Fractal

«Όταν τα πράγματα ξεπερνούν τα όρια του υποφερτού, πρέπει ν’ αλλάζεις οπτική γωνία»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Cloe Mehdi «Τίποτε δεν χάνεται», Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις Πόλις

 

«Είμαι έντεκα χρονών και έχω καταλάβει αυτό που εκείνος δεν έχει ακόμη αφομοιώσει στα είκοσι τέσσερα: τίποτε δεν αλλάζει ποτέ. Όλα αναπαράγονται ασταμάτητα. Τίποτε δεν χάνεται, τίποτε δεν δημιουργείται. Όλα μεταβάλλονται και πάντα με τον ίδιο τρόπο, και μόνο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα».   

Δύο αιώνια αντίπαλα στρατόπεδα σε μια μόνιμη συγκρουσιακή κατάσταση, και μια εκκωφαντική σιωπή να καλύπτει ό,τι κάτω από την επιφάνεια συνεχίζει αδιάλειπτα να κοχλάζει μέχρι να φθάσει η στιγμή της έκρηξης. Και το ”παιγνίδι” ξεκινάει πάλι από την αρχή…

Η Κλοέ Μεντί με φανερή ενσυναίσθηση και χρήση διαφόρων αφηγηματικών τεχνικών, μας εισάγει στον σκοτεινό κόσμο των γκετοποιημένων μειονοτήτων, με τη Δικαιοσύνη σε μόνιμη εκ προθέσεως πλάνη, την πολιτική να αρκείται σε μεγάλα λόγια που συχνά δεν καταλήγουν σε πράξεις, τη βίαιη αντίδραση των περιθωριοποιημένων να ζητούν δικαιώματα που δεν παραχωρούνται, τη βία να γεννά περισσότερη βία.

Οι χαρακτήρες της αποτυπώνονται σε διάφορα ενσταντανέ μέσα στην ατμοσφαιρικά δοσμένη δυστοπική ζωή του προαστίου μιας γαλλικής πόλης, όπου συνωστίζονται οι μελαμψοί φτωχοί μετανάστες εξωθούμενοι εκ των συνθηκών στην παραβατικότητα.

Η σκοτεινή ματιά του εντεκάχρονου ήρωά της Ματιά στέκεται πάνω σ’ αυτήν την πικρή ζωή του στενού περίγυρου  και της κοινωνίας που τον περιβάλλει και αποτυπώνει θλιβερές εικόνες και τον απόηχο μιας πραγματικότητας που δεν  δημιουργεί επιθυμία για ζωή.

 

Ματιά: “Άντε να τους πεις ότι, αν ενδιαφέρονται τόσο για το χρέος της μνήμης, δεν είναι ανάγκη να γυρίσουν τρία γενεαλογικά δέντρα πίσω. Δεν έχουν παρά να βγουν στον δρόμο. Θα δουν το πρόσωπο ενός δεκαπεντάχρονου εφήβου  ζωγραφισμένο στους τοίχους. Θυμούνται, τουλάχιστον, τ’ όνομά του – αν υποτεθεί ότι το ήξεραν  ποτέ;”

 

Με φόντο την προ δεκαπενταετίας άδικη δολοφονία του μικροκακοποιού Σαϊντ από  τον αστυνομικό Τομά Ρος, για την οποία ο δεύτερος έμεινε ατιμώρητος, ξεκινάει μία σειρά δραματικών γεγονότων τα οποία ξετυλίγονται με πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του μικρού Ματιά, της αδελφής του Τζίνας και της ίδιας της συγγραφέως σε τρίτο πρόσωπο, ως ανώνυμου αφηγητή.

 

Τζίνα: “Τη μέρα της δίκης επιστράτευσαν τα μεγάλα μέσα.[…] Ήμουν δεκατριών χρόνων. Πήγα στο δικαστήριο με τον μπαμπά. Η μαμά είχε μείνει σπίτι με τον Στέφανο, ήταν στον έβδομο μήνα αλλά φοβόταν μη γεννηθείς πρόωρα. Δεν καταφέραμε να μπούμε. […] Η οικογένεια του Σαϊντ μετά βίας κατάφερε να περάσει.[…] Ο μπαμπάς με είχε ζαλίσει με τις ιστορίες του περί δικαιοσύνης, κι εγώ τις πίστευα, αλλά είχα ελαφρυντικά, ήμουν μικρή, δεν ήξερα πως λειτουργούν τα πράγματα. Γύρω μας οι περισσότεροι δεν πίστευαν στη δικαιοσύνη. Γνώριζαν τι διακυβευόταν.”

