Fractal

Η αφηρημένη έννοια τού μικρού ορεινού χωριού που λειτουργεί συνεκδοχικά αναδεικνύοντας τις όποιες κοινωνικές, πολιτικές και οικογενειακές παθογένειες τής εποχής μας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Δημήτρης Αλεξίου, «Άνθρωποι από χώμα», εκδόσεις διόπτρα, Αθήνα 05/04/2023, σελ. 320

 

Στην αδερφή μου Έφη,

που μου έδειξε από νωρίς στη ζωή μου

τη σημασία του να προσπαθείς

χωρίς να βαρυγκομάς για όσα σε ζορίζουν.

 

Η αφιέρωση δείχνει και τον τόνο και το ποιόν και την ηθική στάση που είναι πάντα αισθητική επιλογή. Το Κακό είναι κακαίσθητο γιατί αντιβαίνει στις αρμονικές καμπύλες τού σύμπαντος.

Η κρυμμένη αρμονία είναι το ζητούμενο όλων των ψυχών που οραματίζονται έναν καλύτερο κόσμο.

Και ο εκλεκτός Δημήτρης Αλεξίου, μέλος τού Pen Greece για την προάσπιση τού υψίστου αγαθού τής ελευθερίας τής έκφρασης, ανήκει στην χορεία των προασπιστών τής Αλήθειας. Συνδεκτικός κρίκος από την γενιά των πρώτων διαφωτιστών μέχρι των πνευματικών ανθρώπων που αγωνίζονται σήμερα για την διατήρηση τής ανθρωπιάς μας χωρίς να διασαλεύονται οι οικολογικές ισορροπίες και η ευζωία των άλλων όντων, γράφει γιατί έτσι εμπνέει στους άλλους στάσεις και συμπεριφορές ζωής εναλλακτικές τού κυριάρχου συρμού.

Σε τρία μέρη, επίλογο κι ευχαριστίες διακρίνουμε την μακροδομή αυτού του καλοχτενισμένου και άρτια προσαρτημένου βιβλίου στο μακρύ καραβάνι τής αφήγησης από την ανατολίτικη Αρχαιότητα μέχρι την ρομποτική εικονική πραγματικότητά μας.

Σκέφτομαι καμιά φορά πως οι μηχανές διψάνε για συναισθήματα που δεν μπορούν να βιώσουν, ακριβώς όπως χρειάζονται το λιπαντικό. Όλη αυτή η έκρηξη αφηγουμένων ιστοριών, αυτοψυχαναλυτικών εμβαθύνσεων, ομαδικών δραματοθεραπειών, εξομολογουμένων αστοχιών μπορεί να εντάσσεται σε αυτή την τάση των κβαντικών υπολογιστών τού μέλλοντος που «φορτώνουν» δεδομένα (όπως οι παλαιοί υπολογιστές κωδικοποιούσαν τα πάντα σε τελίτσες πάνω σε κάτι κορδέλες που προσομοίαζαν με μοδιστρικό εργαλείο).

Σίγουρα όμως αυτή η πεζογραφική (αν κι όχι πάντα πεζολογική) έκρηξη οδηγεί στην Κάθαρση, στο έλεος, στην κατάπνιξη τού Φόβου, στον έλεγχο τού Αγνώστου, στην θεραπεία τού Αρρήτου, στον εξορκισμό τού Θανάτου, στην πλήρωση τού Κενού, στην αντιστάθμιση τού Τίποτα.

Α΄ Μέρος

Το παιδί των όλων

 

Ένας θόρυβος ακούστηκε από το πίσω μέρος της αίθουσας,

μια ξαφνική κίνηση μαζί με ένα πνιχτό βογκητό. Ο δάσκαλος

φόρεσε πάλι τα γυαλιά του και προσπάθησε να εστιάσει εκεί

απ’ όπου ακούστηκε ο ήχος. Ένας από τους μαθητές είχε σηκωθεί και στεκόταν τώρα όρθιος και ξαναμμένος δίπλα στο

ξύλινο θρανίο του. Τα πυρόξανθα μαλλιά του, αχτένιστες και

ατημέλητες μπούκλες, έπεφταν πάνω στο γεμάτο φακίδες

ζυγωματικό. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα, αλλά στην

περίπτωση του Ιορδάνη κανείς ποτέ δεν ήταν σίγουρος αν η

κοκκινάδα του προσώπου ήταν αντίδραση εσωτερική, αντανάκλαση των μαλλιών του ή οφειλόταν σε κάψιμο από τον

ανοιξιάτικο ήλιο. Υπήρχαν φορές που ο κύριος Απόστολος

έβλεπε τα μάγουλα του Ιορδάνη και πίστευε ότι οι φακίδες

του ήταν πυρωμένες και έκαιγαν την ώρα που τον εξέταζε.

