Fractal

Διήγημα: “Τι έχει γίνει στη Μουργκάνα…”

Της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου // *

 

 

 

Βάβω Λένω, Κάλλιω, Θωμάς

 

 

 

Τι έχει γίνει στη Μουργκάνα…

 

Ανεβαίνει ψηλά στη ράχη, αισθάνεται την ιερότητα του ορεινού όγκου, το χώμα το ποτισμένο αίμα, τα γραμμένα και τ’ άγραφτα. Προσπαθεί να καταλάβει, όχι να βρει τις αιτίες, μα τις εξαιρετικές εξαιρέσεις, τα σκορπισμένα και τα ολάκερα συλλαβίζοντας ανθρωπιά και μνήμη στην πέτρα, στα σκουριασμένα συρματοπλέγματα, στα ξέφτια του χειμωνιάτικου ουρανού που κατεβαίνει να προσκυνήσει αίμα και ξασπρισμένα οστά στις ρεματιές και στα κράκουρα. Μυριάδες οι ανεπαίσθητες δονήσεις, απ’ τα δύσβατα του τόπου κατευθείαν στην ψυχή. Προφήτης και μάντης ο ήλιος ανασταίνει μυστικά τα κρυμμένα φύτρα στη φλούδα της γης, και μαζί τους ξυπνούν σακατεμένα τα σώματα των στρατιωτών. Τινάζουν το χώμα απ’ τις άδειες κόγχες, βάζουν τον αμάραντο στο ματωμένο πέτο, μπαίνουν στο χορό, κάποιοι δίχως κεφάλι, άλλοι δίχως πόδια, δίχως χέρια, μόνο φωνές, καθαρές φωνές στο αναστάσιμο νόημα της μέσα πατρίδας.

Μνήμη, θύμηση, πόλεμος, σκοτωμοί, θανατικά, ιστορίες θλιβερές, τραυματισμένοι φαντάροι, τρομαγμένα παιδιά, μαυροντυμένες γυναίκες, ξεκληρισμένες φαμίλιες, καμένα σπίτια, ξεκορμίζει ο πόνος απ’ τα σπλάχνα της Μουργκάνας, η απουσία γίνεται λυγμός, ο βασανισμένος τόπος, τόπος μαρτυρίου κι αυτή μουσαφίρισσα, να γυρεύει τη δική της λύτρωση σε παλιά ψυχοκαλέσματα, λογισμούς αχαλίνωτους και προσκλητήρια ανάστασης. Σκέψεις που δεν μπορεί να κουμαντάρει, μα μήτε και θέλει ν’ αποδιώξει, πότε στριμώχνονται στις χαραμάδες του ανταρεμένου χρόνου και πότε φεύγουν με το σαλεμένο αέρα. Πισωδρομεί ο νους σ’ εκείνο το μακελειό που γράφτηκε τελευταίο. Έσφιξε τα δόντια, αναλογίστηκε πώς ήταν δυνατόν ύστερα από τόσες μάχες και τόσες νίκες, οι μισοί δικοί μας, να θέλουν να ξεβγάλουν τους άλλους μισούς, πώς τα γεννήματα της διχόνοιας βλάστησαν τόσο που οι άνθρωποι, πονηρεμένοι κι απονήρευτοι είχαν χάσει το μπούσουλα και διψούσαν για αίμα. Της φαινόταν πως από ψηλά άκουγε μια φωνή άλλοτε να λέει, «αδέρφια μας, έλα ν’ αγκαλιαστούμε, ελάτε να πετάξουμε τα σύνεργα της κόλασης που μας φόρτωσαν, άσπορα χωράφια, χέρσα τ’ αμπέλια, έρημες οι στάνες, ελάτε να σμίξομε, ελάτε ν’ αβγατήσομε τη μέσα πατρίδα με το κρασί και το τσίπουρο, με το ψωμί και την ελιά, με το κλαρίνο και το τραγούδι …» , κι άλλοτε να ξεμακραίνει η φωνή και ν’ αρχίζει το τουφεκίδι, να μουγκρίζουν τα οπλοπολυβόλα, να σκάνε οι όλμοι, να ξερνούν φωτιές τ’ αεροπλάνα…

