Fractal

«Η κάθε εξωτερική ρώμη του σώματος κρύβει μια αναπαράσταση ψυχής. Και αυτή είναι του λαού οι αδούλωτες πολεμίστρες»

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Μανόλης Πρατικάκης: “Τα Δερβενάκια των Rolling Stones” Πρόλογος, Μάνος Στεφανίδης, Eκδόσεις Αρμός, 2021

 

Ο Μανόλης Πρατικάκης πολυγραφότατος –είκοσι τρεις ποιητικές συλλογές, τρία πεζά και ένα σενάριο- πολυδιαβασμένος, το 1999 υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, το 2003  τιμημένος  με το Κρατικό βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Το νερό» και το 2012 επίσης από την Ακαδημία Αθηνών  για το σύνολο του έργου του, μας προσφέρει με πολύ πρωτότυπο τρόπο τη συμμετοχή του στο 1821.

Το ποίημα Τα Δερβενάκια των Rolling Stones με έναν τίτλο που ξενίζει, ξαφνιάζει, εντυπωσιάζει, είναι μια υπερρεαλίζουσα ποιητική συμβολή στην  Ελληνική Επανάσταση. Ο Μάνος Στεφανίδης, που προλογίζει το ποίημα, κεντρίζει επίσης τον αναγνώστη με τον αντινομικό ή, έστω,  παραδοξολογικό τίτλο του προλόγου του, «Το πολύτιμο και το ευτελές», όπου, στην πρώτη παράγραφο, θέτει πολλά ανησυχητικά ερωτήματα. Αλλά, ευτυχώς, στη δεύτερη παράγραφο, μας επιτρέπει να αναπνεύσουμε  ελεύθερα: «το ’21 όχι μόνο ζει αμάραντο στη συνείδηση των πολλών ανώνυμων αλλά κι ότι η γλώσσα του επιβιώνει ακέραιη, ακόμη ετοιμοπόλεμη, εις πείσμα των λογιοτατισμών, της αγραμματοσύνης και του αφελληνισμού…».  Και πηγαίνοντας ακόμα παρακάτω θα βρούμε ότι «Ο Πρατικάκης συνεχίζει … την παράδοση που από τον Ερωτόκριτο και τα Ριζίτικα φτάνει στον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και από τον Σολωμό και τη Γυναίκα της Ζάκυθος στ’ Ακριτικά του Σικελιανού…».  Κι ακόμα κάνει λόγο για «βαθύ λαϊκό αίσθημα», «μακριά από την αισθητική των μετρίων και των συμβιβασμένων».

Και πάμε στον τίτλο. Τα Δερβενάκια των Rolling Stones. Ο Μάνος Στεφανίδης μας έστρωσε το χαλί. Τα περίφημα Δερβενάκια είναι συνυφασμένα με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δράμαλη, όπως οι Θερμοπύλες με τον Λεωνίδα (ή και με τον Καβάφη). Τόποι ορόσημα, τόποι θυσίας και μεγάλης υπερηφάνειας. Τα Δερβενάκια έχουν έναν  μέγα νικητή κι έναν  μέγα ηττημένο. Όσο ύψος τόσο βάθος, αντιστρόφως ανάλογα ποσά. Και οι Rolling Stones; Το διάσημο ροκ συγκρότημα που κάνει κι εκείνο τη δική του επανάσταση; Κι όμως δεν πρόκειται γι’ αυτούς αλλά για τις κυλιόμενες πέτρες: Κο –λο-κο-τρώ-νης.

 

«Εκατέβαιναν ωσάν κυλιόμενες πέτρες τραγουδώντας  αυτοί

οι παλαιοί   Rolling Stones, με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα  και

άλλα οξύαιχμα της έρημης πατρίδας. Εκεί στα Στενά που

κινήθηκαν “στη θέση θάνατος” να γίνει αθάνατος

με μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα».

