Fractal

Ακραία συνθήκη

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα»,  David Diop, Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Εκδ. Πόλις

 

Ένα αντιπολεμικό έργο-ψυχογράφημα που ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια των αιματηρών μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη γη του κανενός, ιχνηλατεί την ανθρώπινη φύση και πώς αυτή μεταπλάθεται, το καθήκον και πώς αυτό ερμηνεύεται, η ηθική και το τι είναι, τελικά, σωστό: ο Αλφά Ντιάγε, εικοσάχρονος, σενεγαλέζος τυφεκιοφόρος, μάχεται με τα γαλλικά στρατεύματα κατά των Γερμανών. Σε μία μάχη, ο φίλος του ο Μαντέμπα «που τον είχε πάνω και από αδελφό» τραυματίζεται θανάσιμα και τον παρακαλεί να τον αποτελειώσει για να μην βασανίζεται. Ο Αλφά Ντιάγε δειλιάζει και ο Μαντέμπα πεθαίνει με τρόπο φριχτό. Ζώντας με τις τύψεις για το θάνατο του αδελφικού του φίλου, ο Αλφά μεταμορφώνεται από τον πόνο, γίνεται θηρίο στη μάχη, δαίμονας σωστός, προκαλώντας, αρχικά το θαυμασμό των συμπολεμιστών του αλλά, στη συνέχεια, το φόβο τους και τον αποτροπιασμό τους, φέρνοντας ως τρόπαιο μάχης τα κομμένα χέρια των ξανθών, γαλανομάτηδων εχθρών. Μόνη λύση, να τον στείλουν στα μετόπισθεν. Εκεί, συναντά στο νοσοκομείο τον ιατρό Φρανσουά που τον φροντίζει με ενδιαφέρον και την κόρη του γιατρού, την όμορφη δεσποινίδα Φρανσουά. Όμως πλέον ο Αλφά είναι κάποιος άλλος, παρασύρεται σε μία δραματική περιπέτεια εσωτερικής, εναγώνιας προσπάθειας για άφεση αμαρτιών που σταδιακά, μεθοδικά και ατμοσφαιρικά μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ο Αλφά δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος.

Ο David Diop γεννήθηκε στο Παρίσι το 1966 και μεγάλωσε στη Σενεγάλη. Επέστρεψε στη Γαλλία για τις πανεπιστημιακές του σπουδές και έλαβε το διδακτορικό του στο πανεπιστήμιο Sorbonne, με θέμα της διατριβής του τη γαλλική λογοτεχνία του 18ου αιώνα και την απεικόνιση της Αφρικής και των κατοίκων της μέσα από αυτή. Έως σήμερα έχει γράψει δύο έργα: το 2012 το έργο “1889, l’attraction universelle” και το 2018 το έργο “Tη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα”, το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο των Λυκειόπαιδων της Γαλλίας (Prix Goncourt des lycéens) την ίδια χρονιά, ενώ, παράλληλα ήταν στην τελική λίστα υποψηφίων για τα βραβεία Goncourt, Médicis, Renaudot και Femina. Παρακινούμενος αρχικά από το επιστημονικό του ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή αντίληψη περί της Αφρικής και των κατοίκων της κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, διαπίστωσε πόσο διαστρεβλωμένη υπήρξε η εικόνα των κατοίκων της Αφρικής, είτε ως «μεγάλα, καλόκαρδα παιδιά» είτε ως «αιμοδιψείς άγριοι».

H αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ρέει αβίαστα ως εσωτερικός μονόλογος, μία εξιστόρηση των γεγονότων που οδηγεί τον αναγνώστη από τις φρικαλεότητες του πολέμου στα ματωμένα χαρακώματα, εκεί που η ανθρωπιά γίνεται έννοια άγνωστη, ξεχασμένη, εκεί που ο ορίζοντας δεν είναι παρά μόνο μία γραμμή πέρα από την οποία ο θάνατος παραμονεύει να πάρει μαζί του τα κορμιά των νεαρών αντρών, πρώτα απ’όλα όμως τα σοκολατί κορμιά, πρώτα αυτά μετά το σφύριγμα του λοχαγού πρέπει να ορμήσουν στη μάχη με μοίρα προδιαγεγραμμένη ως η «πρώτη γραμμή», σε μία άλλη μάχη, αυτή που μαίνεται εντός του βαθιά τραυματισμένου ψυχικά Αλφά που κουβαλάει μαρτυρικά την οδύνη για το χαμό του αδελφικού του φίλου.