Κλείνει τα μάτια. Υψώνεται η συνείδηση σε κορυφαία και άσπιλη θέση. Σωτήριο το φως πέφτει στα έλατα, στα κέδρα, στα χαμόκλαδα. Μακάρι να μην ξαναστενέψουν οι εποχές. Η άγρια φύση στεριώνει ανάστημα, την καθηλώνει, χαράζεται μέσα της. Εδώ όλα μιλούν αλλιώς, το χώμα, οι γκρεμοί, τ’ αγρίμια, το νερό, ο άνεμος, μια άλλη γλώσσα αυθεντική στην οποία αφήνεται. Αφουγκράζεται το πέταγμα της πέρδικας, τ’ αλύχτημα του λύκου, το κελάδημα των πουλιών, ψυχανεμίζεται την αλλόκοτη, την ανεξήγητη δύναμη του βουνού, μεταλαβαίνει την πρωτόγνωρη συγκίνηση ισορροπώντας ανάμεσα σε πνοή και τετράφυλλο δάκρυ. Μια άλλη Ελλάδα ελκυστικά παράξενη κι αλλιώτικη, πιο αληθινή σε τούτη την εσχατιά, μια μάνα πονεμένη, ζυγιάζει ακόμη δίκια κι άδικα απ’ όλες τις μεριές, σκληρή, αγνή, ήμερη κι άγρια μαζί, σφυγμομετρά καρδιοχτύπια, χτυπάει σήμαντρα, κλαίει, γελά, υπομένει, ονειρεύεται, αντέχει. Η Ελλάδα μέσα της…

Ανεβαίνει, περισσότερο ευάλωτη. Ο άνεμος παρασύρει ένα φύλλο και το φύλλο το βλέμμα της. Στ’ αγνάντεμα από ψηλά ο νους πλαταίνει, η καρδιά ξεστρατίζει και δεν το κάνει αυθαίρετα, έχει τους λόγους της, ακολουθεί έναν άλλο ρυθμό, ενός άλλου κόσμου που μπορεί να διαφεύγει, μα δεν χάνεται. Ελεύθερη ανασαίνει τον παγωμένο βουνίσιο αέρα. Κάπου – κάπου απλώνει το χέρι της στον ώμο του, χαμογελάει υπομονετικά, τον κοιτάζει κάπως πρακαλεστικά τον σύντροφό της, ανυπόμονη να φτάσει στην τσούκα πριν το μούχρωμα. Γυρεύει τα άλλα περάσματα, εκείνα που κάποτε σχηματίστηκαν από παλιές γεωλογικές καταστροφές θαρρείς για να προσφέρουν κρυψώνα στους κυνηγημένους, ανθρώπους και λύκους.

Μουργκάνα, πιο ξεκάθαρη και πιο επιβλητική αποκαλύπτεται στο ανέβασμα. Δεν ξέρει αν είναι δέος, ή περηφάνια αυτό το κύμα που την κατακλύζει, τούτη την ξενοφερμένη, την αλαφροΐσκιωτη που απλώνει τα χέρια κι αφήνει τη σκέψη να φτερουγίζει στον άφεγγο γκρεμό και στην άβυσσο θαυμάζοντας τους πρωτομάστορες της πέτρας στα ρημαγμένα τοξωτά γεφύρια που είδαν στη διαδρομή τα μάτια της. Η θέα μοναδική. Κάτω από τα σταχτιά σύννεφα, διπλές – τριπλές οροσειρές και κορφές να σπαθίζουν τον αιθέρα, από χρέος, από συνήθεια, από γινάτι, ή μήπως από αφοσίωση, από ιερή προσήλωση στον τόπο…

«Να σε θυμούνται οι βροντές πάναγνο αίμα…» , χάθηκε η φωνή, απέκει στο δάσος. Η ψυχή πασκίζει να εξωραΐσει το παρελθόν… Μια μέλισσα της έδειξε τα ανθισμένα μανουσάκια. Συγκυρία της στιγμής με το Φλεβάρη.