Δεν ήταν από τους καλούς μαθητές και η εξέταση στον πίνακα

φαινόταν πάντα βασανιστήριο γι’ αυτόν.

«Έλα λοιπόν στον πίνακα, Ιορδάνη».

Ο Ιορδάνης δεν ήξερε τι να κάνει. Του φαινόταν αδιανόητο

να καταπατήσει τον άγραφο νόμο των μαθητών και να καταδώσει τον διπλανό του για την καρφίτσα που του είχε βάλει

στο κάθισμα, το μόνο πράγμα που θα τον οδηγούσε ποτέ να

σηκωθεί όρθιος οικειοθελώς για να πει μάθημα. Με βαριά,

αβέβαια βήματα κινήθηκε προς τον πίνακα, χαμηλώνοντας

το βλέμμα στη χλεύη και στα ειρωνικά γέλια των συμμαθητών του. Αν δεν τους κοιτούσε, δεν θα έμπαινε σε πειρασμό

να μαρτυρήσει γιατί είχε σηκωθεί από το θρανίο. Μπορούσε

μόνο να υποστεί το μαρτύριο στωικά.

«Σε ακούμε, παιδί μου», είπε ο κύριος Απόστολος μόλις

ο Ιορδάνης γύρισε το σώμα προς την υπόλοιπη τάξη – το

κεφάλι ακόμα χαμηλωμένο.

Το αγόρι κατάπιε το σάλιο του και ξεκίνησε δειλά να λέει

ό,τι θυμόταν για τον Περικλή. Δεν ήταν σίγουρο αν αυτά που

έλεγε ήταν από το βιβλίο, αν τα είχε ακούσει από τον ίδιο τον

δάσκαλο ή αν ήταν ιστορίες της γιαγιάς του, που παλιά του

μιλούσε για τον Περικλή, τον γάιδαρό της. Από τα γέλια που

ακούστηκαν υπέθεσε ότι η εξέτασή του ολίσθαινε επικίνδυνα

προς την τρίτη περίπτωση. Έκανε μια παύση και σήκωσε τα

μάτια προς τον κύριο Απόστολο, που τον κοιτούσε θλιμμένα.

«Είμαι σίγουρος, παιδί μου, ότι ο Περικλής έτρωγε καρότα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα τέτοιο το βιβλίο της Ιστορίας.

Δεν έχεις διαβάσει;»

Το αγόρι δεν απάντησε. Ένευσε μόνο αρνητικά.

«Και γιατί σηκώθηκες να πεις μάθημα;»

Ο Ιορδάνης παρέμεινε σιωπηλός, αλλά τα πνιχτά γέλια

που ακούστηκαν από τα πίσω θρανία έδωσαν μία ιδέα στον

απορημένο δάσκαλο.

«Γιατί δεν διάβασες;» επέμεινε, ψάχνοντας απεγνωσμένα

έναν λόγο για να δικαιολογήσει το κοκκινομάλλικο παιδί.

«Πήγα στην πόλη χθες με τον πατέρα μου, κύριε. Ήταν η

συνάντηση των εκπροσώπων του ορυχείου με την εταιρεία.

Δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου εδώ. Θα ανησυχούσε για

μένα, είπε, και δεν θα μπορούσε να μιλήσει μαζί τους» (σελίδες 12-13).

 

Δημήτρης Αλεξίου

 

Το χιούμορ σε συνδυασμό με την φιλάνθρωπη διάθεση παραπέμπει μεν στους «Αθλίους» τού Ουγκώ, απέχει όμως πια από τους πρώτους εγκυκλοπαιδιστές, αφού οι σύγχρονες μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο προσφέρουν μεν γρήγορη πρόσβαση στην όποια πληροφορία (αληθή ή κατασκευασμένη) θολώνουν όμως το τοπίο για τους αναζητητές τής Αλήθειας.

