Fractal

«Το παλάτι μου είναι από άχυρα»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ «Ιστορία του γερασμένου παιδιού», Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 128

 

«Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στον δρόμο μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα».

«Το κορίτσι ξέρει ότι είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένο, γι’ αυτό μαζεύει το κεφάλι. Γέρνει το σώμα του, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να συγκρατήσει μια μεγάλη δύναμη που μαίνεται στα σωθικά του».

Η «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» (το λογοτεχνικό ντεμπούτο, 1999, της Τζέννυ Έρπενμπεκ, που έχει ήδη μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες, της πρόσφερε υποψηφιότητα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της ZDF και διασκευάστηκε το 2003 για το θέατρο), διηγείται την ιστορία ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού που κλείνεται εσωτερική σε ένα ίδρυμα για παιδιά που βρίσκονται στ’ αζήτητα. Το κορίτσι -χοντρό, άσχημο και αντικοινωνικό- διψώντας εν τούτοις να ανήκει στην ομάδα, με μια ριζικά διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων, θα ακολουθήσει μια φθίνουσα πορεία.

«Η ανικανότητα του κοριτσιού εκτείνεται, είπανε, πράγματι σε όλα τα μαθήματα στον ίδιο βαθμό, είναι, είπανε, τόσο αξιόπιστη όσο και αδιόρθωτη. Αυτή είναι ικανή να πάει να πνιγεί αν της το πεις, πρόσθεσε η φιλόλογος».

Αντιδρώντας με αθωότητα και καλοσύνη στις ειρωνείες των άλλων, θυμίζοντας κάπως εκείνο τον σοφό, ντοστογεφσκικό «ηλίθιο», το κορίτσι ωστόσο και αισθάνεται και είναι ικανό για πολλά περισσότερα απ’ όσα δείχνει:

«Έχω μπερδευτεί. Κανένας δεν με κοιτάζει, δεν ξέρω τι έχω κάνει. Αυτά τα όμορφα παιδιά, με το παιδικό το δέρμα τους, με τα παιδικά τα δοντάκια τους, με τα βραχιολάκια τους- μου κλείνουνε την πόρτα κατάμουτρα. Γιατί δεν μου μιλάει κανένας;»

Στην τριτοπρόσωπη και εξ αποστάσεως αφήγηση της συγγραφέως, το κορίτσι μας απευθύνεται πρωτοπρόσωπα και σπαρακτικά, ξέρει ότι «Το νούμερό του είναι 9912», γνωρίζει αυτό το αντιφατικά αδύνατο δυνατό της σημείο που την ξεχωρίζει: «Το βάρος της ζωής μου αυξάνεται. Από πάνω μου ανυψώνω ένα μεγαλοπρεπές παλάτι. Το παλάτι μου είν’ από άχυρα. Στηρίζεται στο πόδι μιας κότας, την κότα την έσφαξα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Όταν πιάνει καταιγίδα, ακούγεται ακόμα να στριγκλίζει. Στολίζω το παλάτι μου. Θα κάνει μεγαλοπρεπή φωτιά».

Κάνει τα πάντα για να είναι αρεστή προκειμένου να βρει έστω και τελευταία τη σίγουρη θέση της στην ομάδα:

«Εκπληκτικό είναι το ότι το κορίτσι όλο και πιο συχνά, κανείς δεν ξέρει πως, γνωρίζει τη σωστή λύση των ασκήσεων, εκπληκτική κι η ικανότητα που επιδεικνύει να πλαστογραφεί γραφικούς χαρακτήρες άλλων. Ακατανόητο αντίθετα παραμένει γιατί δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον στο να δώσει τη σωστή λύση για τον ίδιο του τον εαυτό».

Γίνεται «πράγμα» φτάνει να είναι χρήσιμο, να μην είναι ενοχλητικό, τις καθησυχάζει με τον τρόπο της, με την συμπεριφορά της τους ασφαλίζει: «Σημαίνει ότι είναι σίγουρες ότι θα το ξαναβρούνε το κορίτσι όταν γυρίσουνε, σημαίνει ότι είναι αυτονόητο ότι το κορίτσι ανήκει στην επίπλωση, όπως τα ερμάρια και τα κρεβάτια».

Είναι ικανοποιημένη μέσα στην ακηδία της, εξάλλου έχει ζήσει χειρότερα μάλλον στην προηγούμενή της ζωή, δεν της χρωστά τίποτα η ζωή, το κορίτσι, άλλωστε, αισθάνεται ότι χρωστάει:

«Οι άλλοι ξέρουνε βέβαια τι τους χρωστάει η ζωή: η ζωή τους χρωστάει την ελευθερία, κι η ελευθερία είναι έξω απ’ αυτό το ίδρυμα- το κορίτσι όμως ξέρει ότι στην πραγματικότητα η ελευθερία είναι αυτό: να μη χρειάζεται να σπρώχνει εκείνο, κι η ελευθερία αυτή υπάρχει μες στο ίδρυμα και πουθενά αλλού».

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ

 

Μια έξοχη αλληγορική νουβέλα για τον φόβο μπροστά στην ελευθερία, για τον γνωστό επιθυμητό εγκλεισμό, για το επικίνδυνο του διαφορετικού, η ενδόμυχη αντίδραση της συγγραφέως του την εποχή που έπαψε να ανήκει στην Ανατολική Γερμανία. Η Τζέννυ Έρπενμπεκ, πεζογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος (γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας) έγραψε αυτή την πρώτη νουβέλα της όταν γκρεμίστηκε το τείχος του Βερολίνου. Ακολούθησε μεγάλη και ανοδική διαδρομή. Τα έργα «Σκύβαλα» (2001), «Παιχνίδι με τις λέξεις» (2004) και «Δοκιμασία» (2008). Με το μυθιστόρημά της «Η συντέλεια του κόσμου» (2012) απέσπασε τα σημαντικά Βραβεία Γιόζεφ Μπράιτμπαχ και Χανς Φάλαντα, καθώς επίσης το Βραβείο Ξένης Λογοτεχνίας του βρετανικού Independent. Για τους «Περαστικούς» (2015) της απονεμήθηκαν, μεταξύ άλλων, το Βραβείο Τόμας Μαν και το Ευρωπαϊκό Βραβείο Strega. To 2017 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Η γραφή της κρυστάλλινη, καθαρή, στιβαρή, ακριβής, καρφώνει τις λέξεις της σα να κόβει διαμάντια.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top