Fractal

Θαμμένες σιωπές και ανάδυση της πραγματικότητας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Patricio Pron, «Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή». Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου. Εκδόσεις  Ίκαρος. Αθήνα, 2021

 

 

Το βιβλίο του Αργεντινού συγγραφέα Πατρίσιο Προν (Patricio Pron, γεν. 1975) ‘Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή’, από τις εκδόσεις Ίκαρος (Πρώτη έκδοση: El espíritu de mis padres sigue subiendo en la Lluvia. Mondadori, Barcelona, 2011), παριστά ένα από τα μυθιστορήματα που κατευθύνουν και προτρέπουν τον αναγνώστη να το θεωρήσει και διαβάσει περισσότερο ως μια εκ βαθέων αυτοβιογραφία, δεδομένου ότι αξιοσημείωτες λεπτομέρειες της ζωής του αφηγητή μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες του συγγραφέα. Μάλιστα, ο ίδιος ο συγγραφέας  έχει εξομολογηθεί πως τα περισσότερα από τα γεγονότα  του μυθιστορήματος είναι αληθινά. Αλλά ίσως περισσότερο από όλα αυτά, εκείνο που γίνεται πιστευτό εδώ είναι ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής γράφει για την οικογενειακή του ιστορία, η οποία έχει διαμορφωθεί, όπως και εκείνη πολλών συγχρόνων του, από τις δεκαετίες της κρατικής τρομοκρατίας στην Αργεντινή και στην προκειμένη περίπτωση από γονείς που πολέμησαν εναντίον της. Ο Πατρίσιο Προν, εδώ, προσκαλεί τον αναγνώστη του σε ένα ολισθηρό, ρευστό τοπίο, μια ασταθή δομή χτισμένη πάνω στο τραύμα και την αβεβαιότητα και αρκετά ευάλωτη. Το τοπίο σταθεροποιείται σταδιακά καθώς ο αφηγητής αποκαλύπτει μια οικογενειακή ιστορία η οποία, μέχρι αυτό το σημείο της ζωής του, ήταν μόνο μερικώς γνωστή. Το μυθιστόρημα μέσα από όλη την αστάθεια, υφαίνει ένα υπέροχα κατακερματισμένο βιβλίο για την τραγωδία του έθνους της Αργεντινής και για τη δυσκολία να μάθεις και να γράψεις τη δική σου ιστορία.

