Fractal

ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ (Λόγος Παραμυθητικός)

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

Θ΄ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ – Τοπίο κατάληψης

 

[ Ένατο ποιητικό απόσπασμα από δέκα μέρη ]

 

Χτυπάει  το κτήριο ο  ριπαίος  άνεμος  της  επικράτησης. Εδώ και  μέρες. Βρό­μικα πανό κρέμονται νωχελικά από τα  μπαλκόνια. Ξαφνικά, πολλή  ησυχία. Κόπασε από το  προηγούμενο  βράδυ  το  ξεφάντωμα  μέσα  στις  αίθουσες  των  σχολικών  ανα­κτόρων. Η μουσική, ξεφεύγοντας  από τ’ ανοιχτά  παράθυρα, σκορπιζόταν  στο  προαύλιο Για ν’ αφουγκραστούν το άγνωστο. «Είμαι δεκαεπτά ετών», είπε  ο   Παλλάδιος, «ψηλαφώ αβέβαια  αιτήματα. Έχω εφόδιο την ορμή  και  προσπερ­νάω. Πλαγιάζω  δίπλα  σ’ αυτούς  τους  τοίχους. Χαράσσω το  όνομά  μου πάνω σε  σκλη­ρές  επιφάνειες. Έχω  κλειστεί  μέσα  εξαιτίας  σας. Εντελώς  αδαής, ειδικεύτηκα αμέσως  στα  χνώτα  σας. Σε  αγκαλιάζω  καθώς  κοιμόμαστε  πάνω στο  έδρανο. Αναζη­τάς  τα   κομματιασμένα  χείλη  μου  μέσα  στη  νύχτα. Η ψυχή  μου  σου   διαφεύγει. Πεθαίνεις  μόνο  απ’ τις  χειρονομίες.» Φτύνει μέσα  στις  χούφτες του ο ειδήμο­νας του γραφείου. Ύψιστη ικανοποίηση. Κάθε   καλοκαίρι στην εξοχή  με  τους ιερείς γεύονται το δροσερό  κύμα. Οι   απίστευτες  καλοκαιριάτικες  αέρες  στο ξενοδοχείο κατάληψης. Ο αγώνας  των  διδασκομένων για ξένα αιτήματα. Μπερδε­μένα. Υψώνουν  τη  φαιδρότητα  της  μεγάλης  απόφασης. Σαν  βαριά  σημαία, αβάσταχτη. Χίλιοι   μαζί   και  χωριστά  άλλοι   τόσοι. Στα  κάγκελα  του περίγυρου. Τα ση­μεία  του κόσμου  φωνάζουν  αντισταθείτε. Πάνω απ’ τις  χαμένες δυνάμεις  σας. Αγάπη  είναι το πλήρωμα  του  νόμου. Το  κράτος  βηματίζει   σε   απαλά  φύλλα. Καθώς  η  πλώρη  βάλλει   κατά  τον  νότο. «Έχω πεθάνει κατά  κόσμον», ακούστηκε ξανά η  φωνή  απ’ το  βάθος της αίθουσας, «η  αντίσταση  μου  είναι  ζήτημα  ωρών. Σε  λίγο καταρρέω. Τέσσερις νύχτες διαγράφω τετράγωνα μονοτονίας. Έμαθα να σκάβω μέσα στης κοινωνίας την απάθεια. Ανεύθυνοι με δίδαξαν πως αυτό είναι αγώνας. Συλλογίζομαι και την εκδοχή να μην έχω νεκρωθεί κατά κόσμον. Υπάρ­χει κι ένα άλλο είδος αγώνα που οφείλω να δοκιμάσω; Ώσπου να γίνω θριαμβευτής,  θα παραδέρνω σ’ αυτήν την άκρη. Δεν είμαι το μέλλον εγώ. Είμαι το αδιόρατο σύμπαν που μέσα του σείονται οι απειλές του σκότους.» Κι άλλη φωνή μίλησε: «Στο κυλικείο, στην παλαίστρα, στις απότομες σκάλες, στα πληκτικά γραφεία, πάνω στα απουσιολόγια, στα χαρτιά, και στων κλειδιών τις χάρακες, αφήνω σήμε­ρα τα ίχνη μου. Μη με αποτρέπετε. