Fractal

Μια τροπική βροχή με λίγο ήλιο

Μια ανάγνωση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου //

 

Γιάννης Στουραΐτης, «Γεια σου μπαμπά… εδώ Γιαννάκης, κλείνοντας την πόρτα του ιατρείου», εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2020

 

Αν ο πατέρας είναι το κύριο σημείο του αισθήματος ασφαλείας κάθε ανθρώπου, όπως η μάνα το σημείο της στοργής, για τον  Γιάννη Κ. Στουραΐτη είναι το σημείο κάθε πιθανής ευαίσθητης χορδής. Χάνει τον πατέρα του πολύ νωρίς σε δυστύχημα, ίσα που προλαβαίνει να του αφήσει ένα χιουμοριστικό, πλην πολύ σοβαρό, γράμμα-δήλωση αγάπης και συνέχειας της ζωής, που ανοίγει το βιβλίο,  και κάποιες τρυφερές αναμνήσεις από την παιδική ζωή στην Αντίς Αμπέμπα στην μακρινή Αιθιοπία. Πώς να μη γίνει το αληθινό του εσωτερικό προσκύνημα; Πώς να μη γράφει πάντα σε κείνον και με το ύφος του στο βάθος της εικόνας; Αλλά και στη μάνα, που ζει μακριά «για να σπουδάσουν τα παιδιά στην Ελλάδα» σε καλό σχολειό, μένοντας με τη χαλκέντερη «ζόρικη γιαγιά τους» δίπλα  στη σκιά ενός πελώριου γιασεμιού. Μόνο ένα μπαμπακάκι με το άρωμά της θα τα συντροφεύει τις δύσκολες ώρες, αυτό που σκέφτηκε να θησαυρίσει η μικρή Τερίνα.

Ο «Γιαννάκης» του τίτλου θα μεγαλώσει, βέβαια, θα γίνει ένας πολύ ευαίσθητος δέκτης της πραγματικότητας ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, και λίγο αργότερα άνθρωπος και γιατρός από τους καλύτερους, πατέρας από τους πιο σπάνιους και αφοσιωμένους, μουσικός, άνθρωπος που ασχολείται με τα κοινά, και υποδειγματικός πολίτης. Και θα αρχίσει να αρθρογραφεί συχνά.  Αργότερα, μετά τη σύνταξη,  αυτά τα κείμενα, που διάνθιζαν και ίσως προσέφεραν μια εκτόνωση στη δύσκολη και υπεύθυνη ζωή του νοσοκομειακού γιατρού, συμπληρωμένα και ενωμένα σχεδόν μυθιστορηματικά, θα αποτελέσουν το υλικό του βιβλίου που έχουμε σήμερα στα χέρια μας.  Ένα βιβλίο σοβαρό, που επιθυμεί να μοιάζει ευτράπελο. Καθ’ ότι ο Γιάννης, ο παλιός καλός φίλος από τα φοιτητικά χρόνια της Σαλονίκης, αυτός ο γλυκύτατος ωραίος τύπος,  μειώνει εξ αρχής τον εαυτό του αυτοσαρκάζοντας, μια το ένα μια το άλλο, ώστε να χωρέσει και ο καθένας από εμάς στις σελίδες του χωρίς να νιώσει παράξενα ή μειονεκτικά. Αλλά και για να επιτρέψει στον εαυτό του να σαρκάσει σχεδόν αδυσώπητα την ημι-τριτοκοσμική πραγματικότητα της αστικής περιοχής, του λιμανιού, των νησιών και της περιφέρειας, του ΕΣΥ, των ελληνικών που μιλάμε, του τραγελαφικού κόσμου που καθημερινά αντιμετωπίζουμε.  Από το «Εμένα που με βλέπεις, γιατρέ, έσπασα την κλειτορίδα μου!» του βαρύμαγκα από την Τρούμπα, μέχρι το «Ξενοφέ, έλα!»  και τον αμίμητο προμηθευτή μασελών… αλλά ας μην τα προδώσουμε όλα.