Τα παράδοξα, σε αυτή την ιεροτελεστία θανάτου, ξεκινούν να κάνουν την εμφάνισή τους σταδιακά: ένας νεαρός αφρικανός που, ενώ από τους λευκούς συστρατιώτες του θεωρείται «άγριος» αρνείται να σκοτώσει, λυτρώνοντας τον Μαντέμπα από τους πόνους. Ο λευκός, «πολιτισμένος» λοχαγός δίνει εντολή σε όσους

λιγοψύχησαν να γίνουν εκόντες άκοντες αυτοί που θα ξεχυθούν πρώτοι στη μάχη, ούτως ή άλλως ο θάνατος τους περιμένει είτε από τα βόλια των εχθρών είτε από τα φίλια πυρά αν αρνηθούν να θυσιασθούν στο βωμό της μάχης. Μόνη παρηγοριά, αν οικειοθελώς βγουν πρώτοι, πάντα έχοντας προτεταμένα στα νώτα τους τα όπλα των συστρατιωτών τους, πως οι οικογένειές τους δεν θα μάθουν ποτέ ότι υπήρξαν δειλοί. Η σφυρίχτρα του Γάλλου λοχαγού λοιπόν δίνει το σήμα για τη μάχη, παράδοξο δεινό, καθώς, τα χαρακώματα των αντιπάλων εκείνη την εποχή ήταν τόσο κοντά που την ίδια στιγμή η σφυρίχτρα έδινε το σήμα στο αντίπαλο στρατόπεδο πως ετοιμάζεται έξοδος και τα όπλα ετοιμάζονταν να αδειάσουν το μπαρούτι τους χωρίς να χάνουν το στόχο. Και, φυσικά, το παράδοξο του πολέμου εντός του οποίου η ανθρωπιά γιγαντώνεται, η ελπίδα δυναμώνει ακόμη και αν κάποιες φορές η απελπισία φαίνεται πως κερδίζει έδαφος αρχικά, η αποδόμηση της συμπαγούς, ισχυρής ανθρώπινης φύσης που τελικά οδηγεί σε κατακερματισμένες, ραγισμένες ψυχές, βαθιά πληγωμένες, χωρίς καμία ελπίδα ίασης.

 

David Diop

 

Με μία γλώσσα που ξεχειλίζει από ποιητικότητα, στην εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου, χρησιμοποιώντας επαναλήψεις φράσεων και λέξεων, τηρώντας έναν ρυθμό και μία μελωδικότητα που αποπνέει τη ζεστασιά της αφρικανικής γης και τη μουσικότητα των, προφορικών, κυρίως, αφρικανικών γλωσσών που, άλλο παράδοξο εδώ, κρύβουν έναν μεγάλο γλωσσολογικό πλούτο καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλές λέξεις για να εκφράσουν το ίδιο πράγμα, το έργο αυτό αποκαλύπτει δίπλα στη σκληρότητα, τη βία, την αγριότητα του πολέμου, μία ευαισθησία που ξαφνιάζει καθώς έρχεται σαν ψίθυρος, σαν αεράκι, σαν βαρκούλα που κυλά σε ήρεμα νερά, και συνεπαίρνει τον αναγνώστη ενώ διαβάζει για όλα όσα συνέβησαν σε μία άλλη ζωή, πριν τον πόλεμο, στην αγκαλιά της πατρώας γης του Αλφά.

Πέρα από τη δίνη του πολέμου, ο συγγραφέας αποκαλύπτει σταδιακά την ύπαρξη ενός άλλου, άγνωστου σε εμάς κόσμου, εκεί όπου ανήκει η παιδική ηλικία του Αλφά, ενός κόσμου μοιρασμένου ανάμεσα σε ένα μπαομπάμπ, τον πατέρα του, δέντρο τεράστιο με ρίζες βαθιά μέσα στη γη και στην κόρη του ανέμου, τη μητέρα του την πολυαγαπημένη, πανέμορφη νομάδα που δεν μπόρεσε να αντέξει μία ζωή επαναλαμβανόμενης σταθερότητας ως σύζυγος και μητέρα αποφασίζοντας να αναζητήσει τον πατέρα της και το κοπάδι του που έχουν καιρό να φανούν και αφήνοντας ένα επώδυνο κενό τόσο για τον ηλικιωμένο σύζυγο όσο και για το μικρό της αγόρι που μένει απαρηγόρητο να την αναζητά. Έχοντας λοιπόν ήδη βαθιά στην ψυχή του τον πόνο του πρώτου αυτού, αβάσταχτου αποχωρισμού, αποφασίζει να καταταγεί στο γαλλικό στρατό για λόγους φιλίας, για χάρη του Μαντέμπα ο Αλφά ονειρεύεται να γίνει «κάποιος» και πηγαίνει με χαμόγελο στον πόλεμο. Δεν αντέχει ο Αλφά και άλλον αποχωρισμό και έτσι αποφασίζει να δέσει τη μοίρα του με αυτή του Μαντέμπα. Μα, στην πορεία, η ζωή έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς, το αναπόφευκτο, πανταχού παρών, δεν θα επιτρέψει η φιλία αυτή να κρατήσει για πολύ…. ο Αλφά θα προδώσει, κατά μία έννοια, την ακριβή τους φιλία….. Και αυτή η προδοσία τον οδηγεί στην παραφροσύνη καθώς δεν μπορεί να βρει κανένα ελαφρυντικό για τον εαυτό του.