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος. Στο τέλος όλοι δικαιώνονται – αυτό θα πει κατάληξη. Τρώω τις σάρκες σου, κόσμε. Θα σε διαμελίσω για να πάρω θέση τιμητική. Σε ψηλά κτήρια θα εκσφενδονίσω το σπέρμα μου. Με αίμα και χολή βάφω ετοιμόρροπους τοίχους. Μέχρι να σωριαστεί αυτή η διαβρωτική επιφάνεια. Απόψε παρασύρεται ότι αντιστέκεται στην αυτοκυριαρχία μου. Πρέπει οπωσδήποτε να νικήσω.» Το τοπίο της ψυχής δεν μεταβάλλεται. Μετά  το απότομο τίναγμα κατά τις στροφές. Την ώρα που δεν υπάρχει συμπαράσταση. Βήμα κανένα. Παραμένει η ίδια αποστολή. Παιδιά ναρκωμένα από την κυριαρχία της νύχτας. Κατίσχυση. Ουρανός από πάνω παγωμένος. Οι σχεδιασμοί των άστρων, μέσα στου χάους τη μαρμαρυγή. Τα ρολόγια κινούνται περισσότερο. Για να φύ­γει η μέρα. Ύστατες φωνές πληθαίνουν πάνω απ’ το πατημένο χώμα. Έχοντος το παιχνίδι ξεφαντώσει στον αυλόγυρο: Η εξοχή που ξυπνάει μέσα τους. Το όραμα των διακοπών σε πληκτικό νησί ή στο όρος της πόλης Άθλιβις.[1] Η λαγνεία των συζητήσε­ων κάτω από τον ήλιο. Πριν το μοιραίο βήμα διοργανωμένης πορείας υπό τα όμ­ματα όλων. Η κατάληξη για τη μισή δωρεά. Μετά από υπερβολική δόση καταισχύ­νης. «Σ’ όλες τις γωνίες έχω αφήσει τον εαυτό μου», μιλάει ξανά η ίδια φωνή, «σ’ όλες τις αίθουσες έχω κυλιστεί. Από τότε, από τώρα και στο εξής. Τα ίδια γεγονότα μου δίδαξαν τον τόπο. Δείτε με. Έχω δοκιμαστεί μέρες πολλές. Ό,τι δεν μπόρεσαν  να  πετύχουν  οι  δάσκαλοι, το πέτυχα σε μια μέρα. Τα χέρια μου, σιδερένιες βέργες βυθισμένες στο σώμα του κτηρίου. Έτσι αντιστέκομαι στο κτήνος. Τα πάντα θρυμματίζονται απ’ το αβέβαιο. Γιατί αυτό που με απειλεί είναι το ακατανόητο. Όταν καταπάνω του συντρίβομαι και με κυριεύει η μανία. Κι εγώ που πίστευα ότι θ’ αλλάξω το αμετάτρεπτο.» Ο αγώνας προκαλεί τον περίγυρο της αδιαφορίας. Ανικανοποίητο το κάθε αίτημα. Αμετακίνητο στις ενδόμυχες του προσταγές. Η δοκιμασία του πόνου παντού. Και η  φωνή κυρίαρχη: «Ω ευγενικέ άνθρωπε, άκουσε χωρίς περίσπαση. Την πρώτη κιόλας μέρα αφότου βάλθηκες να υποχωρήσεις σ’ αυτή τη νεφοσκεπή κορυφή, ί­σως λάμψει για σένα η ουσία των πράξεων σου. Λευκό φως καλύψει την ίδια σου την ύπαρξη. Σήκω και πήγαινε προς τα εκεί οπού λήγει κάθε προσπάθεια. Γιατί εκεί θ’ αναγνωρίσεις το άδοξο τέλος. Το κλάμα και το παράπονο που σμί­γουν μέσα στη δροσιά. Κλάμα εξαγνιστικό. Πάντα ή ψυχή εκπίπτει».