Οι λογοτέχνες τού καιρού, όπως κι οι πρόδρομοί τους περί τα τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα, φέρουν διπλό φορτίο στις ράχες τους: και να θέλξουν τον αναγνώστη και να τον εκπαιδεύσουν για παροντικές και μελλοντικές δυσχερείς καταστάσεις. Μία δοκιμασμένη λύση είναι η επιστροφή στο παρελθόν (άμεσο ή απώτερο) κατάλληλα επεξεργασμένο στο λογοτεχνικό εργαστήριο. Η πληροφορία εδώ δεν είναι αυτοσκοπός αλλά το μέσο.

 

«Δεν φτάνει που ξεσηκώνει τον κόσμο να μην πηγαίνει στη

δουλειά του και οδηγεί ένα ολόκληρο χωριό στην ανεργία,

απομακρύνει κι εσένα από τα μαθήματά σου τώρα; Τι δουλειά

έχεις εσύ να σέρνεσαι στις απεργίες και στις διαδηλώσεις; Να

πεις του πατέρα σου να έρθει αύριο να με δει. Πρωί πρωί.

Πριν πάει στη δουλειά να του πεις. Μ’ άκουσες;»

Τα τελευταία λόγια του δεν ακούστηκαν. Το βουητό είχε

ήδη αρχίσει. Υπόκωφο στην αρχή, άρχισε να δυναμώνει, να

γίνεται βρυχηθμός και μετά κλαπαταγή. Τριξίματα, κρότοι,

ήχοι από σούρσιμο και από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα.

Και κραυγές. Αυτό ξεχώριζε πάνω απ’ όλα: οι κραυγές.

Η σκόνη φάνηκε να ξεκινάει από το βουνό καμιά τετρακοσαριά μέτρα πίσω από το σχολείο. Τιναζόταν στον αέρα

σε στήλες, σαν να είχε βάλει κάποιος φυσερό στη γη και να

έστελνε ριπές προς τα πάνω. Ριπές μαύρης και κίτρινης σκόνης πλησίαζαν, σαν να κατέβαινε το βουνό, μια ατμοκίνητη

αμαξοστοιχία που ετοιμαζόταν να περάσει μέσα από το χωριό, μέσα από το σχολείο.

Για τον Ιορδάνη έμοιαζε να έχει σταματήσει ο χρόνος.

Η γη φάνταζε να τον κλοτσάει από κάτω, αλλά παράλληλα

να τον κρατάει όρθιο, μην τυχόν λιποψυχήσει και πέσει.

Οι ήχοι και η βοή τον είχαν ακινητοποιήσει. Τα μάτια του

είχαν ανοίξει διάπλατα και το άσπρο είχε απλωθεί παντού

πάνω τους. Τα βλέφαρά του δεν μπορούσαν να το διώξουν,

γιατί δεν μπόρεσαν να κλείσουν. Για δύο ολόκληρα λεπτά.

Δύο λεπτά που άλλαξαν τη ζωή του Ιορδάνη για πάντα κι

έμεινε εκεί ακίνητος, να τα βλέπει, να τα ακούει, να τα μετράει, να τα ζει. Δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, κρότο τον

κρότο, πέτρα την πέτρα, κραυγή την κραυγή.

Το βουνό έμοιαζε να άνοιξε τα έγκατά του και να έκανε

μία χαρακιά πάνω στη γη. Η γραμμή λόξεψε, πέρασε έξω

από τα πρώτα σπίτια του χωριού και έφτασε ως το σχολείο,

όπου ξανάστριψε απότομα. Πέρασε κάτω από το κτίριο,

διέσχισε την αυλή με πάταγο, προχώρησε στα απέναντι

σπίτια και στο καφενείο του Χάντα και σταμάτησε στην

κουζίνα του. Ρούφηξε τα πάντα στην πορεία της: τοίχους,

πέτρες, αίθουσες, θρανία, έπιπλα, ανθρώπους. Όσο προχωρούσε, τόσο μεγαλύτερος ο θόρυβος, τόσο πιο πολλές

οι κραυγές. Όταν σταμάτησε, η σκόνη έπνιξε τις κραυγές.

Ένα αργό σούρσιμο σαν άμμος που κυλάει από χέρι παιδιού

πάνω από το κάστρο του απέμεινε να κλαψουρίζει. Θρόισμα.

Η ζωή του Ιορδάνη άλλαξε με ένα θρόισμα. Όλοι οι υπόλοιποι ήχοι κόπασαν και το θρόισμα απέμεινε να ψιθυρίζει

τι είχε συμβεί.