«Δεν έχει πίσω ο πόλεμος…» , άλλες φωνές, πολλές μαζί κι ύστερα, «εδώ δεν έχει σήμαντρα κι ανάσταση κανείς δεν περιμένει, άθαφτοι κι αλιβάνιστοι, νερό και χιόνι από κοντά, αυτό δοξάζει τη θυσία… »

Θυμήθηκε που της έλεγαν για τα άψυχα κορμιά που είχαν γεμίσει οι ράχες, άλλα πρόχειρα σκεπασμένα με λίγο χώμα, άλλα ξεθαμμένα κι άλλα κομματιασμένες σάρκες πεταγμένα παντού, κι έκαναν γλέντι τα πεινασμένα τσακάλια και οι λύκοι. Κι ό,τι περίσσευε απ’ αυτά κατέβαιναν και τό ’τρωγαν τα κοράκια και οι τζέρμπες. Γι’ αυτό ο τόπος γεμίζει ξαφνικά σιωπή, γι’ αυτό στα διάσελα ο αέρας ακραγγίζει τα κλαριά και κλαίει. Κι από μακριά το κλαρίνο:

Τό ‘μαθες μωρ’ δόλια μάνα,

μωρ’ γυαλένια, κρουσταλλένια

τι έχει γίνει στη Μουργκάνα,

μωρή, κόρη διαμαντένια.

 

Ώρες που τροφοδοτούν πληγές και θύμηση. Αμύριστες οι μυρωδιές του λόγγου, κουμαριές, ρείκια, σφεντάμια, έλατα, φτέρες, αυτές έμειναν να μοιρολογούν, να μολογούν νίκες και κρίματα. Ξαναζωντανεύουν όλα , αφήνεται, δοκιμάζει, δοκιμάζεται, τα βλέφαρα χτενίζουν την αλισάχνη. Μια άλλη αισθητική συμπεριφορά την καλεί να φιλιωθεί με τα ισκιώματα για να μπορέσει να υπάρξει, την ίδια ώρα που καταγέλαστος ο άνεμος των συνόρων σπέρνει αμφιβολία κι αμφισβήτηση στο πέρασμά του υλοτομώντας άγρια την αλήθεια. Κλείνει τα μάτια, είναι πιο εύκολο να ανακαλέσει στη μνήμη της, όσα της είχαν πει, τότε που είχε έρθει πρώτη φορά σε επαφή με τον πονεμένο τόπο.

Την πρώτη εκείνη μακρινή εντύπωση συλλάβιζε δεύτερη φορά στο σημειωματάριο της ψυχής, εκείνες οι παλιές συλλαβές ήταν που ζητούσαν τώρα στο γέρμα της ζωής, καινούργια ανάγνωση. Τίποτα δεν κατάφερε στο πέρασμα του χρόνου, να ακυρώσει το πνεύμα της ανθρώπινης δυστυχίας, της φτώχειας, της ξενιτιάς, της ορφάνιας, μα και της περηφάνιας μιας Ελλάδας που έχει στη Μουργκάνα μια φλέβα αίμα ολοζώντανο, μια μεγάλη αφετηρία που αρχίζει στη γραμμή του συνόρου, για να μην ξεχάσει κανείς πως δεν είναι όλα τα σημάδια τροπαιοφόρα, πως ο άνθρωπος μ’ όσα κατορθώματα κι αν έχει κάνει, δεν έπαψε να βάφει τα χέρια του με αίμα, θελητά κι αθέλητα, αίμα αδερφικό κάποιες φορές…