Όταν συναντάμε τον αφηγητή μας, εκείνος επιστρέφει στην πατρίδα του από τη ζωή του στο εξωτερικό, την Γερμανία συγκεκριμένα, έχοντας μάθει ότι ο πατέρας του νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Η επιστροφή είναι ταυτόχρονα επιστροφή στη συνείδηση. Ο αφηγητής βγαίνει από μια σκόπιμη φαρμακευτική διανοητική σύγχυση καθώς επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, αρχίζει να αναδεύει το αρχείο του πατέρα του, για να βρει μια ιστορία που χρειάζεται να γραφτεί, ένα μυστήριο στο οποίο ο πατέρας του είναι ο συγγραφέας, ο πρωταγωνιστής και, κατά κάποιον τρόπο, το θύμα. Η ψυχολογική πολυπλοκότητα της ιστορίας αποδίδεται με διαυγή και απλή πρόζα, με διακριτές, αριθμημένες παραγράφους, οι οποίες με τη σειρά τους οργανώνονται σε τέσσερις αριθμημένες ενότητες. Αν και οι παράγραφοι έχουν απλή και ικανοποιητική ταυτότητα, ο αφηγητής παραπαίει μέσα και έξω από τη σαφήνεια γιατί η διαυγής πρόζα δεν υποδηλώνει ούτε παραπέμπει πάντοτε και σε κάποιο σαφές νόημα.  Συχνά πυκνά, ο αφηγητής μοιάζει να βγαίνει από την αινιγματική του ομίχλη μόνο στο τέλος μιας παραγράφου, φτάνοντας σε κάποια μικρή διαπίστωση, ή μια αλήθεια την τελευταία στιγμή, καθώς ο χρόνος τελειώνει και δεν υπάρχει τρόπος να συνεχίσει. Βέβαια, το τέλος μιας παραγράφου, θα έλεγε κανείς, βρίσκεται υπό τον έλεγχο του αφηγητή και αυτή η φαινομενική ικανότητα να αντιμετωπίζει ο συγγραφέας μια συγκεκριμένη λεπτομέρεια μόνο τη στιγμή πριν  εγκαταλείψει το γράψιμο, είναι ένα τέχνασμα που υποδηλώνει την αίσθηση ότι η αφήγηση είναι πολλαπλώς αφόρητη. Η αλήθεια στο τέλος κάθε παραγράφου έρχεται με τέτοια βιαιότητα που μόνη κατάλληλη συνέχειά της είναι αναπόφευκτα η σιωπή. Ορισμένες παράγραφοι, επιπλέον, του βιβλίου είναι απλώς λίστες αναφοράς. Για  παράδειγμα, μια λίστα με βιβλία που βρέθηκαν στα ράφια των γονιών του, ακολουθούμενη από μια λίστα με συγγραφείς που δεν έχουν διαβάσει ποτέ: «…Συγγραφείς απόντες από τη βιβλιοθήκη των γονιών μου: Μπούλριτς Σιλβίνα, Μπεατρίς Γκίδο, Μαρτίνες Εστράδα Εζεκιέλ, Οκάμπο Βικτόρια, Σάμπατο Ερνέστο…». Ή, έχουν διαβάσει, «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Φερμίν Τσάβες…». Ο κατάλογος των συγγραφέων είναι μια προσπάθεια να οριστούν τα όρια ενός κόσμου, αλλά δεν είναι σαφές τι σημαίνει αυτός ο κόσμος, και γιατί έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Πιθανόν ένας από αυτούς τους καταλόγους αντιστοιχεί στον κόσμο που περιγράφει ο αφηγητής νωρίτερα, έναν κόσμο βιβλίων από εκείνους τους νεκρούς συγγραφείς που είχε διαβάσει όταν ήταν φτωχός έφηβος, σε μια φτωχή γειτονιά, μιας φτωχής πόλης, σε μια φτωχή χώρα και επέμενε ηλίθια να γίνει μέρος αυτής της φανταστικής δημοκρατίας στην οποία ανήκαν, μιας δημοκρατίας με ασαφή σύνορα. Είναι ένας κόσμος που τον έχει απορρίψει, ή από τον οποίο έχει εξοστρακίσει  τον εαυτό του, και επιπλέον,  ένας κόσμος που τον χωρίζει ο θάνατος από αυτόν και από ολόκληρη τη γενιά του. Οι κόσμοι που γνωρίζει ο αφηγητής μας είναι νεκροταφεία ή κλειστές κοινότητες, και αυτός περιπλανιέται έξω από αυτούς. Μέσα στα σπασμένα κομμάτια της ιστορίας του, ο αφηγητής αρχίζει να κατοικεί στον κόσμο της αφήγησης και στον κόσμο της οικογένειάς του. Ανακαλύπτει στο γραφείο του πατέρα του μια στοίβα χαρτιά που σχετίζονται με την εξαφάνιση ενός άνδρα από την πόλη στην οποία μεγάλωσε ο πατέρας του, συγκεκριμένα  αποκόμματα ειδήσεων, ξεθωριασμένες φωτογραφίες και χάρτες. Ο αφηγητής εντοπίζει αμέσως αυτό που αποκαλεί ‘συμμετρία’ μεταξύ της αναζήτησης του πατέρα του για αυτόν τον άνδρα και της δικής του αναζήτησης, μέσω αυτών των εγγράφων, για τον πατέρα του. Διαβάζουμε, έτσι,  αποκόμματα άρθρων από την τοπική εφημερίδα, απεχθή και προκλητικά αποσπάσματα, με «…αλλόκοτη σύνταξη και γελοία αστυνομική αργκό», και κάποιες άλλες ιδιορρυθμίες, όπως περιττά κόμματα που έφερναν στο νου υποψίες απίθανων λουλουδιών και συχνά κενά πληροφοριών που δημιουργούνται μέσα στο δυσανάγνωστο κείμενο, με τη συνεχή αποστροφή του αφηγητή για τη γραφή να υπογραμμίζει και πάλι τη δύσκολη σχέση του με την αφήγηση. Μέσα από αυτά τα θραύσματα, ο αφηγητής παρακολουθεί την ιστορία καθώς η αναζήτηση γίνεται κυριολεκτικά φρενήρης και οι κάτοικοι της πόλης αρχίζουν να συσπειρώνονται γύρω από τον αγνοούμενο, τον Αλμπέρτο Χοσέ Μπουρντίσο, ο οποίος αν και είναι απλός εργάτης μιας επαρχιακής λέσχης, τον οποίο ο αφηγητής περιγράφει ως «ένα είδος φοκνερικού ανόητου» του οποίου η παρουσία είχε περάσει απαρατήρητη από όλους εκτός από έναν μικρό κύκλο, γίνεται εικόνα της κοινωνικής αδικίας. Η υπόθεση κλιμακώνεται καθώς οι κάτοικοι της πόλης απαιτούν δικαιοσύνη: «…Αυτό που αναδυόταν ήταν ο συλλογικός φόβος, ο φόβος μιας επανάληψης και, κατά κάποιο τρόπο, ο φόβος της απώλειας της σχεδόν παροιμιώδους ηρεμίας του Ελ Τρέμπολ. Σ’ αυτό το σημείο, αν θέλετε, λάβαινε χώρα η αναπόφευκτη μετάβαση από ατομικό στο συλλογικό θύμα…».

