Fractal

Διήγημα: “Νυχτερινός επισκέπτης”

Γράφει ο Γιάννης Πολυβώτης // * 

 

 

 

 

 

Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Δε σε έχω ξαναδεί. Έλα προς τα δω, δε θα σε πειράξω. Φεύγεις κιόλας;

 

Πλησίασε, μη φοβάσαι. Σ’ αρέσει ο κήπος μου; Αυτό που μυρίζεις δεν τρώγεται, είναι βιολέτα. Την περιμένω ν’ ανθίσει, είναι η εποχή της. Πεινάς; Κάτσε να δω τι έχω να σου δώσω. Πού χάθηκες πάλι;

Γεια σου! Και αντίο σου. Όλο βιαστική είσαι. Δε μας καταδέχεσαι.

Καλώς την. Πεινασμένη φαίνεσαι. Τρως ρύζι με λαχανικά; Μου ‘μεινε από το μεσημέρι. Νόστιμο, ε; Και μένα μ’ αρέσει πολύ. Διψάς; Περίμενε να σου φέρω λίγο νερό. Πάλι εξαφανίστηκες; Δεν πρόλαβα να σου πω πόσο όμορφη oυρά έχεις.

Στην ώρα σου. Εγγλέζα, όνομα και πράμα. Πλησίασε, στα ‘χω όλα έτοιμα. Βασιλικό γεύμα απόψε, χοιρινό κρέας με σπαράγγια, ό,τι περίσσεψε απ’ το βραδινό μου. Φάε να καρδαμώσεις. Πώς ήταν η μέρα σου; Η δική μου ίδια όπως πάντα, χωρίς εκπλήξεις. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. «Ήρθε η Τεταρτίτσα, πάει η βδομαδίτσα», έτσι έλεγε η γιαγιά μου όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Πέμπτη αύριο, Παρασκευή μεθαύριο. Σε σκεφτόμουν σήμερα. Σου βρήκα όνομα: Μαριόν. Δεν είναι ωραίο; Δεν ξέρω αν είσαι κοριτσάκι ή αγοράκι, αλλά σου ταιριάζει πολύ. Κάθισε μαζί μου, μη φύγεις. Αυτή η ώρα είναι η αγαπημένη μου. Όλοι κοιμούνται και μ’ αφήνουν στην ησυχία μου. Μη με παρεξηγείς, εσύ δε μ’ ενοχλείς. Αν ερχόσουν πριν έντεκα μήνες, θα σε γνώριζε η Κλειώ. Θα ξετρελαινόταν μαζί σου. Φεύγεις κιόλας; Θα σε περιμένω αύριο. Όνειρα γλυκά, Μαριόν.

Απορώ πώς φτάνεις ως εδώ πίσω. Μάλλον από τον κήπο των Μπάξτον. Πολύ καλοί άνθρωποι. Με καλούν συνέχεια, αλλά δεν τους έχω κάνει ακόμα την τιμή. Δεν έχω διάθεση, προτιμώ τη μοναξιά μου. Γνώρισες τη Σοφί, τη γάτα τους; Δεν είναι μια κούκλα; Είχε και η Κλειώ στο Παρίσι μια σκωτσέζικη Φολντ, Χλόη την έλεγαν. Πανέμορφη. Η καημένη πέθανε νεότατη από καρδιά. Εγώ απ’ την άλλη, δεν είχα ποτέ κατοικίδιο, ούτε χρυσόψαρο. Όταν ήμουν παιδί, η μάνα μου δεν ήθελε ζώα μες στο διαμέρισμα. «Τα ζωντανά θέλουν αέρα, πλαντάζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους», μας έλεγε κάθε φορά που ο αδελφός μου κι εγώ της ζητούσαμε να κρατήσουμε τα αδέσποτα που μαζεύαμε απ’ το δρόμο. Δίκιο είχε. Με την Κλειώ σκοπεύαμε να υιοθετήσουμε έναν γάτο. Δεν προλάβαμε, όμως, εξαιτίας του ταξιδιού στην Κορνουάλη. Το εξαφάνισες το φαγητό σου. Πείναγες πολύ, ε; Άραγε πόσο χρονών είσαι; Ένας συνάδελφος μου είπε ότι εσείς της πόλης δεν επιβιώνετε πάνω από δυο χρόνια. Κακόμοιρα πλάσματα. Έχετε το χάρισμα να καταλαβαίνετε όλες τις γλώσσες του κόσμου, αλλά μιλάτε μόνο μία: τη γλώσσα του φόβου. Περίμενε να σου φέρω λίγο νερό. Πού είσαι; Καλή σου μέρα, Μαριόν. Ξημερώνει σε λίγο.