Ένας λυγμός την έπνιξε. Κάποτε, η ζωή αλλιώς σ’ αυτά τα μέρη, σκληρή μα ζωή… Μετά φώλιασε ο φόβος, η ανασφάλεια, ο ξεριζωμός, ο θάνατος. Άρχισαν να ξεδιπλώνονται οι εικόνες μέσα από παλιές διηγήσεις, ενθυμήσεις σπαρακτικές όπως αυτές της Όλγας του Γιώρη Μπάντιου, της Φώταινας, της Αθηνάς του Παπανίκα, της Αντρίγιοβας, της Σταυρούλας του Φώτο Ράπτη, της Κατέρως της αντάρτισσας… Λόγια δίκαια, κουβέντες με σεβασμό, με θάρρος, λέξεις κατάφορτες από συμπόνια και αγάπη, χωρίς περιφρόνηση για κανέναν, και μοιρολόγια για να μην ξεχαστεί ο πόνος, να μη σβηστούν τα ονόματα…

«Συχνά, όταν το ξεροβόρι θέριευε και το χιόνι ντούνες – ντούνες σκέπαζε σπίτια, μαντριά, κονίσματα, μνήματα και το μοναστήρι το μεγάλο, πώς να πορεύονταν άνθρωποι με τόσες δυσκολίες, μω φούλα, φτώχεια κι ορφάνια. Λύγιζαν προς τα κάτω τα κλαριά μπαμπακένια, κάτασπρα, κάποια έσπαγαν απ’ το βάρος, λύγιζαν κι οι ψυχούλες. Το κρύγιο να μην αφήνει ν’ ανοίξουν τσίκα τα μάτια. Περνούσαν δυο και τρεις βδομάδες συνέχεια και να μην φαίνεται ουρανός. Βοήθεια, από πουθενά. Ζουλάπια, αλουπούδες, λύκοι, τσακάλια κατέβαιναν πεινασμένα στα σπίτια, έμπαιναν στα κοτέτσια και στα μαντριά, χάλευαν τροφή, πότε έπνιγαν κάνα πρόβατο, πότε κάνα κατσίκι, αλλά και τα κοτερά δε γλίτωναν… Μπόρες απάλευτες, κι όμως εμείς εκεί, στον αγώνα.

»Κάποια βολά, αχάραγα, η βάβω η Λένω του Μπάντιου, φτυάρισε το χιόνι ανοίγοντας δρόμο από την πόρτα της αυλής ως το σάχο με το σανό και τα ζωντανά. Γέμισε κατόπιν τα παχνιά, να φάνε, πλάσματα του θεού κι αυτά, το ίδιο τα περόνιαζε τ’ οριό, περσότερο κι από εμάς τα θέριζε η πείνα. Τι ζωντανό και τι άνθρωπος και τι κοτερά; Όλα έχουν ψυχή. Ποιος να τ’ άντεχε εκείνο το διαολεμένο το κρύγιο που τρύπαγε τα κόκκαλα, ως και μια προβατίνα πού ’χε γεννήσει, δεν τά ’χε κατάφερε η μαύρη, πήγε καλιά της. Τ’ αρνάκι της, ένα λιάρο τυφλό, πλανταμένο κι αυτό, το τύλιξε στο λαναρισμένο μαλλί και το είχε βάλει στο σάισμα πλάι στο παραγώνι να το ζεστάνει, να πάρει ψια πνοή το δόλιο. Όλα τα λυπιόταν η βάβω, για όλα αρέντευε. Κατόπιν είχε ρίξει μια αγκαλιά ξύλα, σχεδόν όρθια μέσα στο τζάκι πάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα, πήραν γρήγορα αυτά, ζωήρεψαν οι φλόγες, άγλειφαν τρογύρω το γκιούμι που ’βραζε το τσάι, άρχεψαν να μπουμπουνίζουν. Η φωτιά σε τούτα τα σπίτια ήταντη αναμμένη μέρα και νύχτα το χειμώνα, πώς να τα κατάφερναν αλλιώς στη λακιά με το ποτάμι να τρέχει παγωμένο και τα κρούσταλλα που κρέμονταν από τη γρεντέ σαν κουρτίνες. Κάνε διώχνει το κακό μακριγιά απ’ το σπιτικό, έλεγε η βάβω Λένω, έρινε δυο σπυριά αλάτι στη στια, τσιπρ, τσιπρ έκαναν αυτά, κι εκείνη η μάγκουφη το σταυρό της, που έσκαγε το κακό.»