Ο αέρας ήταν τόσο γεμάτος σκόνη, που έμοιαζε σαν να

έχει βουτήξει ολόκληρος σε βάλτο. Τα πάντα ήταν κιτρινόμαυρα, μέχρι και τα μαλλιά του Ιορδάνη. Μόνο τα μάτια του

απέμεναν ορθάνοιχτα, με το εκτυφλωτικό λευκό τους σαν

δυο χιονονιφάδες δίπλα στον κορμό του πλάτανου. Μπροστά

του ανοιγόταν μία τάφρος γεμάτη ερείπια, μπάζα και πέτρες,

ξύλα και αντικείμενα που δύσκολα μπορούσες να καταλάβεις

το σχήμα τους. Εξάλλου όλα είχαν το ίδιο χρώμα.

Στις 11 Οκτωβρίου το μικρό ημιορεινό χωριό Βερτίλι

άνοιξε στα δύο, όταν κατέρρευσαν κάποιες στοές στο

κοντινό ορυχείο. Το χάσμα που δημιουργήθηκε κατάπιε

τέσσερα σπίτια, μισό καφενείο και ολόκληρο το σχολείο του

χωριού. Δεκαπέντε εργάτες ορυχείου –όλοι απεργοσπάστες–, έντεκα ενήλικοι, εκ των οποίων οι έξι δάσκαλοι, και

ογδόντα οκτώ παιδιά θάφτηκαν στα ερείπια. Στη μία άκρη

του χωριού είχε απομείνει μόνο ο υπεραιωνόβιος πλάτανος,

το νεκροταφείο και μισό καφενείο με μια μαρμάρινη γούρνα

νεροχύτη να στέκει ακόμα πάνω από τον κρατήρα. Δίπλα

στον πλάτανο απέμεινε να στέκει ακίνητο το μοναδικό παιδί

του χωριού που δεν ήταν στο μάθημα και δεν θάφτηκε μαζί

με το σχολείο. Ο Ιορδάνης Ντάβαρης, έντεκα χρονών, έχει

κόκκινα μαλλιά και φακίδες στο πρόσωπο, αλλά τίποτα

απ’ όλα αυτά δεν φαίνεται κάτω από τη σκόνη. Είναι απλώς

το παιδί που δεν πέθανε. (σελ. 19-21).

 

Ήδη από την «έκθεση» φαίνεται πως ακολουθούνται εδώ όλες οι τεχνικές και οι νόμοι τής παραδοσιακής αφήγησης (βάλσαμο στις πληγές τού κατατραυματισμένου από την όποια αποδόμηση αναγνώστη).

 

Πέντε σπίτια πριν από το σπίτι της θείας του τον πρωτοείδε. Φορούσε καφέ παντελόνι, μαύρα γυαλιστερά παπούτσια

και άσπρο πουκάμισο. Είχε ξανθές μπούκλες που έπεφταν

στις δύο πλευρές του προσώπου του και μια μύτη κάπως σηκωτή. Φαινόταν στην ηλικία του, αλλά δεν τον είχε ξαναδεί.

Σίγουρα δεν πάει στο σχολείο μου, σκέφτηκε ο Ιορδάνης

με ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Ο μικρός είχε λυγισμένα τα πόδια σε βαθύ κάθισμα και

με ένα ξυλάκι στο χέρι σκάλιζε το χώμα και παρατηρούσε

κάτι με προσοχή. Δεν έδωσε σημασία στον Ιορδάνη, που τον

πλησίασε αργά με περιέργεια, όχι μόνο για το τι έκανε, αλλά

κυρίως για το ποιος ήταν.

«Όσες φορές κι αν κόψω τον δρόμο των μυρμηγκιών, αυτά

βρίσκουν άλλο δρόμο για να συνεχίσουν για τη φωλιά τους.

Ένα βουνό χώμα έριξα από πάνω τους και συνέχισαν. Βγήκαν

από το χώμα, έφτιαξαν καινούριες αλυσίδες και συνέχισαν

να μεταφέρουν φαΐ προς τη φωλιά τους».

Ο Ιορδάνης έσκυψε πάνω από τη μυρμηγκοφωλιά σαν να

περίμενε τα μυρμήγκια να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα του

παιδιού. Έμεινε για λίγο να τα παρατηρεί. (σελ. 25-26).

