Fractal

Διήγημα: «Το ραβασάκι»

Της Λένας Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

Το ραβασάκι

 

Θα ήταν τα πρώτα χρόνια που είχα αφήσει το Αστυνομικό Σώμα, για να ιδιωτεύσω σαν ντετέκτιβ ερευνητής. Η δουλειά μου δεν ήταν αναγκαστικά γύρω από το έγκλημα και μόνον. Πάσης φύσεως παρανομία με απασχολούσε αρκεί να εξίταρε το ενδιαφέρον μου. Είχα ήδη αρχίσει να έχω την πολυτέλεια του να διαλέγω υποθέσεις που με έκαναν να τρέχω χωρίς να κουράζομαι και όχι να κουράζομαι χωρίς να τρέχω και να πλήττω αφόρητα. Κατά βάσιν αυτή ήταν η δουλειά μου και μού άρεσε πολύ, αν και πολύ πιο επικίνδυνη από ό, τι στο Σώμα, γιατί τώρα πια δεν υπήρχε κάλυψη από συναδέλφους και βοήθεια. Ήμουν μόνος εγώ, ο βοηθός μου και ο εντολέας μου, αρκεί αυτόν τον τελευταίο να τον γούσταρα, όπως και την υπόθεση που μού ανέθετε να διεκπεραιώσω.

 

Ένα πρωί εκεί γύρω στις 11, πήρε τηλέφωνο μια γοητευτική φωνή από εκείνες τις βαθιές κοντράλτο που σε έκαναν να ταξιδεύεις σε ανομολόγητα ταξίδια που κάθε άντρας ονειρεύεται και που ποτέ σχεδόν δεν πραγματοποιεί. Δεν έχω παράπονα ούτε απωθημένα. Σαν άντρας έζησα μια ζωή γεμάτη έως ότου καταλήξω στο απάνεμο λιμάνι της Βιβής μου, που πια δεν θα το άλλαζα μακάρι και μπροστά μου να ήταν η Άβα Γκάρντνερ, αν την θυμάστε.

Θεωρούσα δικαίως ή αδίκως, ότι μια απιστία στην ώριμη ηλικία μου με κατασταλαγμένους τους πυρρίχιους χορούς των ορμονών μου θα ήταν μια πράξη δειλίας και τουλάχιστον μιας ελαστικής ηθικής με τις οποίες θα ήθελα αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν έχασα τίποτα από τη μαχητικότητά μου και την γοητεία μου. Ποιος είπε ότι μοναχά η γυναίκα είναι φιλάρεσκη και επί των επάλξεων μέχρι τα βαθιά της γεράματα; Με τη διαφορά ότι η φιλαρέσκεια του θηλυκού ξεκινάει από τον εγκέφαλο, ενώ στον άντρα από τις γενετήσιες προσταγές ορισμένων ακμαίων οργάνων!!! Γι‘ αυτό και η απιστία της γυναίκας θεωρείται και σαν πιο σοβαρή…

 

Παραδόξως εκείνο το πρωί δεν είχα δουλειά, είχα δώσει άδεια στον βοηθό μου και τη γραμματέα μου και έπαιζα χωρίς να το υποπτεύομαι, το παιχνίδι της Μοίρας μου. ΈΤΣΙ έκλεισα ραντεβού εγώ ο ίδιος με τη… φωνή, εκείνο το ίδιο πρωί, πράγμα ανήκουστο, αφού συνήθως τα ραντεβού που έκλεινε η γραμματέας μου έπαιρναν το λιγότερο μία εβδομάδα έως ότου λάβουν χώρα και σε περιορισμένο Χρόνο. Κλείνω το τηλέφωνο και καπάκι παίρνει η Βιβή μου έκπληκτη που το σήκωσα εγώ, με ρωτά αν έκανα κέφι αφού δεν είχα και δουλειά, να πηγαίναμε στην παραλιακή για κανένα ψαράκι.