Εκεί είχε αφήσει την ιστορία η Γιώργαινα, κι όσο να σηκωθεί να γυρίσει τη ζεματόπιτα και να ψήσει τον καφέ, η Αθηνά την πήγε παρακάτω:

«Δύσκολοι καιροί, αβάσταχτες καταστάσεις σ’ όλα τα σπίτια, πονεμένος κόσμος μα και δυνατός. Όξω ο αέρας είχε πάρει και δυνάμωνε. Τα σκυλιά, η Μπαντούνω, ο Μπάλιος, ο Τζερέπης κι ο Τζουμάνης γαύγιζαν τρέχοντας πότε σιαπάνω, πότε σιακάτω. Τι είχαν πάθει κι αλύχταγαν; Καμιά αλουπού, είχε βάλει με το μυαλό της η βάβω Λένω, σίγουρη πως το ίσκιωμα τού Φώτου έρχονταν μάναχα νύχτα, στο δικό της είνορο. Το καταλάβαινε από τις μελανιές που είχε πάνω της το πρωί, τις κοίταζε στο φως σαστισμένη και δεν έβρισκε απάντηση, πώς ήταν δυνατό αυτόν τον αλαφροπάτητο ίσκιο του παιδιού της να μην τον προλάβαινε, να μην τον είχε ιδεί καθαρά, μα να τον νοιώθει άντα έρχονταν, και να τον γρωνίζει και να τον κλαίει ψηλαφώντας τα σημάδια που της έμεναν στο κορμί…» , βούρκωσαν τα μάτια της, γύρεψε το μαντήλι στην τσέπη της μαύρης ζακέτας, δεν είχε περάσει λίγα κι αυτή.

«Εγώ ήμουν στο κατώι με τη Λένη του Μήτση Λάμπρου, τη Σταυρούλα και τη Θωμαίσια» , είχε κόψει την κουβέντα η Φώταινα, χήρα απ’ τα νιάτα. «Από τα ξημερώματα φέρναμαν βόλτα τη ζύμη στη σκάφη, το κρύγιο πολύ, το προζύμι δεν αναπιάνονταν. Μ’ είχε χτυπήσει η μέση, απ’ τα πολλά ζαλώματα μω φούλες, άφηκα την κρισάρα που κοσκίνιζα τ’ αλεύρι, σηκώθηκα ορθή, έδεσα σφιχτά το τσεμπέρι, αναστέναξα, μ’ έσφαζε κείνος ο πόνος στο κορμί και στην ψυχή ο άλλος χειρότερα. Έβαλα τα χέρια στη μέση, τανύστηκα μπρος – πίσω να ξεπιαστώ. Κάποια στιγμή έφυγε το γλέμμα κατά όξω μεριά, ούι! » , πήρε ανάσα θαρρείς το ξαναζούσε, ήπιε λίγο νερό.

»Ούι κι ήταντος ο Φώτος, ο δικός μου ο άντρας με σκισμένο το σάβανο και ζόρκος στο γκιόξι, ξυπόλητος, μαραγκιασμένος στον τσέρο αποκάτω, ξεπαγιασμένος, κρουσταλλιασμένες οι τρίχες στο κεφάλι ορθές, έτρεμε ο κακότυχος, μια με τήραε καταμεσής στα μάτια με παράπονο, και μια μ’ άπλωνε τα χέρια τα καταπληγιασμένα, βουτηγμένα στα αίματα. Βοήθεια ζήταγε, ψωμί ζήταγε, θυμιάμα ήθελε, δεν είχα προλάβει να καταλάβω, νερόχιονο πάει, έτσι έλιωσε, με μιας χάθηκε, σκιόρημα ήταντο, σταμάτησαν τ’ αλύχτημα τα σκυλιά.