 

Έτσι ο ποιητής είδε τα παλικάρια του Γέρου του Μοριά σαν παλιούς Rolling Stones, επαναστάτες άλλης κοπής κι άλλης λογής αυτοί, «με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα», όπως βλέπει ο Ελύτης τους άλλους λογής χωριάτες που αντί για ξινάρια κρατούσαν στα χέρια τους όπλα. Έτσι, λοιπόν, ο καθείς και τα όπλα του «ροβολώντας τα βουνά, τραγουδώντας και χορεύοντας, «στη θέση  θάνατος», έκαναν το Γέρο του Μοριά αθάνατο, όπως αθάνατοι έμειναν όλοι όσοι έπεσαν εκεί όπου η μοίρα τους είχε τάξει.

Τα λόγια του μεγάλου στρατηγού, του πιο εμβληματικού ήρωα του εικοσιένα είναι η κορωνίδα της εμψύχωσης, γιατί «εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά το ανάστημα. Και σε τούτο το αμέτρητο του μπογιού συντελούνται ορέ τα μυστικά μεγάλα έργα». Κι αμέτρητο είναι το μπόι του ήρωα.

Ο Μανόλης Πρατικάκης θα ξεσηκώσει τους πεθαμένους, για να αυξήσει τον στρατό του, (όπως είχε κάνει ο Σικελιανός με τους νεκρούς «στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες» και ο Ελύτης στο Άξιον Εστί όταν τους είδε να έρχονται όλοι μαζί από τους αιώνες). Ο Κολοκοτρώνης, δια στόματος  Πρατικάκη,  ζητά με όλη την παράδοση παρούσα, όλους τους νεκρούς που έπεσαν για την πατρίδα, «ν’ αβγατίσουμε ολίγο που ο εχτρός δε νογά να ξεχωρίσει/ τους ίσκιους από της κλεφτουριάς τα πυρωμένα ρουμάνια./ Να τρομάξει ορέ το ασκέρι με στενεμένη/ τη φύση». Έτσι το λίγο έγινε πολύ, και η στενεμένη φύση έγινε πλατιά για να χωρέσει τη μεγάλη Νίκη.

Ο Πρατικάκης προωθημένος στα μετερίζια της ψυχής, θα ανασκάψει την ιστορία, θα στοχαστεί πάνω στα δεινά, στον εμφύλιο, θα ξαφνιάσει πάλι και πάλι με την πρωτότυπη διατύπωση ή την αναβάθμιση μιας απλής λέξης μέσα στον θριαμβικό στίχο του, γιατί «η κάθε εξωτερική ρώμη του σώματος κρύβει μια αναπαράσταση ψυχής. Και αυτή είναι του λαού οι αδούλωτες πολεμίστρες». Κι έτσι με αυτήν την ψυχή θα ξεχυθούν στο Μανιάκι, το Χάνι της Γραβιάς, το Ναυαρίνο και σε τούτα τα Δερβενάκια.

«Τα νεφρά σας ορέ… τ’ ουρανού τα άπαρτα οχυρά», «και οι πέτρες κατρακυλούσαν», «Γιατί ζω ορέ θα πει τροποποιώ   κατά τι το πεπρωμένο μου και το πεπρωμένο σου. Ώσπου το κάρβουνο να γένει  ρόδο»∙ με άλλα λόγια, ώσπου οι σκλάβοι να γίνουν ελεύθεροι. «Και ετραγουδούσαν τα λιθάρια της Μάνης, της Κλεισούρας, του Βερντέν, της γηραιάς Αλβιόνας», γιατί ο ποιητής θα τιμήσει και τα «αγέρινα παιδιά με τα μεγάλα ωσάν ανοιχτά φινιστρίνια γαλάζια μάτια». Για τους φιλέλληνες Rolling Stones, προφανώς, είναι ο λόγος, που και αυτοί κατρακυλούν, τραγουδούν μαζί με τους Έλληνες, σπιθίζουν, γκρεμίζονται, γίνονται στάλες στην «ασημένια ποταμούλα», αλλά και όλους όσοι πέφτουν για την πατρίδα, όπου η Ανάγκη και το χρέος τους καλεί. ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ φωνάζει ο Ελύτης.