Η ιστορία του αγνοούμενου αποδεικνύεται κακόγουστη, άθλια και θλιβερή, στην οποία η απληστία λυμαίνεται τη μοναξιά, μια ιστορία που προσφέρεται πιο εύκολα για αποστροφή παρά για το είδος της συναισθηματικής μνημόνευσης με την οποία την αντιμετώπισε η πόλη. Αλλά αυτή η ιστορία, όπως άλλα πολλά στο βιβλίο, δεν αφορά πραγματικά αυτό που φαίνεται, αλλά μάλλον ένα άλλο τραύμα. Η αδελφή του αγνοούμενου Αλμπέρτο Χοσέ Μπουρντίσο, όπως ανακαλύπτει ο αφηγητής, ήταν φίλη του πατέρα του, η οποία οδηγήθηκε από εκείνον στον πολιτικό ακτιβισμό και η οποία εξαφανίστηκε από τη στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής, ενώ το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ. Έτσι, για τον αδελφό του αφηγητή, η αναζήτηση του αδελφού της είναι μια αναζήτηση γι’ αυτήν, όπως ακριβώς η παρακολούθηση αυτής της ιστορίας, για τον αφηγητή, είναι μια αναζήτηση για τον πατέρα του. Από νωρίς, στο πλαίσιο μιας από τις λίστες γεγονότων χωρίς οργανωτική δομή, ο αφηγητής μας λέει ότι οι γονείς του είναι δημοσιογράφοι. Αργότερα, μας λέει ότι ο πατέρας του στην πραγματικότητα δίδαξε τους δημοσιογράφους που με τον καιρό θα γίνονταν οι δικοί του δάσκαλοι. Σιγά-σιγά, τελικά, συνθέτουμε αυτές τις λεπτομέρειες καθώς ο αφηγητής μας καταφέρνει να τις ξεθάψει με πόνο.