«Γιατί όχι αγάπη μου. Εσύ ας είσαι έτοιμη κατά τις 1μ.μ. και τα ξαναλέμε» της είπα.

Και να, που ένα κατά τα άλλα αδιάφορο πρωινό, γέμισε από ενδιαφέρουσες συναντήσεις…

Και η φωνή καταφθάνει μέσα σε ένα στόμα που σού ερχόταν να το γεμίσεις φιλιά και ένα κορμί που αναρωτιόσουν» μα γιατί ο Θεός φτιάχνει έναν τόσο περιορισμένο αριθμό από δαύτα στο ουράνιο εργαστήρι του!»

 

«Πολύ χαίρομαι για την γνωριμία» της λέω.

«Ω μα κι’ εγώ, κι’ εγώ κύριε Μακρή, ειλικρινά.

»Δε θα σας απασχολήσω ελπίζω πολύ. Θα ήθελα να αναλάβετε την περίπτωσή μου, που θα την χαρακτήριζα και εύκολη και δύσκολη».

Όσην ώρα μιλούσε η Σοφία –το ονοματάκι της- ομολογώ δεν μπορούσα 100% να συγκεντρωθώ σε αυτά που έλεγε. Είχα ένα ποίημα μπροστά μου και εγώ ήμουν λάτρης της καλής ποίησης. Τελικά τα κατάφερα και σοβαρεύτηκα ακούγοντάς την να μού λέει τα εξής περίεργα:

«Κάθε απόγευμα ή νωρίς το βράδυ, όχι την ίδια ώρα, βλέπω κάτω από την πόρτα μου ένα ραβασάκι, που γράφει τα εξής ίδια πάντα:

‘’Είσαι νεκρή και δεν το ξέρεις. Πάψε λοιπόν να κάνεις τον κόσμο να σφάζεται για πάρτη σου και αρκέσου σε αυτά που έχεις, που δεν είναι και λίγα.’’

«Εδώ και 15 ημέρες συμβαίνει αυτό και ζω έναν εφιάλτη. Σαν τι να έκανα και κάποιος συνάνθρωπός μου με μισεί τόσο που με απειλεί ακόμη και με θάνατο; Δεν μπορεί, κάτι θα πρέπει να έχω κάνει και αν δεν το βρω πώς θα το αλλάξω για να βρούμε και οι δυο την ηρεμία μας;»

Συζητούσαμε και η ώρα κυλούσε ευχάριστα χωρίς την ανία της ρουτίνας από τη δουλειά.

Βλέπω ξάφνου το ρολόι μου που έδειχνε αδυσώπητα 1.30μ.μ.

«Συγγνώμη Βιβή μου αλλά κάτι πολύ σοβαρό προέκυψε και το αναβάλουμε για αργότερα. Θα σε ενημερώσω. Τα λέμε…»

Ένα αισχρό ψέμα που εγώ ο ελεεινός το ξεστόμισα ενώπιον τού πλέον ακατάλληλου ακροατηρίου. Τέτοια απρέπεια δεν θυμάμαι να την είχα ξανακάνει εις βάρος γυναίκας πόσω μάλλον ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΜΟΥ. Σαφώς αυτό το ψέμα μεθερμηνευόμενο, φανέρωνε στην κυρία που είχα απέναντί μου, ότι τόσο πολύ μού άρεσε που ξεχνούσα για χάρη της ραντεβού σοβαρά. Θα πρέπει να είχε ασφαλώς κολακευτεί.

Εκεί γύρω στις 3.30μ.μ. αρνήθηκε ευγενικά την πρότασή μου για φαγητό και έφυγε λέγοντας:

«Υπόσχομαι μιαν άλλη φορά. Ας μη κάνω και άλλον έναν εχθρό στο πρόσωπο της τυχερής Βιβής σας.

