Fractal

Διήγημα: “Το κλειδί”

Της Αργυρώς Πατσού // *

 

 

 

 

Με χαρά παιδιάστικη έτρεχε. Έσκιζε, θορυβώντας, καλειδοσκοπικά τοπία. Προς τα έξω, προς τα μέσα, ξυπόλυτη έτρεχε. Ξέφρενο κουδούνισμα τα βραχιόλια στα πόδια και το βαρύ, σπασμένο παιχνίδι, φορεμένο στον λαιμό, τραμπαλιζόταν με τόση φούρια που σχεδόν τη μαστίγωνε. Ήταν ένα μεγάλο κλειδί, κειμήλιο από τα παιδικάτα της.

Στο πατρικό της περίσσευαν τα παιχνίδια μα, λες από καπρίτσιο, εκείνη είχε επιλέξει τούτο το κλειδί για παιχνίδι. Το’ χε βυθίσει κάποτε στη λεκάνη που έτρεχε να φέρει στον αγαπημένο της, ξερακιανό παππού, κάθε που επέστρεφε απ’ τη βαριά δουλειά κι έβαζε, για ξαπόσταμα, μέσα στο ζεστό νερό τα πληγιασμένα πόδια… Και το’ χε βαφτίσει “Εγκατάλειψη”.

Δυο χρόνια αργότερα, μια ψυχρή φωνή ειδοποίησε τηλεφωνικά για τον πνιγμό του, κατά τ’ άλλα δεινού κολυμβητή, προγόνου.

Έτρεχε τώρα, με την Εγκατάλειψη στον λαιμό, να βρει και να ξετρυπώσει την Κυρά της Απάνω Χώρας. Η φασματική παρουσία ήταν το αγαπημένο θέμα συζήτησης των ντόπιων σ’ εκείνη την άκρια του νησιού, που τώρα κατοικούσε· η μόνη ικανή να πυροδοτεί την άνευρη ζωή που ήταν αναγκασμένοι να υπομένουν. Την έβλεπαν, έλεγαν, μ’ αγερωχία στον γκρεμό ν’ ακροβατεί· πότε-πότε, την άκουγαν σε γλώσσα ακατάληπτη να σκούζει. «Μοιάζει σαν κάτι να ζητά», είχε αποφανθεί μια γερόντισσα. «Κάτι που της ανήκει δικαιωματικά μα της το έχουν πάρει».

Πύκνωνε τώρα, μαζί με το τρεχαλητό, ο αέρας. Σε λίγο θα την αντάμωνε, το ’νιωθε. Μα, μέσα στον συνεπαρμό, αγκάθια μπήχτηκαν στα πόδια της και ξεφώνισε άθελά της.

«Τι θες εδώ πάνω;» ήρθε σ’ απόκριση του ξεφωνητού βαθιά φωνή, που ’μοιαζε να βγαίνει απ’ το χορευτικό των σπαρτών στο παράγγελμα του ανέμου. «Δεν έχει εδώ νερά, δεν έχει θάλασσα. Πονάς; Σε φρέναραν τ’ αγκάθια στα πόδια; Προσεχτικά πολύ και τρυφερά θα στ’ αφαιρέσουν. Οι δρόμοι θα φαντάζουνε βατοί, ενώ κρυφά, με τέχνη περισσή θα πλέκεται, Βασίλισσα, τ’ αγκάθινό σου στέμμα».

«Θέλω να σε δω», της απάντησε. Γονάτισε με κόπο στο ύψος των σπαρτών. «Τι σε καθήλωσε εδώ; Τι σου λείπει;»

«Μια έλλειψη όλοι δεν είμαστε;»

Η φωνή έσβησε, και παρουσία δεν είδε. Κατέβηκε κουτσαίνοντας το βουνό, και γι’ αρκετό καιρό δεν ξαναβγήκε απ’ το σπίτι.