Το βιβλίο του Πατρίσιο Προν είναι μια βαθιά, σύνθετη εξερεύνηση της συμφιλίωσης με μια συγκεκριμένη  τραυματική εθνική και οικογενειακή ιστορία, αν και ξεφεύγει, στο τέλος, λίγο υπερβολικά στην τεκμηρίωση της αντιστασιακής οργάνωσης των γονέων του αφηγητή. Η ανάγνωση ξένης λογοτεχνίας, αναμφίβολα, μας προσφέρει μεταξύ των άλλων και μια ευκαιρία να γνωρίσουμε κάποιες ιδιαιτερότητες ενός άλλου πολιτισμού, της ιστορίας του και της οπτικής των πραγμάτων. Εδώ, ο Προν θέλει να μιλήσει για όσους ζούσαν ή μεγάλωσαν τη δεκαετία του 1970, και βλέπει μια ολόκληρη χώρα ως συλλογικό θύμα, μια κοινωνία που υπέμεινε δικτατορία, απαγωγές, δολοφονίες, εκτελέσεις, καθώς όλα αυτά εμπίπτουν στο συλλογικό όρο ‘εξαφανισμένοι’. Δομημένη στις ενότητες που αναφέραμε, η καθεμία από τις οποίες χωρίζεται σε μικρότερα κεφάλαια, ο συγγραφέας θέτει ως στόχο να κατανοήσει πώς λειτουργεί αυτή η συλλογική διαδικασία,  και κυρίως πώς οι σιωπές της ιστορίας, οι αποτυχίες της μνήμης και οι προσωπικές απώλειες, γίνονται τελικά όλα εξαφανίσεις. Τα αριθμημένα μικροκεφάλαια δεν είναι πλήρως διαδοχικά. Στο πρώτο από τα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος, κάποιοι αριθμοί παραλείπονται, μάλλον για να δείξουν τη σπασμένη μνήμη του αφηγητή, αλλά αυτό το διαπιστώνουμε σύντομα. Αργότερα, στη δίνη της έρευνάς του, όταν ο αφηγητής αρρωσταίνει και πυρέσσει, αριθμοί παραλείπονται και πάλι, ή επαναλαμβάνονται, αλλά και πάλι ξέρουμε ότι έχει απωλέσει  την πνευματική  διαύγεια.

Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός, εθισμένος στα ναρκωτικά, ο οποίος έζησε οκτώ χρόνια μακριά της πατρίδας του, προτού επιστρέψει στην Αργεντινή για να βρεθεί με την οικογένειά του κατά τη διάρκεια του φαινομενικά επικείμενου θανάτου του πατέρα του, ο οποίος ξαφνικά, περιέργως, δεν συμβαίνει. Μόλις φτάσει εκεί, ξεκινά τη διαδικασία της αποκάλυψης και της ανάκτησης του εαυτού του και όλων των άλλων λεπτομερειών του πατέρα του και των θυμάτων της χώρας, του στοιχειωμένου εν τέλει παρελθόντος η οποία φυσικά γίνεται μετά την δικτατορία της Αργεντινής. Είναι γεγονός ότι ο συγγραφέας  υποφέρει από διστακτικότητα σχετικά με το πώς να προχωρήσει  ένα έργο στο οποίο προφανώς έχει επενδύσει βαθιά. Επειδή ασχολείται με την ιστορία τόσο της χώρας όσο και της οικογένειάς του, το μείγμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας ενέχει μεγάλη ποσότητα ρευστότητας και αστάθειας. Η συλλογή από αποσπάσματα εφημερίδων, άλλοτε μικρά άλλοτε μεγαλύτερα, γραμμένα σε στυλ ρεπορτάζ με αξιώσεις μη μυθοπλασίας, αποτελούν το σημαντικότερο μέρος του βιβλίου, αν και συχνά παρουσιάζονται βαρετά και επαναλαμβανόμενα. Πάντως, όλα όσα παρατηρούμε σε αυτό, την κάθε λεπτομέρεια της πόλης, την αποτυχία της αστυνομίας, την στοιχειωμένη αίσθηση της βίας που παραμονεύει, όλα δείχνουν επιρροές, κυρίως από τα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Το μυθιστόρημα είναι, στην ουσία, μια προσπάθεια να ειπωθεί μια ιστορία που έχει προηγουμένως περάσει στη σιωπή, γνωρίζοντας ότι αυτή η μυστική γνώση δεν είναι γνώση δύναμης ή απελευθέρωσης, αλλά κατανόηση που συνοδεύεται από κινδύνους και βάσανα, και η επιθυμία του συγγραφέα είναι να γεμίσει τη σιωπή όχι με θόρυβο, αλλά με σαφήνεια και αλήθειες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top