»Γύρισα ξέσπασα στη ζύμη, τα χέρια χώνονταν ως τους αγκώνες, γιομάτη η σκάφη, με δυσκολία την έκανα ζάφτι, είκοσι καρβέλια κι αυτά μεγάλα, χώρια τα πρόσφορα και οι κουλούρες, είχαμαν το μνημόσυνο εκείνου τ’ αδικοσκοτωμένου. Ύστερα από ώρα έμπηξα το βεργί στη ζύμη, βούλιαξε αμέσως ως τον πάτο, είχε ανέβει, ήταντη έτοιμη. Έκοψα το σημείο του σταυρού ψηλά της, με το μαχαίρι, έβαλα τσίκα ζάχαρη, ένα κλαδί δάφνη, γύρισα το μαλλινοσέντονο την ξανασκέπασα. Την αφήκαμαν κάμποσο ακόμη, μοιρολογήσαμαν, κλάψαμαν, πιάκαμαν ζμπόρο. Λέγαμαν πώς έγινε και χάθηκε, έφταιξε, δεν έφταιξε; Δεν είχε φταίξει ο μαύρος που πάτησε τη νάρκη του στρατού, δεν έφταιξε, κακογραμμένος ήταντος, έτσι χαντακώθηκε άδικα. Σαλάγαγε το κοπάδι, κάποια ζωντανά είχαν ξεκόψει, αρέντεψε να τα μάσει, σιαπάνω στ’ αλώνια στην Πλόκιστα, εκεί τον είχε καρτερέσει ο Χάρος μήνες αφ’ όντας είχε τελειώσει ο πόλεμος, ο εμφύλιος… » , σταμάτησε, είχαν κινήσει τα μάτια ποτάμια, ξανάπιασε την κουβέντα η Αθηνά:

«Η Θωμαίσια είχε ανάψει το φούρο, η Λένη ξεκρέμασε την πινακωτή απ’ τον τοίχο, την ακούμπησε στο πεζούλι, άπλωσε ένα σεντόνι, πλάσαμαν τα καρβέλια, τα βάλαμαν απάνω, τα σκεπάσαμαν ξανά να φουσκώσουν δεύτερη φορά, ίσαμε να καεί ο φούρος και πυρώσουν οι πέτρες, από μαύρες να γένουν άσπρες, έτσι ξέραμαν. Από τη γκλαβανή ανεβοκατέβαιναν τα κούτσικα, τό ’βρισκαν παιγνίδι, Νικόλας, Σπύρος, Τέλης, Χίλλης, Τάκης, Τσάβος, Αλέκος, Λάκης, οκτώ παιδιά κι ο Γιώρης ο δικός μου εννιά, παιδάκια, τι νά ’καναν, στέκονταν μπροστά στο φούρο, άπλωναν τα χερόπλα στην πύργια, ζεσταίνονταν ψίχα, έβγαιναν όξω στο χιόνι τ’ άγγιζαν, πάγωναν, έρχονταν μέσα και ξανά μανά απ’ την αρχή, όσο που ψήθηκαν οι πρώτες κουλούρες. Τους δώκαμαν μια ολόκληρη, ζεστή όπως βγήκε απ’ το φούρο, πήγαν απέκει στο χειμωνιάτικο με τις κοπέλες, την έβαλαν κάτω μ’ ένα σαγάνι γαλοτύρι στο παραγώνι, κάθισαν, έφαγαν, χόρτασαν, έκαμαν ζέφκια.