»Θα περιμένω νέα σας εναγωνίως. Τα νεύρα μου δεν αντέχουν για άλλην αναμονή. Γεια σας κύριε Μακρή. ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΕΣΤΕ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΤΕ. Ευχαριστώ»…

Με το που έφυγε θαρρείς και το γραφείο μου μετατράπηκε σε έναν πληκτικό χώρο. Χωρίς υπερβολή, έφυγε παίρνοντας την Άνοιξη μαζί της.

Μού έκοψε όχι μόνον την όρεξη για φαγητό αλλά και τη διάθεση να μπλεχτώ σε έναν συζυγικό διάλογο δικαιολογιών που η Βιβή μου με την βιονική της διορατικότητα θα καταλάβαινε ότι κάτι ύποπτο μού συνέβαινε.

Κέρασα τον εαυτό μου ένα ξέχειλο ποτήρι ουίσκι. Το κατέβασα μονορούφι το ξαναγέμισα και απλώθηκα στον δερμάτινο καναπέ μου να χαλαρώσω και να καταλάβω τι στην ευχή είχα πάθει, ζαλισμένος ήδη. Πήρα ένα τσιγάρο από το τραπεζάκι δίπλα μου και ας είχα κόψει το κάπνισμα εδώ και τόσον καιρό. Πριν καλά καλά τελειώσω τσιγάρο και ποτό, με πήρε ένας ύπνος βαθύς τόσο, που ούτε το τηλέφωνο άκουγα, ούτε το κουδούνι της πόρτας πρώτα και μετά το άνοιγμά της από την τρελαμένη από τον φόβο της γυναίκα μου για την τουλάχιστον περίεργη σιωπή μου.

Κάποτε πήρα είδηση της παρουσίας της, πιθανόν από το γνωστό άρωμά της και ξύπνησα.

Δεν με ρώτησε, μόνο με κοίταξε. Τι να τής έλεγα; Την αλήθεια; Και ποια είναι αυτή η γυναίκα που δέχεται να παραμεριστεί χάριν μιας άλλης πιθανόν νεώτερης, πιθανόν ωραιότερης και πιθανότατα πιο ενδιαφέρουσας;

Χωρίς να πει λέξη για το ουίσκι που βρώμαγα, κατάλαβε πιο πολλά από τα ανείπωτα δικά μου και σηκώθηκε να φύγει χωρίς λέξη να μού πει.

Αχ αυτή η γυναίκα! Ήταν και καλά ανάγκη να την έχει κάνει ο Θεός τόσο μα τόσο έξυπνη;

‘’Και τώρα τι κάνω μ’ αυτό το γελοίο μου coup de foudre;’’αναρωτήθηκα έντρομος.

Μα τι στην ευχή; Ήμουνα στ’ αλήθεια τόσο αδύναμος χαρακτήρας και τόσο ελαστικής ηθικής που θα βρισκόμουν στην προδοτική θέση να αραδιάζω στον άνθρωπό μου ψέματα και δικαιολογίες;

Θύμωσα. (καλό αυτό).

Έδωσα στον εαυτό μου 10 ημέρες προθεσμία, το πολύ, να έχω τελειώσει με αυτήν την υπόθεση, αρχής γενομένης από ΤΩΡΑ!!!

Ε μα. Να τορπίλιζα έναν επιτυχημένο γάμο 15 ετών, χάριν μιας άλλης γυναίκας μόνο και μόνο γιατί θα με έβγαζε από ένα πηγάδι συνήθειας και ίσως ανίας όπου κακά τα ψέματα όλοι βουλιάζουμε μια μέρα;

Και αυτά που μοιράστηκα με τη Βιβή μου; Τις αντιξοότητες, τις αγωνίες. τους κινδύνους, τις χαρές, τις ευτυχισμένες μας στιγμές, τη χαρά των παιδιών μας που τα είδαμε να μεγαλώνουν ευτυχισμένα και ασφαλή σε μια στέρεα οικογένεια;

ΌΧΙ ΦΙΛΕ ΚΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ.