Εδώ είσαι; Νωρίς ήρθες απόψε. Άργησα να γυρίσω σπίτι. Κάθε Παρασκευή δουλεύω ως αργά στο εργαστήριο. Αποφεύγω, έτσι, τις προσκλήσεις των συναδέλφων μου για μπύρες στην παμπ. Ανούσιες βραδιές, χίλιες φορές καλύτερα εδώ μαζί σου. Τρως γιαούρτι; Δεν έμεινε τίποτε άλλο στο ψυγείο. Αύριο θα μας ψωνίσω προμήθειες. Έλα, πλησίασε. Μη με φοβάσαι, δε δαγκώνω. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν έχω πειράξει ούτε μυρμήγκι. Έτσι μπράβο. Δεν ήξερα ότι είσαι τόσο χαδιάρα! Όλο εκπλήξεις είσαι. Θέλεις να μάθεις γιατί σου έδωσα το όνομα Μαριόν; Σύμφωνοι, αλλά μ’ έναν όρο. Να μείνει μεταξύ μας. Είσαι η πρώτη που θα ακούσει την ιστορία της πραγματικής Μαριόν, μιας γυναίκας που δε συνάντησα ποτέ. Όλα ξεκίνησαν πριν τρία χρόνια, όταν γνώρισα την Κλειώ σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Τέλειωνα τις σπουδές μου σ’ ένα γαλλικό πανεπιστήμιο, όταν μου πρόσφεραν δουλειά σ’ ένα εργαστήριο στο Άμστερνταμ. Τις τελευταίες εβδομάδες, πριν φύγω οριστικά από την πόλη του φωτός, επισκέφτηκα όσα αξιοθέατα δεν είχα δει σε τέσσερα ολόκληρα χρόνια διαμονής στο Παρίσι. Σε μία από εκείνες τις ατέλειωτες μοναχικές περιηγήσεις, μ’ έπιασε στο δρόμο μια καλοκαιρινή μπόρα και χώθηκα σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο του Ιλ ντε λα Σιτέ, ενός μικρού νησιού στη μέση του Σηκουάνα. Προκειμένου να δικαιολογήσω την παρουσία μου εκεί μέσα, άρχισα να ψαχουλεύω τα μεταχειρισμένα βιβλία που ήταν παντού αραδιασμένα σε σκονισμένες στοίβες και ράφια. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια παλιά εικονογραφημένη έκδοση του Μικρού Πρίγκηπα, του αγαπημένου παραμυθιού της παιδικής μου ηλικίας. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που το ‘χα διαβάσει. Το ξεφύλλιζα αργά, όταν με πλησίασε μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μελί μάτια και με ρώτησε αν ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα τον Πρίγκηπα. Από την προφορά της κατάλαβα ότι δεν ήταν Γαλλίδα και της απάντησα στα ελληνικά. Εκείνη ξαφνιάστηκε και γέλασε τόσο δυνατά που αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω στο δρόμο. Η βροχή συνέχιζε απτόητη και τρυπώσαμε σ΄ ένα διπλανό καφέ. Καθήσαμε εκεί ως αργά το βράδυ αναλύοντας διεξοδικά τους συμβολισμούς του Πρίγκηπα. Μάντεψε ποιος αποδείχτηκε και για τους δυο ο αγαπημένος χαρακτήρας του παραμυθιού. Η αλεπού! Είμαι σίγουρος ότι ο Σαιντ-Εξυπερύ είχε στο νου του μια όμορφη αλεπού σαν εσένα, όσο έγραφε το βιβλίο του. Βαρέθηκες να μ’ ακούς; Τα λέμε αύριο, Μαριόν. Καλό σου βράδυ.