 

Ο πατέρας του Ματιά, είχε την ατυχία να κρατάει το αποδεικτικό στοιχείο της δολοφονίας του Σαϊντ, γεγονός που τον έφερε σε σημείο παραφροσύνης μετά τις επανειλημμένες ανακρίσεις. Στη διάρκεια της νοσηλείας του στο ψυχιατρείο γνωρίζει τον Ζε, γιο δύο δικαστών,  που οδηγήθηκε εκεί ως υπεύθυνος μιας υποτιθέμενης δολοφονίας. Σε κάποια από τις επισκέψεις στο πλάι της μητέρας του, ο μικρός Ματιά ακούει έναν νοσοκόμο να μιλάει για κληρονομικότητα της σχιζοφρένειας, πράγμα που εγκαθίσταται σαν σφήνα στο παιδικό του μυαλό. Όταν ο πατέρας του αυτοκτονεί η ιδέα της κληρονομικότητας γίνεται εμμονή και επιχειρεί ανεπιτυχώς να κόψει τις φλέβες του. Η μητέρα του αδύναμη να χειριστεί την κατάσταση τον εγκαταλείπει. Ο αδελφός του  Στέφανο από τον πρώτο γάμο της μητέρας του είναι διάσημος χειρουργός ξεκομμένος πλήρως από την οικογένεια. Η αδελφή του Τζίνα, πληγωμένη από τον θάνατο του Σαϊντ, που υπήρξε φίλος της, και από την αυτοκτονία του πατέρα, βρίσκεται σε μία μόνιμη κατάσταση φυγής.

 

“ Όταν τα πράγματα ξεπερνούν τα όρια του υποφερτού, πρέπει ν’ αλλάζεις οπτική γωνία, λέει σιγανά η Τζίνα, διαβάζοντας τις σκέψεις μου.”

 

Ο Ματιά κηδεμονεύεται από τον πρώην ”συγκάτοικο” του πατέρα του στο νοσοκομείο, τον Ζε που κατάφερε λόγω υποστήριξη των γονιών του, να απαλλαγεί από τις κατηγορίες. Ο Ζε έχει ερωτευτεί την Γκαμπριέλ, μία γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή του, μονίμως σε μια κατάσταση τρομακτικά ήρεμης απελπισίας,  με συχνές αυτοκτονικές τάσεις.

Ο μικρός Ματιά ζει μαζί με το ζεύγος Ζε-Γκαμπριέλ, άλλοτε επιτηρούμενος και άλλοτε επιτηρητής, χωρίς να λείπει η στοργή ανάμεσά τους, όμως μέσα σε μια απέραντη σιωπή γύρω από ζητήματα που τριβελίζουν το μυαλό του, και οδηγούν τη σκέψη του σε μία πρόωρη, βίαιη ενηλικίωση.

  

    “Εκείνη τον κοιτάζει, διστάζει, εκείνος ικετεύει με το βλέμμα, τρέμει σύγκορμος, ψάχνοντας μέσα του τα λόγια που θα την πείσουν. Αν υπήρχαν θα είχαν ήδη αρθρωθεί προ πολλού. Και κανένας ποιητής ανάμεσα στους πιστούς σου φίλους αλλοτινών καιρών, Ζε, κανένας τους δεν μπόρεσε να τα γράψει”. 

 

Ο Ματιά είναι μία πραγματικά δραματική παιδική φιγούρα, πληγωμένη από την εγκατάλειψη, την έλλειψη μητρικής φροντίδας, τη συνειδητοποίηση μιας ζωής χωρίς όραμα. Βρίσκει ένα είδος παρηγοριάς κοντά στη Νουριά, τη ψυχολόγο του, με την οποία και μόνο επικοινωνεί κάπως, σπάζοντας τη σιωπή.