Όνειρο πως θα ήθελα να παρευρεθώ με κάποιον που θα μ’ έσωζε. Είχε ολότελα παραδοθεί στο δόγμα του Θεού. Συνομιλούσε με το απείκασμά Του στα ψηλά βουνά. Με το βλέμμα Του χάρασσε τις καθημερινές κινήσεις. Υπό τη σκέπη Του. Υπό την παντοδυναμία Του. Με τη βεβαιότητα πως μια μέρα θα κατανοούσε επι­τέλους το κτίσμα Του. Μέσα στο δωμάτιο με τις εικόνες, έπεφτε συχνά μια θαμπή λάμψη που αιωρείτο πάνω από άγια βιβλία. Δυσκολεύτηκε ν’ ανακαλύψει αν ήταν ο πονηρός. Αγωνίστηκε μέχρι τέλους για τους δύο. Ώσπου, το ίδιο το κλάμα που ξεχείλισε από τη μοναξιά, αφορούσε τα δύο αιώνια μέτωπα του κόσμου. Η επονείδιστη συγγνώμη των δυνατών; Η απόγνωση είναι ζήτημα των μικρών – αυτό πίστευε τότε. Σαλεύοντας κάτω από το κάλυμμα των τύψεων. Σχήμα ζωής που κλονίστηκε από δική της απόφαση. Συναξάριον του χρόνου πού σαλεύει ασταμά­τητα στα πρόθυρα της κρίσης. Ενώ αγναντεύει τα λιβάδια της προτέρας εκτίναξης, σκύβει και ασπάζεται το χώμα. Αδυνατεί προς το παρόν να νουθετήσει. Η λειτουργία της οπισθοχώρησης έχει αρχίσει. Μέσα στον κόσμο χωρίς τον κόσμο: Η ατέλειωτη οδύνη. Γιατί ο κόσμος συμπαρίσταται στα οφέλη της κτίσης και σε αιτήματα πραγματικά, προορισμένα να λάμψουν για μεγάλο διάστημα. Το ψυχικό αίτημα παραμένει στο ξέφωτο της εκπλήρωσης με την αγιότητα. Αυτή η φιγούρα που τραντάζεται στα έρημα δωμάτια υπό το σχήμα του δόγματος, είναι η χαμένη υπόσταση που πιάστηκε στα δίχτυα του Μεγάλου Άγνωστου. Ένα χέρι άδειο που αίρεται κάτω από τον απλησίαστο ουρανό. Τον ξεχωρίζω πίσω απ’ τις προθέσεις Του. Βλέπω τις ανάσες του κόσμου ακρωτηριασμένες, καθώς πνέουν προς τη χώρα της ανεπάρκειας των ψυχικών αγαθών. Αυτή η ακαριαία συναίσθη­ση. Σ’ ένα ασχημάτιστο πρωινό, οπού τα χέρια μου είχαν πέσει νεκρά πάνω στο ίδιο μου το τόλμημα. Χωρίς συναίσθηση, ψιθύρισα: «Συχνά, αναγκάζομαι, αν και βλέπω το καλύτερο, να κάνω το χειρότερο. Το τέλος μου όμως αργεί, καθώς τα πάντα μου αντιστέκονται. Μέσα σε ανιδιοτελείς προθέσεις. Θεέ μου, δεν μπορεί, αυτή η ανικανοποίητη αγάπη που κυμάτιζε ανάμεσα στην αβέβαιη υπόσχεση και την απόγνωση χρόνους εφτά και άλλους τόσους, ζητεί την απαλλαγή.» Δυστυχισμένες ψυχές που προσδεθήκατε επάνω μου κατά την πτώση μου, σας κατανοώ απόλυτα. Εγώ, που δοκιμάστηκα απέραντα απ’ την καταισχύνη επειδή ακολούθησα το ξένο πρόσωπο και όχι της ψυχής του την πρόθεση, ας σταθώ ασάλευτος στον κατακλυσμό των παθών, γιατί εγώ τα δημιούργησα. Αν είχα στο μεταξύ προτιμήσει να πεθάνω απ’ το πρώτο πάθος, θα είχα αναδυθεί μέσα στη δική μου μεταρ­σίωση σωσμένος. Αλλά η μεταρσίωση αφορά εμένα μόνον και όχι τον άλλο. Στήριγμά μου ας είναι από δω κι εμπρός η απόρριψη. Χτίζεται σιγά σιγά η τέ­λεια συμπόνια προς τον εαυτό μου. Ζώντας μέσα στην αποφορά, σ’ εκείνα τα ερημικά λιβάδια της αιώνιας αναμονής, ας με περιμαζέψει στο εξής το σκο­τάδι. «Χαλκεία αγάπης, πού αντηχείτε; Σ’ ανθρώπους υπομονετικούς μέσα στην ησυχία τους; Ανασάνουν άραγε τον ίδιο αέρα μ’ εμένα που μέτρησα πλήθος αστάθμητους παράγοντες; Κι όμως· δεν αποτίναξα τους ζυγούς της ακάθεκτης υποταγής από τα γήινα. Με την αγάπη προσπάθησα ν’ ανταλλάξω την ψυχή μου. Μου έμεινε η καταστροφική αναμονή επιμένοντας στο ίδιο. Χωρίς να το θέλω, ξέπεσα στους αφύλακτους τόπους της αμάθειας. Επιζητούσα χάρη απ’ τους αν­θρώπους. Λιγνά χέρια που έσπαζαν απ’ τη δύναμη του κατατρεγμού. Απ’ τον τυχαίο κατάφερα να λάβω νήματα του χωρισμού. Για να πάρω το ελάχιστο τί­μημα, γονάτισα κατ’ επανάληψιν μπροστά τους. Δέχτηκα χαριστική βολή. Ω, τώρα, καθηλωμένος στην ξέρα, σαν να διακρίνω ξανά τα πρόσωπα τους να με περιγε­λούν. Θεέ μου, κάνε να υιοθετήσω επιτέλους την τακτική του αδιάφορου! Εσύ, πνεύμα απέραντο που προσφέρεις στο διάβα Σου τη γαλήνη και τον εφησυχασμό, στείλε έναν άνεμο να διαλύσει της τωρινής αγάπης μου τη μονομέρεια, τον κλυδωνισμό και την επανάληψη την καθημερινή, γιατί τα πάντα επιστρέ­φουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Η αλήθεια των πραγμάτων δεν με βοηθάει. Η ψυχή μου αντιστέκεται επίμονα στα ίδια. Κείμαι στον  κύκλο   που  κυλά      σφο­δρός στο κέντρο της καταφρόνιας. Απευθύνομαι στον εκπρόσωπο εκείνο που γνώρισε τον κόσμο από κοντά και αναστήθηκε συγχρόνως σε άλλη γη, κι αυτήν δοξάζει. Για πολύν καιρό, στάθηκε στο πανύψηλο ικρίωμα της ταπείνωσης για να πέσει στα νερά της τέλειας εγκαρτέρησης. Για το καλύτερο. Που δεν συνέβη. Καθώς αναμένει ασάλευτος μέσα στον οίκο του Θεού για την τελική επισφρά­γιση των πράξεων. Μέσα στη νύχτα βλέπει τη σωρεία των αποτυχημένων ελιγμών την ώρα που θεριεύει της καρδιάς η απόπειρα. Ανθίσταται με την προσευχή στον βωμό της ειλικρίνειας. Όπως την πρώτη φορά που ατονούσαν τα κοσμικά πάθη μέσα στο μικρό κελί, οπού σε μιαν άκρη, ένα χλομό καντήλι φώτιζε αμυ­δρά τις εικόνες των ασάλευτων.

