Fractal

Διήγημα: “Τo μαύρο αβγό”

Του Βασίλη Κολχούρη // *

 

 

 

 

“Τo μαύρο αβγό”

 

Ήταν αρχές Μεγάλης Βδομάδας. Μεγάλη Τρίτη μάλλον, αλλά σίγουρα δεν θυμόταν. Αυτό που θυμόταν στα σίγουρα ήταν εκείνη η ορμητική είσοδος της άνοιξης που είχε αλλάξει τις θερμοκρασίες του αέρα και της ψυχής του.

Ο μπαμπάς ετοιμαζόταν μαζί με τα αγγελούδια του για απογευματινή βόλτα. Σιγά σιγά ντυνόταν αυτός κι έντυνε και τα μικρά κορμάκια. Επιτέλους, δεν χρειάζονταν παλτά και μπουφάν. Πολύχρωμα ελαφριά ρουχαλάκια. Για τον Οδυσσέα, τον μεγάλο του, τον «Άραβα Πρίγκιπα» όπως τον φώναζε, επειδή ήταν μελαχρινός μελαχρινός και τη μικρή του, τη Χρυσάνθη, την ξανθιά, τη «Θαλασσομάτα Πριγκίπισσα». Πέντε και τριών χρόνων. Πριγκιπόπουλα και τα δυο τ’ αποκαλούσε, μάλλον γιατί όταν τα είχε στην αγκαλιά του, ένα ένα ή και τα δύο μαζί, αισθανόταν βασιλιάς του Κόσμου.

Το απόγευμα εκείνο είχε προετοιμαστεί από μέρες. Είχε συμφωνηθεί ότι οι τρεις τους θα έβγαιναν να αγοράσουν πασχαλινά στολίδια για το σπίτι. Και δεν θα πήγαιναν όπου κι όπου. Θα τα αγόραζαν από το παζάρι που είχαν στήσει τα παιδιά της ΕΛΕΠΑΠ στο κέντρο της πόλης. Ο μπαμπάς είχε εξηγήσει για πολλή ώρα στα μικρά του, πόσο σημαντικό ήταν να δώσουν λίγη χαρά στα παιδιά που πάλευαν με τόσες αντιξοότητες και παιδεύονταν να φτιάξουν όμορφα πράγματα για να δώσουν χαρά σε όλους και να τους βοηθήσουν να στολίσουν τα σπίτια τους.

Ο βασιλιάς έπιασε τα δυο λεπτά χεράκια σφιχτά και η βόλτα ξεκίνησε. Ο ανοιξιάτικος αέρας χάιδευε τα πρόσωπα. Γέλια και κουβέντες, καλησπέρες με τους γείτονες, αλλοπρόσαλλα βηματάκια, ομορφιά και χαμόγελα. Έφτασαν στο κέντρο σε κάνα μισάωρο, περπατώντας χαλαρά. Τα παιδικά ματάκια φωτίστηκαν σαν είδαν τα τόσα πολύχρωμα στολίδια. Ο Οδυσσέας διάλεξε μερικά. «Μπαμπά, μπορούμε να τα πάρουμε όλα αυτά;». Μπορούσαν. Λες και τα μάτια τους είχαν εξασκηθεί με κάποιο μαγικό τρόπο και τα δυο πριγκιπόπουλα, παρά τον τίτλο, δεν διάλεγαν ποτέ ακριβά, φαντεζί πράγματα. Τους άρεσαν άλλα, πιο απλά.

Ξάφνου το μάτι της μικρής έπεσε σε ένα φοβερό στολίδι: ένα μαύρο αβγό με κάτι άσπρα σχέδια επάνω. «Μπαμπά, θέλω αυτό, μου αρέσει πολύ». Πριν ο μπαμπάς προλάβει ν’ αποκριθεί, πετάχτηκε η μία από τις δύο κυρίες που ήταν πίσω από τον τεράστιο πάγκο: «Αυτό; Μα, αγάπη μου, αυτό είναι μαύρο. Αλήθεια σου αρέσει;» Ο μπαμπάς ξεροκατάπιε και προσπάθησε να αγνοήσει όσα άκουσε. «Θα το πάρουμε, κούκλα μου, ευτυχώς που το είδες, γιατί κι εγώ το βρίσκω υπέροχο». Η μικρή χαμογέλασε κάπως αμήχανα, αλλά με προφανή ευχαρίστηση, λες κι είχε κλέψει τα σοκολατάκια από το βάζο. Ο μπαμπάς άρπαξε το αβγό και τα υπόλοιπα στολίδια που είχαν διαλέξει τα πριγκιπόπουλά του. Καθώς πλήρωνε, η ίδια κυρία, συνέχισε αμετανόητη: «πω πω, ποτέ δεν περίμενα να πουληθεί αυτό το αβγό. Να το πούμε στον Δημητράκη να χαρεί, ότι κάποιος διάλεξε το αβγό που έφτιαξε». «Ασφαλώς να το πείτε. Και να του πείτε ότι όλοι μας το βρίσκουμε υπέροχο», απάντησε ο μπαμπάς.