 

Διαλέγω αυτό το απόσπασμα γιατί δείχνει την περιγραφική δεινότητα τού συγγραφέα που ζωγραφίζει με λέξεις εικόνες ανεξίτηλες στο εσωτερικό «αυτί» τού αναγνώστη που λειτουργεί και σαν θεατής σε ένα ιδιωτικό ιδεοθέατρο, άγνωστο σε όλους τους άλλους, μοναδικό κάθε φορά κι ανεπανάληπτο. Η αναγνωστική ικανότητα είναι κι αυτή μία επίδοσις που γυμνάζεται, εξασκούμεθα εις αυτήν.

 

Το χειρότερο πράγμα που συνέβη με την μπόρα ήταν ότι η

ουλή που είχε ανοίξει πάνω στην πλαγιά του βουνού είχε

μετατραπεί σε χείμαρρο. Μία νέα κοίτη κατέβαινε το βουνό

και τα νερά την προτίμησαν από τα παλιά ρέματα, γιατί ήταν

φρέσκια και τα υλικά της υποχωρούσαν πιο εύκολα. Ο τοίχος

που είχε απομείνει όρθιος από το καφενείο του Χάντα άντεξε

μόλις δέκα λεπτά κόντρα στα ορμητικά νερά. Υποχώρησε

γρήγορα, δίνοντας διέξοδο προς την πλαγιά από κάτω του,

που οδηγούσε στο κανονικό ρέμα του χωριού, σαν να έκανε

χάρη στους υπόλοιπους κατοίκους, που φοβήθηκαν ότι θα

πλημμύριζε όλη η δυτική πλευρά και το ποτάμι θα ισοπέδωνε

όλο το χωριό.

Το επόμενο πρωί ήταν το πρωί της μαύρης λάσπης. Όχι ότι

δεν ήταν συνηθισμένο το χωριό. Οι ανθρακωρύχοι ήξεραν και

από μαύρη σκόνη και από μαύρη λάσπη. Μέσα σ’ αυτές ζούσαν όλη τους τη ζωή. Μόνο που αυτή τη φορά η λάσπη μύριζε

θάνατο και απελπισία. Ήταν εχθρός, γιατί έκανε τη δουλειά

της διάσωσης πιο δύσκολη. Λειτούργησε σαν συγκολλητική

ύλη μες στη χαράδρα του ρήγματος. Και σκέπασε ερμητικά

ερείπια, ανθρώπους και ελπίδες.

Το τάγμα μηχανικού επέλεξε να γκρεμίσει εντελώς το καφενείο και να δημιουργήσει άνοιγμα από εκεί προς την άδεια

πλαγιά, ώστε να αποσύρονται τα φερτά υλικά. Το πρωινό

της 12ης Οκτωβρίου το χάσμα άνοιξε κι άλλο. Ο υπεύθυνος

της εταιρείας επέμενε ότι δεν υπήρχαν στοές από κάτω που

να έφταναν μέχρι εκεί και ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος

κι άλλης κατολίσθησης. Αδυνατούσε δε να καταλάβει πώς

η καταστροφή είχε φτάσει στο χωριό. Καμία σήραγγα δεν

έφτανε σε απόσταση κοντινότερη από πεντακόσια μέτρα από

την περίμετρο του χωριού. Η νομοθεσία είχε τηρηθεί πλήρως. (σελ. 35-36).

 

Η κρυμμένη και η φανερή ειρωνεία αλληλοσυμπληρώνεται σαν δύο διαφορετικά νήματα που συνυφαίνονται σε πολύχρωμα καμβά λειτουργώντας ως μίτος τής Αριάδνης σημαδεύοντας την έξοδο από το μυθοπλαστικό φουσκωμένο ποτάμι.

 

Β΄ Μέρος

Ο τίγρης του Βερτιλίου

 

Το κάθε ένα από τα τρία μέρη εξαπλώνονται ισομερώς σε εκατό σελίδες περίπου.