 

 

Τι είπε η Σοφία;

Το ραβασάκι ερχόταν κάθε απόγευμα αργά, ή το δειλινό, όχι σε καθορισμένες ώρες. Αυτό τι σήμαινε; Ότι ο ραβασάκιας τις πρωινές ώρες εργαζόταν και δεν ήταν ελεύθερος για τέτοιου είδους δραστηριότητες. Αν το μπορούσε, θα ήταν ευχής έργο, γιατί θα περιέπλεκε έτσι τις κινήσεις του.

Ωραία.

Στρώθηκα λοιπόν από το ίδιο εκείνο απόγευμα, έξω από το διαμέρισμα τής Σοφίας, με ένα περιοδικό στα χέρια, μια σακούλα πατατάκια τσιπς και ένα μπουκάλι μπύρα. Για να δούμε σήμερα τι θα γίνει με το ραβασίδιό σου Μεγάλε.

Διάφοροι κάτοικοι της πολυκατοικίας με προσπέρασαν κοιτάζοντάς με, άλλοι αδιάφορα και άλλοι περίεργα. Κανείς όμως δεν σταμάτησε καν μπροστά στην πόρτα που μέσα της έκρυβε το ανομολόγητό μου όνειρο.

Και ξαφνικά, φωνές, φασαρία, κακό και σφαλιάρες αδιάντροπες, ενός πατέρα στον πιτσιρικά προφανώς, γιο του, με τη μάνα μάταια να προσπαθεί να τον αποσπάσει από τις χερούκλες του γονιού.

Τα πήρα στο κρανίο.

«Μα είναι τρόπος διαπαιδαγώγησης αυτός κύριέ μου; Δεν ντρέπεσαι και λίγο; Τα βάζεις με ένα μωρό;»

«Δουλειά σου φίλε, μη την πληρώσεις εσύ. Νταξ;»

«Και παραντάξ. Στάσου να φωνάξω τα εκατά και θα μας πουν εκείνα τίνος δουλειά είναι. Νταξ;»

Και την ίδια τη στιγμή, ανοίγει η πόρτα του ονείρου μου, εμφανίζεται το ίδιο το όνειρο, κοιτάζοντας μια εμένα μια τον παναπαίσιο πατέρα, και λέει έκπληκτη:

«Έλα ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ». ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΣΥΝΑΜΑ ΤΟ ΡΑΒΑΣΑΚΙ ΤΟ άρτι αφιχθέν κάτωθεν της θύρας!

«Να δεις που αυτό το κτήνος ήταν,» της είπα έξαλλος και πετάχτηκα έξω. Μα βέβαια ο τύπος είχε βάλει φτερά και είχε πετάξει γι’ αλλού κι’ αλλού και μην τον είδατε.

Βλαστήμησα τον εαυτό μου που δεν το κατάλαβα εγκαίρως και κάθισα αναπαυτικά να απολαύσω το καφεδάκι που ετοίμασε με τις χίλιες δυο λιχουδιές παρακαλώντας με να ξεχάσουμε, για λίγο έστω, το θλιβερό θέμα (και να θυμηθούμε τι Σοφία μου, σκέφτηκα φέρνοντας στην μνήμη μου τον μονόλογο που είχα λίγο πριν με τον εαυτό μου και την όποια προσπάθεια νουθεσίας μου). Κατάφερα να αποφύγω τις σειρήνες που ούρλιαζαν από χαρά στα πέλαγα καλώντας με να πάω κοντά τους και βρίσκοντας μια δικαιολογία τραβηγμένη από τα μαλλιά, σηκώθηκα να φύγω πριν τα πράγματα γίνουν μη αναστρέψιμα και σιχαθώ τον εαυτό μου. Φάνταζα στα μάτια μου ντιπ γελοίος,

 

Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Είχα να ξενυχτίσω από εκείνο το φοβερό βράδυ που πήρα την απόφαση να αφήσω την Αστυνομία και να ιδιωτεύσω.