»Η βάβω η Λένω μ’ ένα σκουριασμένο παλιομάχαιρο καθάριζε μια κολοκύθα παρέκει καθισμένη σ’ ένα κουτσούμπι στο σοφρά. Θά ’φτιανε πίτα, κι όπως άνοιγε πληγές στη φλούδα, σα νά ’φευγε ο νους ξαστόχαγε κάπως τις δικές της. Δεν άντεχε να ’κούει κείνη τη φωνή, – τό ’χε ξομολογηθεί τού παππά Μηνά στην Πόβλα- , την καλούσε από τότε πού ’χε γένει το κακό, μια φωνή απ’ τα τσέπια, όλο έλα να με βρεις, έλα να με πάρεις, δε μ’ έμασαν ολόκληρο, μάνα σύρε κατά την κορφή στα καταλύματα του στρατού, κους; Στα πολυβολεία. Κους μάνααα; Εμένα, που μ’ έκαναν ήρωα και μό ’δωκαν παράσημο γι’ ανδραγαθεία γιατί οδήγησα το τάγμα στην Τρύπα του Κάτσαρη κι έπιακαν στον ύπνο τους Ιταλούς το σαράντα, καλά εμένα δε με ντράπηκαν ίτσιου, το Θεό τον ίδιο δεν τον φοβήθηκαν, που ήμουν στην εξουσία του κάτω κόσμου κι αυτοί με πέρναγαν στρατοδικείο, τι είχε γένει μωρή δόλια μάνα, τι είχε γένει στη Μουργκάνα σε καιρό που δεν είχαμαν πόλεμο; Ποιανού ήταν το φταίξιμο που πάτησα τη νάρκη; Tι έφταιγα εγώ που δεν ήξερα, ω μάνα που ξανακούστηκε στον ψεύτη κόσμο να δικάζονται οι νεκροί…»

«Για ταύτο ανέβαινε ολοένα η δόλια στην Πλόκιστα» , κούνησε με νόημα το κεφάλι η Γιώργαινα, «ανέβαινε ζαλωμένη στην πλάτη τα χρόνια, στην καρδιά τον πόνο τον ασιγούρευτο, με την ψυχή στο στόμα έφτανε στην κορφή, εκεί που είχε χαθεί ο Φώτος, τι τα θέλουμε και τα μελετάμε, τι τα θέλουμε, όπως κι αν τα πεις φαρμάκι είναιτα. Και να πεις πως του είχαν φορέσει όπως έπρεπε να είναι ντυμένος για τον άλλο κόσμο ο νεκρός, ρούχα άπιαστα, πούθε να ’βρισκαν κορμί να ντύσουν, πούθε, κομμάτια στο μαλλινοσέντονο τον είχαν μάσει κι έτσι τον είχαν αποθέσει λες κι ήταντο σφαχτάρι απάνω στο τραπέζι. Σπάραξε η Φώταινα, γούριαξε στο θεό η βάβω η Λένω, έλυσαν τα μαντήλια τράβησαν τούφες τα μαλλιά, τα ξερίζωναν, χαροκαμένες κι οι δυό. Ούι, σκότεινη ώρα, ξορκισμένο το κακό… » , έφτυσε στον κόρφο της, σταυροκοπήθηκε.

»Το στάρι, σ’ εκείνο το μνημόσυνο, έξι μήνες ήταν που είχαν περάσει, τό ’χε ’βράσει αποβραδίς η Αντρίγιοβα. Έριξε μια χούφτα σταφίδες, ψια ζάχαρη, λίγο καβουρντισμένο αλεύρι, ένα ξεσπυρισμένο ρόδι, έστρωσε τα κόλλυβα στο νταβά, αστόλιστα, εμείς κουφέτα και ζαχαρωτά δεν είχαμαν. Στην κορφή μάναχα είχε κάμει ένα σταυρό με τα πικραμύγδαλα που ’χε μάσει στην Πλόκιστα. Αυτή έβρασε και τα φασούλια. Στην εκκλησιά δεν πήγαμαν, έρινε παπλαμούδες με το σακί. Είχ’ έρθει ο παππά Μηνάς από την Πόβλα, για το συχώριο στα Μπαντιάτικα, δυο ώρες δρόμο στο χιόνι. Ήβρε την ορφανεμένη φαμίλια, συλλυπήθηκε, έβαλε μετά το πετραχήλι και τον διάβασε στη φωτογραφία…»