 

ΔΎΟ ΕΒΔΟΜΆΔΕΣ ΜΕΤΆ ΤΗΝ ΚΑΤΟΛΊΣΘΗΣΗ το χωριό έμοιαζε

σιγά σιγά να απομακρύνεται από τη φρενίτιδα των πρώτων

ημερών, όταν όλα γίνονταν μέσα σε υπερβολική φασαρία,

βιασύνη και φωνές. Τα συνεργεία διάσωσης είχαν φύγει, το

ίδιο και τα ιατρικά κλιμάκια και ο στρατός. Τώρα πια όσοι

έρχονταν περνούσαν για μια ολιγόωρη επίσκεψη τυπικών

επιβλέψεων, ερευνών κ.λπ. Το χάσμα παρέμενε σαν ανοιχτή

πληγή να διατρέχει τη μία πλευρά του χωριού, αλλά οι εργασίες αποκατάστασης θα έπαιρναν μήνες ή ίσως και χρόνια

μέχρι να ξεκινήσουν, πόσο μάλλον μέχρι να ολοκληρωθούν.

Ο θρήνος έδωσε τη θέση του στον βουβό πόνο, στο βάρος

με το οποίο σκεπάζονται οι ψυχές των ανθρώπων όταν δεν

μπορούν να διοχετεύσουν σε κινήσεις και φωνές τον χείμαρρο

που τους πλημμυρίζει εκ των έσω. Και αυτός πετρώνει και

μουδιάζει τις κινήσεις, τα λόγια, τις σκέψεις και καλύπτει τα

πάντα με αυτό το φορτίο της αβάσταχτης απώλειας που τα

κάνει όλα πιο ήσυχα. Καμιά φορά μόνο κανένα ξέσπασμα

από κραυγές υστερικές ή από κανέναν καβγά τάραζε κάποιο

από τα σπίτια του χωριού ή κάποιο από τα εναπομείναντα

καφενεία. Μια γυναίκα έβριζε και καταριόταν τις κότες ή

τις κατσίκες της ή ένας άντρας μάλωνε για μια ζαριά στο

τάβλι, συχνά χωρίς λόγο. Όλοι καταλάβαιναν ότι ο καθένας

ξεσπούσε όπου μπορούσε, επειδή τους έλειπαν τα παιδιά

τους, τα παιδιά που δεν μπορούσαν πια να μαλώσουν ή να συνετίσουν. Κι άφηναν όλοι τις στιγμιαίες βρισιές αναπάντητες.

Ο Ιορδάνης έμεινε σχεδόν κλεισμένος μέσα στο σπίτι όλο

αυτό το διάστημα. Με την κυρα-Βασιλική να προσπαθεί να

φέρεται σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητα

γεμίζοντας τις μέρες τους με μικρές, ασήμαντες δουλειές που

σκαρφιζόταν διαρκώς. Είχε το μοναδικό ταλέντο να γεμίζει

διαρκώς τον χρόνο, να μην αφήνει ούτε λεπτό το μυαλό να

σταθεί και να σκεφτεί. Βοήθησε κι ο Διονύσης σ’ αυτό, που

ερχόταν σχεδόν μέρα παρά μέρα για να φέρει νέα ή για να

μιλήσει με άλλους εργάτες απεργούς που ζούσαν στο χωριό.

Σε κάθε του επίσκεψη ο Ιορδάνης είχε δικαίωμα να βγάλει

μία φωτογραφία.  (σελ. 115-116).

 

Συγκινητικό το γράμμα τού πατέρα στον Ιορδάνη:

 

Παιδί μου,

το μόνο πράγμα που μου λείπει πραγματικά εδώ μέσα

είσαι εσύ και η Τούλα και η θεία Βασιλική. Ξέρω ότι

δεν το έδειχνα συχνά, όμως τώρα μόνο καταλαβαίνω

ότι η αγάπη μου για σας και η αγάπη η δική σας για

μένα ήταν η μεγαλύτερη περιουσία που είχα ποτέ στη

ζωή μου. Μπορεί να είχα συνηθίσει την απώλεια από

τον χαμό της μητέρας σου, δεν είναι όμως το ίδιο. Με

εκείνη τα πράγματα ήταν καθαρά και οριστικά, όπως

είναι ο θάνατος, και είχα πάντα την ελπίδα ότι θα είχε

βρεθεί σε ένα καλύτερο μέρος, ότι θα ήταν κάπου ευτυχισμένη και θα μας περίμενε να την ξανασυναντήσουμε, όταν θα ερχόταν η ώρα μας. Τώρα δεν είναι το ίδιο.