Η Βιβή δεν είπε τίποτα αλλά βρίσκοντας σαν δικαιολογία μια μικρό αδιαθεσία της κόρης μας, πήγε να κοιμηθεί μαζί της αφήνοντάς με ελεύθερο να διαχειριστώ το ξενύχτι μου κατά πώς ήθελα.

Αχ Βιβή μου τι κυρία που είσαι! ‘’ΣΕ εμάς τους ΆΝΤΡΕΣ όμως ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ, ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΓΚΙΝΟΥΝ Ή ΟΙ Σοφίες;’’

Μην απαντήσετε. Άντρας είμαι και ξέρω.

 

 

Την επόμενη ημέρα σαν σε καρμπόν οι ίδιες κινήσεις μου.

Την φορά αυτή ήταν ένας κούριερ που επέμενε να παραδώσει ένα πακέτο με αντικαταβολή σε έναν ένοικο του ορόφου της Σοφίας, αλλά παραλήπτης με τέτοιο όνομα δεν υπήρχε. Βρε να τού λέει ο θυρωρός ότι άδικα επιμένει, τίποτα ο τύπος.

Έτσι αρχίζουν οι καυγάδες δια ασήμαντον αφορμή και καταλήγουν σε σύρραξη. Κεφάλια φάνηκαν σε μισάνοιχτες πόρτες και βέβαια ένα από αυτά της Σοφίας.

«Ε όχι, δεν το πιστεύω. Είσαι εδώ Στέφανε; Εσύ απ’ έξω και το ραβασάκι ΜΕΣΑ; Απίστευτο»…

Να έκρυβε μομφή ή ειρωνεία το ακροτελεύτιο επίθετο που πρόσθεσε στη φράση της.

Μπήκα στο σπίτι της. Ευγενικά ψυχρός και απόμακρος. Και τής είπα:

«Σοφία γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί θέλησες να υποτιμήσεις τη νοημοσύνη μου; ΈΧΑΣΕΣ ΈΤΣΙ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ …ΥΠΟΘΕΣΗ που μού ανέθεσες που ήταν μούφα, έξυπνη ομολογώ, αφού προς στιγμήν κι εγώ την πίστεψα. Ήθελες την παρέα μου ελπίζοντας με τον καιρό σε κάτι πάρα πάνω, τότε που δεν θα μπορούσα πια να κάνω πίσω. Κολακεύεις τον ναρκισσισμό μου, αλλά θα σού στοιχίσει 2000 ευρώ η μέχρι τώρα ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ. Εννοείται ότι η συνεργασία μας τελειώνει ΕΔΩ».

«Δεν καταλαβαίνω τι λες Στέφανε Μακρή. Μα τ’ είναι αυτά που λες;»

«ΈΛΑ τώρα κακό κορίτσι…

»Αν ήθελες να με βλέπεις, θα έπρεπε να εφεύρεις κάποιον άλλο τρόπο που να μην ήταν κόντρα στην νοημοσύνη μου το λιγότερο. Προς στιγμήν ναι δεν λέω, σε πίστεψα, ίσως γιατί αφέθηκα να το πιστέψω. Μετήλθες έξυπνων μέσων να το καταφέρεις, Εύα, ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΝΗΡΗ. Άντεξα να μη δαγκώσω το υπέροχο είναι η αλήθεια μήλο σου. Να ξέρεις όμως πρέπει, ότι υπάρχουν και άλλου είδους ΕΥΕΣ στον επίγειο Παράδεισο. Αυτές δεν προσφέρουν μεν μήλα, αλλά πού να κάθομαι τώρα να σού εξηγώ μη και θα καταλάβεις;

Τον λογαριασμό στην Τράπεζα, ιδού και ο ΙΒΑΝ μου.

ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΩ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΕ ΌΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ»…

 

 

***

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top