 

Και ενώ δραματικές σκηνές εκτυλίσσονται στον παρόντα χρόνο, το προ δεκαπενταετίας γεγονός σιγοκαίει μέχρι να φθάσει στο σημείο της κάθαρσης.

Δεν είναι οι γονείς του Σαϊντ εκείνοι που συντηρούν τη φλόγα. Το πένθος και το μίσος τους έχει καταλαγιάσει, ζουν την κάπως βολεμένη ζωή τους, δεν έχουν κουράγιο για επανάσταση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με την επόμενη γενιά. Η ανησυχία φουντώνει όταν ο δολοφόνος τολμά να κάνει την εμφάνισή του στον ίδιο τον τόπο της δολοφονίας.

 

Cloé Mehdi

 

Παρά το επίσης noir βλέμμα της συγγραφέως για μία κοινωνία που σπαράσσεται από δράματα δεν απουσιάζει η τρυφερότητα και η ποίηση από τη μυθοπλασία της.

Ο Ζε, παρά την αστική του καταγωγή, δουλεύει ως νυκτοφύλακας σ’ ένα πολυκατάστημα. Στις ελεύθερες ώρες του διαβάζει ποιήματα και απαγγέλλει στίχους, του Λαμαρτίνου και του Μπωντλέρ, τους οποίους αποστηθίζει και ο μικρός Ματιά, που κατά τα λοιπά έχει πρόβλημα με το σχολείο, παρά την ωριμότητά του.

 

ΜΑΤΙΑ: “Με πιάνουν τα κλάματα. Έτσι, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ξεσπάω σε λυγμούς. Καταρρέω. Τελευταίο ανασκίρτημα αξιοπρέπειας: κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου, σκουπίζω τις μύξες που τρέχουν από τη μύτη μου και προσπαθώ να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, αλλά οι ώμοι μου τραντάζονται από τα αναφιλητά κι έχω την εντύπωση ότι όλα ξαναβγαίνουν ξαφνικά – όλα, ο θάνατος του μπαμπά, το δέντρο που κρύβει το δάσος, η μαμά που δεν θέλει να ζήσει μαζί μου, οι αυτοκτονίες της Γκαμπριέλ, η αδιαφορία του Ζε, η αέναη φυγή της Τζίνα, το σχολείο, τα σκατά ολόγυρα και μέσα μου, τα πάντα”.

 

       Το βιβλίο της Κλοέ Μεντί είναι ένα βαθύ κοινωνικό μυθιστόρημα με πολλές διαστάσεις, και όχι απλώς ένα σύνηθες νουάρ ανάγνωσμα. Περικλείει όλο το δράμα της σύγχρονης ζωής των εκπατρισμένων ανθρώπων απανταχού της γης, τη δυσκαμψία των δυτικών κοινωνιών να ενσωματώσουν ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και την αδυναμία της πολιτικής και της δικαιοσύνης να τους αντιμετωπίζει ισότιμα. Δεν λείπει και η αντικειμενική της ματιά, με τη περίπτωση του Στέφανο, που έχει σπουδάσει και έχει δημιουργήσει μία λαμπρή καριέρα, στερείται όμως ενσυναίσθησης. Ωστόσο, ήταν κι αυτός παιδί της ίδιας μάνας με τη Τζίνα και τον Ματιά.

Είναι επίσης ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα δεδομένου ότι η συγγραφέας διεισδύει στο βάθος της ψυχής των ηρώων της και αναλύει όλες τις ψυχολογικές αντιδράσεις που επιφέρει ο τρόπος ζωής όχι μόνο στο περιθώριο αλλά στη σύγχρονη αστική τάξη, εκεί που λείπει η ενσυναίσθηση και η αγάπη.

Είναι ένα σοβαρό συγγραφικό επίτευγμα αν σκεφθεί κανείς ότι η συγγραφέας έχει γεννηθεί μόλις το 1992.

Αξιόλογη και η μετάφραση του Γιάννη Καυκιά, και η άρτια επιμελημένη έκδοσή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top