Σας έχασα ξέροντας ότι κι εσείς βαδίζετε και αναπνέετε

κάπου πάνω σ’ αυτή τη γη, όπως κι εγώ. Έχετε μείνει

μόνοι σας να αντιμετωπίσετε τα ίδια προβλήματα της

ζωής που είχατε και πριν και ίσως λίγο πιο μεγάλα και

πιο δύσκολα τώρα, χωρίς να είμαι εκεί να βοηθήσω, να

κουβαλήσω το δικό μου μερτικό.

Σκέφτηκα πολλές φορές μήπως θα ήταν καλύτερο

για σας να πάρω μόνος μου την ευθύνη για ό,τι συνέβη

για να μη σας βαραίνουν κι εσάς τα θέματα τα δικά μου.

Δεν ξέρω όμως ακριβώς ποια ευθύνη απ’ όλες πρέπει

να πάρω. Μπορώ να πάρω την ευθύνη για την απεργία και για τη λειψή λειτουργία του ορυχείου λόγω έλλειψης προσωπικού. Μπορώ να πάρω την ευθύνη ότι

δεν υπήρξα καλός πατέρας, ότι δεν σου στάθηκα όσο

έπρεπε, όσο μεγάλωνες χωρίς μητέρα. Μπορώ ακόμα να πάρω την ευθύνη ότι δεν έσωσα όσο κόσμο θα

μπορούσα να είχα σώσει. Ίσως αν ήμουν πιο κοντά στο

χωριό, ίσως αν άρχιζα νωρίτερα το σκάψιμο, να είχα

σώσει άλλο ένα παιδί, τουλάχιστον να απαλύνω τη μοναξιά σου. Δεν μπορώ όμως να πάρω την ευθύνη για

την κατάρρευση του ορυχείου. Δεν μπορώ να πάρω την

ευθύνη για καμία έκρηξη, αν υπήρξε ποτέ τέτοια. Δεν

μπορώ να πάρω την ευθύνη για το γεγονός που προκάλεσε τον χαμό τόσων ψυχών, παρόλο που θα ήθελα

πολύ να σηκώσω αυτό το βάρος από τους δικούς σου

ώμους. Γιατί το ξέρω το βάρος που κουβαλάς. Ξέρω τι

σημαίνει να μένεις μόνος εσύ πίσω.

Το μόνο πράγμα που έχει σημασία στο τέλος, όταν

αυτό έρχεται, είναι η ψυχή μας. Να είναι καθαρή και

ξεπλυμένη από όλα. Αυτό που με παρηγόρησε, όταν

πέθανε η μητέρα σου, ήταν ότι η ψυχή της ήταν αγνή,

όπως τότε που γεννήθηκε. Αυτό με παρηγόρησε και

για τα παιδιά του χωριού που χάθηκαν. Όσο χώμα κι

αν έπεσε πάνω τους, όση λάσπη και όση καρβουνόσκονη κι αν σκέπασε τα σώματά τους, οι ψυχές τους ήταν

αγνές. Γι’ αυτό και μόνο δεν μπορώ να ομολογήσω κάτι

που δεν έκανα. Θέλω να κρατήσω την ψυχή μου αγνή

μέχρι το τέλος, ακόμα κι αν έτσι το φέρνω πιο γρήγορα

κοντά. Ελπίζω να συγχωρέσεις αυτή μου την επιλογή

και να την καταλάβεις στο μέλλον.

Να είσαι υγιής, αγόρι μου, και να μείνεις με καθαρή

ψυχή.

Ο πατέρας σου. (σελίδες 182-183).

 

Και περνάμε αισίως στο:

Γ΄ Μέρος

Άνθρωποι από χώμα

 

Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο τελεσίδικα, καταληκτικά:

 

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΧΕΙΜΏΝΑΣ ΉΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟΣ για τους Βερτιλιώτες. Παρόλο που δεν ήταν βαρύς σε καιρικά φαινόμενα, ήταν

βαρύ το κλίμα στο χωριό. Οι εργάτες του ορυχείου, σε άμεση

συνεννόηση με τους δικηγόρους του Μιχάλη, σταμάτησαν

την απεργία τους αμέσως μόλις βγήκε το κατηγορητήριο και

υπήρχε πλέον νομικός λόγος να κρατείται ο αρχηγός τους,

άσχετα από το γεγονός ότι ακόμα πίστευαν ότι κατηγορούνταν άδικα. Η απεργία των ανθρακωρύχων σταμάτησε λοιπόν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα και έπιασε την εταιρεία

στον ύπνο, αφού την ημέρα του Γουρουνοστέφανου, όπως

έλεγαν στο χωριό τη γιορτή του Αγίου Στεφάνου, όλοι οι εργάτες εμφανίστηκαν κανονικά για δουλειά στην είσοδο του

κλειστού ορυχείου.