«Δεν έχει εδώ νερά, δεν έχει θάλασσα». Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε. Σ’ έναν βρομερό κολπίσκο, την έμφυτη αγάπη της για τ’ ανοιχτά πέλαγα κατέθεσε˙ τη μέρα εκείνη που στο προσκέφαλο έλαμψε το αγκάθινό της στέμμα.

Τούτο συνεχίστηκε μήνες, με τόση συνέπεια, την ίδια πάντα ώρα καθημερινά, που απέκτησε τελικά χαρακτήρα τελετουργίας.

Μέρα τη μέρα, η επιφάνεια του νερού γινόταν ολοένα και πιο αποτρόπαιη. Είχε γεμίσει τώρα με τα επιπλέοντα περιττώματα του αδέσποτου σκύλου που, οσφραινόμενος το πλησίασμά της, βούταγε πρώτος αυτός καλώντας την να μοιραστούν τον βούρκο.

Τα πόδια της προσπαθούσαν να ισορροπήσουν σ’ έναν ολισθηρό, βδελυρό πυθμένα που ύπουλα υποχωρούσε. «Κάπως έτσι θα περπατά στον γκρεμό κι εκείνη εκεί πάνω», σκεφτόταν και χαμογέλαγε. Γιατί, ώσπου το ακύμαντο πάντα νερό να ευθυγραμμιστεί με την Εγκατάλειψη στον λαιμό, πήγαινε περπατώντας· ύστερα κολυμπούσε.

Τι ξέπλενε εκεί μέσα, τι αποκήρυσσε, όταν όλο και πιο βρόμικη ξάπλωνε μετά, στο γιομάτο από γόπες, πεταμένα λάστιχα, σκισμένα παραγάδια και κάθε λογής έντομα, βράχο, καρφώνοντας τα μάτια στον πυρρό ήλιο ούτε το ήξερε ούτε φαινόταν να την ενδιαφέρει. Το μόνο που έμοιαζε να είχε σημασία ήταν να βεβαιώνεται, μέρα τη μέρα, πως μπορούσε ακόμα να εκμηδενίζεται απ’ τον ήλιο, πηγαία και με καθαρά χαρτιά, να τον αφήνει να τη διαπερνά ώσπου η Εγκατάλειψη στον λαιμό ν’ αφανίζεται και να μην έχει πια ύπαρξη και σχήμα.

Πέρασε έτσι πολύς καιρός. Ένιωθε πως η θητεία στα βρόμικα νερά –ποιος ξέρει από πού υπαγορευμένη– πλησίαζε στο τέλος, που ηθελημένα η ίδια παρέτεινε, περιμένοντας στωικά εκείνο το σημείο μηδέν όπου, όχι ο νους μα ο οργανισμός, λέει: «Δεν έχω άλλο από αυτό, το εξάντλησα· δεν έχω άλλο».

Κάποιοι γίνονται ελιγματικοί όταν η πορεία γίνεται επίφοβη, άλλοι αλλαξοδρομούν και άλλοι συνεχίζουν έως το τέρμα είτε από άγνοια είτε με πλήρη συναίσθηση του κινδύνου. Ίσως, πίσω απ’ αυτή την επιμονή –μεταλλαγμένη σε δύναμη– να κρύβεται μια φοβία για το κόψιμο του λώρου που δεν ομολογούν ούτε στον εαυτό τους· ίσως, πάλι, να είναι απλώς βυθομετρικοί και δύσπιστοι για το πολύτιμο αλιεύσεων και αναδύσεων που δεν τελούνται απ’ τα βάθη. Έπαιζε την Εγκατάλειψη στο στόμα, προσμένοντας την ώρα που σε κρυστάλλινα νερά θα πνιγόταν ξανά η παμπάλαιη ηλικία, και αυτή ξανά νιογέννητη πλάι στο ξεβρασμένο πτώμα, κατάντικρυ στον ήλιο θα ’λυνε τα μακριά, τα καθαρά μαλλιά της.

