπόν, αυτό είναι, σκέφτηκε. Έπρεπε να συνεχίσει. Θα τελείωνε με το τσάπισμα μέχρι το μεσημέρι. Το ήξερε. Τότε θα έκανε το πρώτο του μεγάλο διάλειμμα και θα έφτιαχνε μπόλικο καφέ να πιει. Ίσως να έτρωγε και κάτι, αλλά όχι πολύ, γιατί δεν θα μπορούσε να συνεχίσει με υπερβολικά γεμάτο στομάχι. Έπρεπε μετά να τα βάλει στα τσουβάλια και να τα συγκεντρώσει. Σήμερα θα τελείωνε τον καθαρισμό της αυλής από τα αγριόχορτα. Αυτό ήθελε. Θα δούλευε μέχρι να νυχτώσει, αν χρειαζόταν. Όταν θα τελείωνε θα ζέσταινε στην σόμπα νερό για να πλυθεί, αν δεν είχε αποκατασταθεί το ρεύμα. Θα έφτιαχνε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα με μαϊντανό και ξερό κρεμμυδάκι, για να χορτάσει την πείνα του. Μετά θα ξάπλωνε στον καναπέ του και θα χάζευε την φλόγα στην σόμπα μέχρι να αποκοιμιόταν. Και αν δεν αποκοιμιόταν θα έβγαινε στο μπαλκόνι ακόμη κι αν κρύωνε και θα μετρούσε άστρα στον ουρανό μέχρι να κουραζόταν. Όπως τότε που ήταν παιδί!

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top