Περιγραφές μίας ήρεμης ζωής στο αφρικάνικο χωριό, ο πρώτος έρωτας του Αλφά, σαν κάθε πρώτο έρωτα, η τιμή, τα όνειρα, η φιλία, οι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας, οι συνήθειες ενός κόσμου μακρινού σε χρόνο μα και τόπο, όλα δοσμένα με μεταφορές, παράδοξα, μία γλώσσα που περιγράφει με δύναμη γεγονότα, συναισθήματα, πόνο σωματικό και οδύνη ψυχική, στοχεύοντας να δώσει στον δυτικό αναγνώστη την πραγματική εικόνα των αφανών «σοκολατί» ηρώων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη είχαν φθάσει γαλλικά στρατεύματα με σενεγαλέζους στρατιώτες και στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στη Λέσβο, όπου προκαλούσαν τον θαυμασμό και τον τρόμο συνάμα), ένα έργο που θέτει χωρίς περιστροφές προβληματισμούς και παρακινεί τον αναγνώστη να συλλογιστεί για το τότε αλλά, κυρίως, για το σήμερα.

Πόσο άραγε έχει ο κόσμος μας προχωρήσει σε σχέση με τα πιστεύω μας για τον άλλο, ιδιαίτερα όταν αυτός ανήκει και σε διαφορετική φυλή; Έχει αληθινά συντελεστεί πρόοδος συνολικά, από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε σχέση με το πώς εμείς, οι πολιτισμένοι λευκοί αντιμετωπίζουμε τους έγχρωμους; Παρά το γεγονός ότι σήμερα η αποικιοκρατία θεωρείται ξεπερασμένη, τι γίνεται στην αφρικανική ήπειρο; Πόσο οι συνθήκες έχουν αλλάξει για τον τρόπο ζωής και τις ευκαιρίες που έχουν οι κάτοικοί της ακόμη και σήμερα; Έρμαια της φτώχειας και της εξαθλίωσης πολλές φορές, δεκάδες εκατομμύρια πρόσφυγες από την αφρικανική ήπειρο κάθε χρόνο περνούν παράνομα τα σύνορα προς την Ευρώπη (το ½ από αυτούς είναι παιδιά), την ίδια Ευρώπη που έναν αιώνα πριν τους χρησιμοποίησε στον πόλεμο και σήμερα εξακολουθεί να τους στερεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τα δικαιώματά τους, ακόμη και στις ίδιες τις χώρες τους. Και, φυσικά, ο πόλεμος εξακολουθεί να θερίζει ψυχές, κυρίως νέων ανθρώπων, παιδιών και άμαχων πληθυσμών σε αυτές τις στερημένες χώρες που μοιάζουν σαν ο χρόνος να έχει σταματήσει στο παρελθόν.

Ένα έργο σκληρό μα βαθιά ανθρώπινο, ουσιαστικό και αληθινό με όσα τολμά πλέρια να φανερώσει ή αφήνει να εννοηθούν. Σε κάθε περίπτωση, ένα έργο ώριμο για αναγνώστες που δε διστάζουν να δουν την αλήθεια κατά πρόσωπο, να αναρωτηθούν. Μόνο έτσι, άλλωστε, δικαιολογούμε την ίδια μας τη φύση.

«Εάν σκέφτεσαι όπως εγώ, είσαι αδελφός μου. Εάν δε σκέφτεσαι όπως εγώ, είσαι δύο φορές αδελφός μου, γιατί ανοίγεις μπροστά μου έναν άλλο κόσμο.».

 

Amadou Hampâté Bâ (φιλόσοφος, συγγραφέας και ποιητής από το Μάλι, 1900-1991)

 

 

Νάντια Τράτα, Ιούλιος 2020

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top