Έπιασα τον εαυτό μου να γελά μέχρι δακρύων συχνά, κάτι που είχα να πάθω από την εποχή του Τσιφόρου στον βδομαδιάτικο «Ταχυδρόμο» των εφηβικών μας  χρόνων. Αλλά και να δακρύζω βρίσκοντας συγγένειες και λεπτές διακρίσεις.  Το κεφάλαιο της χούντας και των φοιτητικών ταλαιπωριών στη Θεσσαλονίκη της εποχής θα γίνει η μελαγχολική θήκη για τα κοσμήματα των νεαρών κοριτσιών που σεργιανούν κοκέτικα στην παραλία και της εφηβικής σχεδόν ντροπής της παρεούλας των μοναχικών φοιτητών, θα γίνει το σκηνικό των τρόμων για το πλησίασμα της αστυνομίας, μέχρι κατουρήματος δηλαδή.  Ένα τρυφερό λυπημένο γέλιο, που μου θύμισε λιγάκι ιταλικό νεορεαλισμό, όπως και η πρώτη, και τόσο ανθρώπινη,  πουτάνα της ζωής του, εισαγωγή στη σεξουαλικότητα.

 

Γιάννης Στουραΐτης

 

Από κει και μετά υπάρχουν κι άλλα λογοτεχνικά διαμαντάκια, όπως «το τσίγκι τσίγκι της τροπικής βροχής στη στέγη», η ποδηλατάδα  και «ο φίλος το γιασεμάκι» στο δρόμο για το νοσοκομείο στη Ρόδο, αλλά και «τα φρύδια του Μπρανκαλεόνε», που κοσμούν μιαν ανυπόφορη κυρία. Υπάρχει επίσης ένα διήγημα αναρχικό, τρελό και παλαβό, όταν ο γιατρός  γδύνεται τσιτσίδι γιατί σιχαίνεται την τουαλέτα του νοσοκομείου, μέχρι που  πιάνεται στα πράσα από την καλή προϊσταμένη. Υπάρχει όμως και ο πατέρας  Γιάννης στο τέλος, αυτός που νοιάζεται για τον κόσμο των μπομπίρων! Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, όλοι οι καλλιτέχνες τα βρίσκουν καλύτερα με τα παιδιά ή τα μεγάλα παιδιά, παρά με την ατσαλάκωτη ευπρέπεια.   Είπα καλλιτέχνες, ε, ναι, επειδή ο Γιάννης είναι γεννημένος καλλιτέχνης που έγινε γιατρός, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Κι ίσως αυτό ακριβώς να τον έκανε έναν καλό γιατρό.

Το βιβλίο του Γιάννη Κ. Στουραΐτη είναι βιβλίο με θέση. Είναι δημοκρατικό, σχεδόν λαϊκό, είναι ελεύθερο, είναι ανεκτικό, ποιοτικό, απαιτητικό, παιδικό και βαθιά ανθρώπινο. Το γέλιο πηγάζει σαν νεράκι όχι σαν δηλητήριο, ακριβώς όπως και οι μάλλον θλιμμένες του ιστορίες, κάτι που συνειδητά ή ασυνείδητα συμβαίνει ακριβώς για να τις ελαφρώσει, να ελαφρώσει λίγο την πέτρα του Σισύφου που όλοι σέρνουμε από κοιλάδα σε κορφή.

Αν ήμουν  σκηνοθέτης θα πρότεινα στον φίλο μου Γιάννη Στουραΐτη μια ταινία σπονδυλωτή. Η συνταγή απλή, η δική του, ένα μέρος ρομαντισμός ή ηρωισμός, όπως στις αληθινές ιστορίες που αγαπά στον κινηματογράφο, κι ας τον πειράζουν οι αγαπημένες του κόρη και σύζυγος, κι ένα μέρος  γέλιο από εκείνο που σε στέλνει ευθεία  στον …καμπινέ του θερινού σινεμά, όσο κι αν σιχαίνεσαι. Να ‘σαι καλά πάντα Γιάννη μου και να γράφεις, λείπουν οι στιγμές του αυθεντικού από τα σημερινά βιβλία. Στο λέει μυστικά, εδώ που δεν μας διαβάζει κανείς,  η παλιά σου φίλη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top