Τραγουδούν τα λιθάρια, τραγουδούν τα κύματα, «Σ’ ελέγχει η πέτρα που κρατείς κρύβει φωνή κι αυτήνη», είπε ο Γέρος. Και σιγά σιγά θα γίνει προφήτης που θα προβλέψει το βινύλιο που οι χαρακιές του βρίσκονται στου μυαλού τ’ αυλάκια (όπως έλεγε ο Σεφέρης) το βλέμμα του φεύγει στο μέλλον για να βρει τον Ζαπάτα και τον Μπολιβάρ, σαν άλλος Εγγονόπουλος, αλλά και τον Ρήγα, και τον Διονύσιο Σολωμό, και τον αρχαίο Εμπεδοκλή στις όχθες της Αίτνας.

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Ο Πρατικάκης μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών, σαν να έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, όταν μίλησε στην Πνύκα στα Ελληνόπουλα. Και από εκεί δεν κοιτάζει μόνο την εποχή του και  την Πελοπόννησο, αλλά όλον τον κόσμο και όλους τους αιώνες. Γίνεται, μάντης και προφήτης, συμβουλεύει τους νεότερους, ακούει τη φωνή της γης και του νερού, βλέπει «τον σπόρο του κριθαριού που πρέπει να κατέβει στα πεθαμένα χώματα για να κυματίσει ένας απέραντος σιτοβολώνας» (Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει, γράφει ο Σεφέρης). Θα μιλήσει και για τη «λαλιά μας… η αληθινή εσώτατη πατρίδα∙ καθώς / πιο πολύ από μια χώρα κατοικούμε μια γλώσσα, όπως είπανε/ σοφοί». «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ Ελευθερία και γλώσσα», είπε ο Σολωμός, «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου», είπε   ο Ελύτης, στίχοι, ιδέες και απόψεις που  έχει αφομοιωμένες στο ποιητικό του θησαυροφυλάκιο ο Πρατικάκης, παίρνοντας  από εκείνους το παράδειγμα, τον λόγο και το ήθος. Μια γλώσσα που με τις ιδιωματικές λέξεις κλείνουν το μάτι στην ιθαγένεια, στη λαϊκή ψυχή και την αυθεντικότητα.

Ο Πρατικάκης δεν είναι μόνο  με το περιεχόμενο του ποιήματος που μας ξάφνιασε, αλλά και με τον αστραφτερό του στίχο, τους εναλλασσόμενους ρυθμούς, τις εικόνες: «τα κορδόνια στα χοντροπάπουτσά τους ήτουνε γεμάτα κόμπους, ωσάν τα ράμματα μιας αόρατης πληγής. Πάρεξ οι φτέρνες τους δεν έπαψαν να κρατούνε κάτι από των πουλιών το πέταγμα», το «σφηνωμένο χαλίκι δήλωνε τη μοναξιά του μονοπατιού».

Σ’ αυτό το μονοπάτι, άλλοτε με χαρές κι άλλοτε με πίκρες, η Ελλάδα βαδίζει τον δρόμο της ιστορίας, ακούγοντας τις πέτρες να τραγουδάνε:

«Θαρρώ δεν υπάρχει ορέ ανθρωπινότερο συλλείτουργο

από το ν’ ακούς τις πέτρες να τραγουδάνε∙

κλείνοντας ελαφρά το γόνυ

στο ανώνυμο τούτο μνημείο. …

Αυτό είναι ο παράδεισος».

Κι εδώ τελειώνει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και αντ’  αυτού ο Μανόλης Πρατικάκης. Τις σελίδες του βιβλίου κοσμούν έργα του Θανάση Μακρή, ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο. Έργα σε μια  ελεύθερη απόδοση των ιστορικών καβαλαραίων φουστανελάδων μας και μερικά πικρά πορτρέτα∙ μια αξιόλογη μικρή πινακοθήκη.

Τελικώς, ο Μανόλης Πρατικάκης κατάφερε με το ηρωικό, σοβαρό, ενθουσιαστικό, ιστορικό σύνθεμά του, να μας  συγκινήσει και να μας παρακινήσει να βγούμε από τον ναρκωμένο εφησυχασμό μας. Να αναπνεύσουμε αέρα Ελευθερίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top