Πώς ήταν το Σάββατό σου; Σου ΄χω μια έκπληξη. Όλη μέρα καθαρίζω την αποθήκη του κήπου. Θα τη μετατρέψω σε ξενώνα! Αύριο βράδυ θα ‘ναι έτοιμος. Το καταφύγιό σου θα διαθέτει επί εικοσιτετραώρου βάσεως όλα τα απαραίτητα κομφόρ: φαγητό, νερό, κουβερτούλα. Τι λες, Μαριόν; Συμφωνείς; Τέλεια. Χθες βράδυ άφησα στη μέση την ιστορία του ονόματός σου. Πού είχα μείνει; Α, ναι. Μετά την πρώτη μου συνάντηση με την Κλειώ, την ξανασυνάντησα την επόμενη κιόλας μέρα, και ξανά τη μεθεπόμενη και ούτω καθεξής. Καταλαβαίνεις, ελπίζω, πού το πάω. Άραγε, πώς ερωτεύεστε εσείς οι αλεπούδες; Οι πρώτες μέρες μαζί της ήταν ίσως οι ομορφότερες της ζωής μου. Αισθανόμουν ανίκητος. Τα πάντα, πέραν εκείνης, μ’ άφηναν παντελώς αδιάφορο. Το ίδιο ένιωθε και η Κλειώ. Μεταξύ των ανθρώπων, Μαριόν, δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που παράγει ο αμοιβαίος έρωτας. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, αρνήθηκα τη θέση που ‘χα βρει στο Άμστερνταμ και μετακόμισα στο διαμέρισμά της. Βρήκα δουλειά σ’ ένα εργαστήριο, αλλά λίγους μήνες αργότερα αποφασίσαμε να φύγουμε οριστικά από το Παρίσι. Θέλαμε να γνωρίσουμε μαζί καινούριους κόσμους. Ως πρώτο σταθμό ορίσαμε το Λονδίνο. Η Κλειώ είχε ακόμα υποχρεώσεις με τη διατριβή της. Έτσι, ήρθα πρώτος εδώ, ώστε να προετοιμάσω το έδαφος. Όταν μετακόμισε και εκείνη στο Λονδίνο, εγκατασταθήκαμε σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Για να γιορτάσουμε τη νέα μας αρχή, νοικιάσαμε αμάξι για να επισκεφτούμε την Κορνουάλη, στη νοτιοδυτική Αγγλία. Την τρίτη μέρα εκείνου του αναθεματισμένου ταξιδιού τέλειωσαν όλα. Ό,τι συνέβη, συνέβη μέσα σε μια στιγμή. Έκτοτε, ο χρόνος σταμάτησε, και για τους δυο. Ίσως σ’ τα πω μια άλλη φορά. Ίσως και όχι. Άλλωστε, ποιο το νόημα; Έχουν περάσει έντεκα μήνες από τότε. Όταν έφτασε η στιγμή να την αποχαιρετήσω για τελευταία φορά, ζήτησα απ’ όλους να μείνω μόνος μαζί της. Ήθελα να της πω όλα εκείνα που δεν είχε προλάβει ν’ ακούσει. Εν τέλει, δεν άρθρωσα λέξη. Στεκόμουν δίπλα της, αμίλητος, και περίμενα να έρθει κάποιος να με ξυπνήσει, να με πάρει μακριά από τον εφιάλτη που μ’ είχαν κλειδώσει. Πριν βγω έξω από εκείνο το απαίσιο δωμάτιο, στρίμωξα κάτω από τα σταυρωμένα της χέρια, το μεταχειρισμένο αντίτυπο του Πρίγκηπα, εκείνο της πρώτης μας συνάντησης. Ήταν το δώρο που της είχα κάνει όταν ήρθε να ζήσουμε μαζί στο Λονδίνο ‒ το ‘χα αφήσει πάνω στο κομοδίνο της, χωρίς αφιέρωση. Είχα γράψει μονάχα δυο λέξεις στη σελίδα μετά το εξώφυλλο, δίπλα στην υπογραφή του προκατόχου της:

 

 

«Marion, 1972. Κλειώ, 2017».

Γιάννης Πολυβώτης

[Νίσυρος, 17 – 26 Ιούνη 2019]

 

 

 

* Ο Γιάννης Πολυβώτης γεννήθηκε στη Δράμα το 1988, σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και ζει στο Λονδίνο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους και δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top