Η εταιρεία, που είχε εκμεταλλευτεί την απεργία που συνεχιζόταν ως υποστήριξη του Μιχάλη, δεν είχε κάνει φυσικά καμία πρόβλεψη να ανοίξει το ορυχείο, δεν υπήρχαν

εργοδηγοί ούτε υπεύθυνοι, και μάλιστα λόγω των εορταστικών ημερών δεν υπήρχε καν φύλακας στις εγκαταστάσεις.

Οι εργάτες, αφού κατέγραψαν τα πάντα και αφού έβγαλαν

φωτογραφίες των εγκαταστάσεων με τη βοήθεια λιγοστών

δημοσιογράφων, ανάμεσα στους οποίους ήταν φυσικά και

ο Διονύσης, κατέβηκαν στο Βερτίλι, έκαναν μνημόσυνο για

τα θύματα της κατολίσθησης, απ’ όπου απουσίαζε κάθε επίσημος πλην του κοινοτάρχη, και ρίχτηκαν στη δουλειά. Άρχισαν να απομακρύνουν τα μπάζα από τον χώρο του παλιού

δημοτικού σχολείου ως μία συμβολική κίνηση αλληλεγγύης

και πρωτοβουλίας να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Οι μεγάλες εφημερίδες, τα τηλεοπτικά κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο να καλύψουν το γεγονός

αυτό, αφού κανείς δεν ήθελε να χαλάσει το χαρμόσυνο κλίμα

των Χριστουγέννων, που φέτος θα γιορτάζονταν με καλό

καιρό. Ήταν όμως πολύ σημαντική η κίνηση για τους ίδιους

τους κατοίκους του Βερτιλίου, που ένιωσαν για πρώτη φορά

και από πρώτο χέρι ότι κάποιος πραγματικά τους θυμήθηκε,

ότι κάποιος τους σκέφτηκε, ότι κάποιος μνημόνευε ακόμα

τις χαμένες ψυχές του χωριού και ήρθε να τις τιμήσει και να

βοηθήσει, ώστε να επουλωθούν οι πληγές.

Η εταιρεία εξόρυξης από την άλλη, συνειδητοποιώντας

ότι ξαφνικά έπαιρνε μπροστά ξανά η μισθοδοσία των εργατών, πήρε φωτιά. Ταξίδια στελεχών αναβλήθηκαν, διακοπές

προγραμματισμένες χάλασαν και γενικά χάθηκε κάθε εορταστική διάθεση. Ακόμα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο που

απέμενε στολισμένο στα γραφεία της εταιρείας όσο πραγματοποιούνταν συσκέψεις διοικητικών, νομικών και τεχνικών

υπαλλήλων έμοιαζε παράταιρο, μίζερο και στενοχωρημένο. (σελ. 223-224).

 

Αυτή η κινηματογραφική ταινία, εάν εξαιρέσεις τα τοπωνύμια και την ελληνική ονοματοθεσία, θα μπορούσε να εκτυλίσσεται στην Ιρλανδία, στη Σκωτία, σε κολχόζ, οπουδήποτε… Το Βερτίλι παραπέμπει στο βετούλι (στο μικρό κατσικάκι), όμως υπάρχει στον μυθοπλαστικό χάρτη τής σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας από τούδε και εις το εξής.

Είναι η αφηρημένη έννοια τού μικρού ορεινού χωριού που λειτουργεί συνεκδοχικά αναδεικνύοντας τις όποιες κοινωνικές, πολιτικές και οικογενειακές παθογένειες τής εποχής μας.

Ο μυθικός χωροχρόνος τοποθετείται στην δεκαετία τού 1960.

Πρόκειται για αναπτυγμένο «σενάριο» για άμεση παραστασιακή αξιοποίηση (με την κατάλληλη δραματουργική επεξεργασία, βεβαίως).

Ο Δημήτρης Αλεξίου είναι εξαιρετικός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος από τους πλέον κοινωνικά ευαισθητοποιημένους, έντιμους και ηθικούς τού καιρού του (του ταραγμένου μας).

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top