Στην άκρη του στενόμακρου, αρχαίου Διαδρόμου, καθόταν τώρα αναίσχυντα, σταυροπόδι, πάνω σε θρόνο φτιαγμένο από άψητα κοράλλια και χαριεντιζόταν μ’ ένα σκοτάδι που ασημοράβδιζε η Εγκατάλειψη. Από τον τόσο ήλιο που είχε δεχτεί είχε και η ίδια μεταμορφωθεί σε σκοτάδι.

Έδωσε σύνθημα να ξεκινήσει η πομπή. Απ’ τον Διάδρομο θα παρήλαυναν όλοι εκείνοι, ζωντανοί ή νεκροί, όλα εκείνα, ζωντανά ή νεκρά, που είχαν διασταυρωθεί με την πορεία. Ιερατικές μορφές παρατάχθηκαν αριστερά και δεξιά του Διαδρόμου. Άλλο δεν φαινόταν απ’ το λευκό ρούχο τους, να καθορίζει το περίγραμμα της στενής λωρίδας που απέμενε για την πομπή. Θα εκτελούσαν την απόφαση που θα έπαιρνε εκείνη, που δεν έβλεπαν μα που από τη χορευτική κίνηση της Εγκατάλειψης μάντευαν την αιλουροειδή της φύση.

«Στ’ αριστερά ό,τι διασώθηκε· στα δεξιά ό,τι απόψε τελειώνει». Προλόγισε την πομπή παίζοντας το μενταγιόν Εγκατάλειψη, που διέγραφε κύκλους, στα χέρια. Με το που δόθηκε το σύνθημα όλα άρχισαν να διασχίζουν τον Διάδρομο και να στέκονται μπροστά της, αναμένοντας κρίση καταδίκης ή σωτηρίας, σ’ ένα κλείσιμο λογαριασμών καθυστερημένο πολύ μιας και, όπως είπαμε, τα πράγματα τα έφτανε έως τις εσχατιές και ήταν λογικό να είχε χρονοτριβήσει. Μα τώρα τα έσχατα αποφάσιζαν και το’ καναν τόσο μαεστρικά και ακαριαία που ένας διάκοσμος που είχε χρειαστεί αιώνες να στηθεί γκρεμιζόταν και ανασυνθετόταν στιγμιαία. Πόσος ατέλειωτος χρόνος για να φτάσει έως εδώ… Πόσο λίγο της έπαιρνε για να τελέσει το ξεσκαρτάρισμα σε τούτο το αδιαχώρητο που οργιαστικά παρήλαυνε τώρα.

Κάποια στιγμή η φωνή της έσπασε. «Όχι! Όχι, όχι!» έσκουξε. «Στα δεξιά! Πάρτε τον! Ένα μακέλεμα! Μου ‘βγαλε τ’ αγκάθια απ’ τα πόδια· έχω στο μέτωπο ακόμα αίματα και μου κυλούν στα μάτια». Πάνω εκεί, στο πορφύρωμα, σήμανε η λήξη του δρώμενου. Εκσφενδόνισε την Εγκατάλειψη, κλότσησε τη λεκάνη που μέσα της την είχε βαφτίσει. Μια ιστορία πονεμένων ποδιών, σκυτάλη αναμεσίς προγόνων κι απογόνων.

Άνοιξε, χωρίς πια το σπασμένο κλειδί, την επτασφράγιστη πύλη και βγήκε έξω σε μια χρυσή μέρα. Μια μαβιά πεταλούδα στάθηκε και διπλοφτερούγισε μέσα στον αφαλό της. Λεύτερη και άοπλη εγκαταλείφθηκε κι έσβησε μες στον ήλιο.

Η ζωή των κατοίκων του νησιού έμοιαζε τώρα επί ξύλου κρεμάμενη. Η Κυρά της Απάνω Χώρας δεν ξαναεμφανίστηκε· έμεινε μόνο ένα καμπούριασμα να συντροφεύει την κενολογία τους στις πλαστικές καρέκλες

 

 

* Η Αργυρώ Πατσού είναι ποιήτρια, συγγραφέας, μεταφράστρια, παιδαγωγός και αρθρογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών. Από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή «Απόσταγμα». Ζει και εργάζεται στην Ερμούπολη

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top