 

 

_______

[1] Η  Άθλιβις  ή  Άθριβις  ή  Αθάρραβις  ήταν αρχαία πόλη της Αιγύπτου  στο Δέλτα του Νείλου. Βρίσκεται χτισμένη σε ένα μικρό λόφο, όπου λέγεται σήμερα Κομ Ατρίμπ, βορειοανατολικά της σύγχρονης πόλης της Μπάνχα, βόρεια του Καΐρου. Ο  Αμμιανός Μαρκελλίνος υπολογίζει ότι ήταν από τις πιο σημαντικές πόλεις του Δέλτα του Νείλου τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. Η πόλη ήταν μία από τις στρατιωτικές νομές που είχαν ανατεθεί στην πολιτοφυλακή των Φαραώ. Το όνομα της πόλης προέρχεται από την θεά Ρεπούτ, Θλίβις για τους αρχαίους έλληνες, όπου επιγραφές τόσο στην Άθλιβιν και στη  Πανόπολιν  τη μετατρέπουν στην πιο μεγάλη θεά. Στη πόλη λατρευόταν και ο  Άμμωνας Κεμ, μία από τις πρώτες θεότητες στην αιγυπτιακή μυθολογία. Σύμφωνα με τον Τζον Γκάρντερ Ουίλκισον  στη πόλη λατρεύονταν λεοντοκέφαλες θεές, των οποίων οι ονομασίες δεν έχουν εξακριβωθεί. Σήμερα τα ερείπια της Αθλίβεως βρίσκονται στο σημείο όπου το σύγχρονο κανάλι του Μούις συναντά τον Νείλο. Έχουν βρεθεί τα ερείπια ενός ναού αφιερωμένο στη θεά Ρεπούτ. Τα περισσότερα ερείπια πιθανώς συνδέονται με την 25η μέχρι την 30η δυναστεία. Υπάρχει επίσης μια εκτενή ελληνική και ρωμαϊκή νεκρόπολη. Μια επιγραφή σ’ ένα από τα επιστύλια του ναού φέρει την ημερομηνία του ένατου έτους του Τιβέριου, και περιέχει επίσης το όνομα της συζύγου του Ιουλίας, κόρη του Αυγούστου. Περίπου μισό μίλι απόσταση είναι τα λατομεία από τα οποία πήραν την πέτρα για την κατασκευή του ναού, εκεί υπάρχουν και μικρές ταφές σε σπηλιά, και μία από αυτές έχει ελληνική επιγραφή. Τα υπερυψωμένα μονοπάτια και τα ερείπια δείχνουν γενικά ότι η πόλη ήταν πολύ μεγάλη και ωραιοποιημένη στο πλαίσιο των Πτολεμαίων. Στην πόλη υπήρχε έδρα χριστιανικής επισκοπής, Τα ονόματα των δώδεκα επισκόπων της είναι γνωστά λόγω της συμμετοχής τους στις οικουμενικές συνόδους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top