Οι τρεις τους, γύρισαν σπίτι μαζί με το αβγό και τα υπόλοιπα στολίδια, μέσα σε γέλια και σε χαρές. Άρχισαν να βάζουν τα στολίδια σε διάφορες θέσεις μέσα στο σπίτι. Έχουν περάσει χρόνια κι ακόμα τα αφτιά του μπαμπά είναι σαν να ακούνε ώρες ώρες εκείνες τις φωνές: «Μπαμπά, είναι ωραίο εδώ;». Μετά από λίγα λεπτά, ήρθε και η μαμά. Όλο καμάρι, τα μικρά της έδειχναν τα στολίδια που είχαν διαλέξει. Η μικρή, με περισσή χαρά, της έδειξε το μαύρο αβγό που είχε βάλει πάνω στο τζάκι. Η μαμά πάγωσε… «Μαύρο, Χρυσάνθη μου;» Ο μπαμπάς κάτι ψέλλισε, σχεδόν από μέσα του…

Κάποια στιγμή τα μικρά αποκοιμήθηκαν. Ο μπαμπάς και η μαμά συζητούσαν. Ο μπαμπάς περιέγραφε στη μαμά πόσο όμορφα πέρασαν στη βόλτα τους. Η μαμά όμως είχε τις δικές της ανησυχίες: «μήπως να πάμε τη Χρυσάνθη μας σε κανέναν ψυχολόγο; Είναι φυσιολογικό αυτό από ένα τρίχρονο παιδί να διαλέξει ένα μαύρο αβγό;»

Για μέρες, η μικρή πριγκίπισσα πήγαινε κάθε τόσο στον μπαμπά της και τον ρωτούσε: «μπαμπά, μήπως δεν έκανα καλά που διάλεξα αυτό το αβγό;». Η απάντηση πάντα η ίδια: «εγώ, όπως κι εσύ, όπως κι ο Δημητράκης που το έφτιαξε, το βρίσκω υπέροχο. Νομίζω ότι έχεις φοβερό γούστο που διάλεξες κάτι τέτοιο. Να μην σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι αν εσένα σου αρέσει.» Από ένα σημείο και μετά, ο μπαμπάς δεν ήξερε αν η μικρή τον ρωτούσε επειδή την ένοιαζε ακόμα ή επειδή ήθελε να ακούσει την ίδια ατάκα. Ήλπιζε το δεύτερο.

Τα χρόνια πέρασαν. Μπαμπάς και Χρυσάνθη, έμεναν πια σε διαφορετικά σπίτια. Η ανάμνηση του μαύρου αβγού πάνω στο τζάκι, γέμιζε πάντα τον μπαμπά με ένα περίεργο συναίσθημα, μπερδεμένο. Ήταν συγκίνηση, ήταν μια κάποια οργή, ήταν απορία, ήταν νοσταλγία, ήταν η αγάπη για τα πριγκιπόπουλά του, που είχαν πια μεγαλώσει. Όλα μαζί. Κάθε φορά που το σκεφτόταν, βάραινε, καμιά φορά έκλαιγε κιόλας. Η καρδιά του μαλάκωνε όμως στο τέλος, όταν σκεφτόταν τη Χρυσάνθη του, μικρή, πιασμένη χέρι χέρι με τον Δημητράκη, να χαχανίζουν με όλους αυτούς που θέλουν όλα τα αβγά άσπρα.

 

 

* Ο Βασίλης Κολχούρης γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Είναι πατέρας δυο έφηβων κοριτσιών και ενός δίχρονου γιου, μέτριος δρομέας, μετριότατος καλαθοσφαιριστής αλλά δεινός πότης καφέ. Είκοσι δύο συναπτά έτη, προσπαθεί να διδάσκει Φυσική. Κάποιες, λίγες, φορές το κατάφερε αρκούντως.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top