«Το καλύτερο δεν το ’χε μολοήσει η δόλια η βάβω Λένω» , έκλεισε το σημειωματάριο της μνήμης η Αντρίγιοβα. «Είχε έρθει η δική της ώρα, μας φώναξε ν’ αποχαιρετήσει, δυσκολεύονταν να πάρει ανάσα, το κορμί χιόνι, τα χείλη μελανιασμένα, το βλέμμα γιομάτο περιστέρια. Μας έδειξε το σκουτί πού ’χε κατάσαρκα. Στο μέρος της καρδιάς είχε ράψει ένα κομματάκι ύφασμα, ξέταιρο απ’ τ’ άλλο. Τι ’ναι τούτο, μωρή βαβουλέτσω; ρωτήσαμαν. Μια που σκοτείνιασαν τα μάτια της και μια που άνοιξαν διάπλατα. Το ζερβό χέρι του παιδιού μου, τα κοκκαλίτσια του…

»Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια π’ άκουε τη φωνή. Μια από τις πολλές βολές π’ ανέβηκε στην Πλόκιστα, Φλεβάρης ήταντος, κάτι ήγλεπε στην ανθισμένη πικραμυγδαλιά. Τα κατάφερε, σβαρίστηκε σιαπάνου, έκαμε μια τσουκάρα πέτρες στην άκρη, πήρε το παλιομάχαιρο άρχεψε να σκαλίζει λίγο – λίγο το χώμα στη νεροσυρμή. Σιμά στη ρίζα ήβρε ένα σκόπι. Κρανιά, το γρώνισε η βάβω, κομμάτι απ’ το τζουμανίκι της γκλίτσας του Φώτου ήταντο, κι είχε σκαλισμένο ένα φίδι, αυτός τό ’χε κεντήσει με το σουγιά. Γονάτισε έκαμε προσευκή, κατόπιν έπεσε στα τέσσερα προσκύνησε, έσκαψε λίγο βαθύτερα, είδε κάτι μικρό που άσπριζε. Έβγαλε το χώμα στην άκρη με προσοχή. ‘Ένα χέρι της φανερώθηκε μέσα απ’ τη γη, ξεσαρκωμένο, αυτό που την καλούσε στο είνορο, αυτό την καρτέραγε. Ένα – ένα τά ’φερνε τα κοκκαλίτσια στα πικραμένα χείλη και τα φίλαγε. Καμάρι τση μάνας, Φώτο, παιδάκι μου, μ’ έμασε γιε μ’ ο πόνος σου, είχε αντιλαλήσει η Μουργκάνα αυτή που ήξερε από σκοτωμούς, κι απ’ άδικα και κρίματα. Με ταύτα ραμμένα στον κόρφο είχε περάσει την υπόλοιπη ζωή, και με τούτο το χέρι θέλησε να κρούσει τη θύρα τ’ άλλου κόσμου σίγουρη πως εκείνος που θα της άνοιγε, θα ήταν ο Φώτος, και θα τον ήγλεπε, όχι κομμάτια όπως τον είχε ιδεί την τελευταία φορά, μα ολόκληρο, ένας λεβέντης άντρας ίσαμε εκεί απάνω αψηλός σαν κυπαρίσσι…»

«Το τέλος όμως, Χαρούλα, το γράφει η μάνα μου, η Φώταινα, είκοσι πέντε χρόνια μετά», έρχεται να συμπληρώσει ένα βράδυ στους Φιλιάτες, ο Λευτέρης, ο γιος του Φώτου.

«Τον έβλεπε όνειρο, όλο με περόνιασε η τσάφνη παραπονιόταν, είναι κρύγια η μαύρη γη, στείλε μου ρούχα, κείνα που δεν μού φόρεσες. ’Κους ωρή Αναστασία; ’Κους μω γυναίκα; ’Κους Φώταινα; Της έρχονταν ολοένα στον ύπνο. Της έκρενε και τ’ όνομα, Αναστασία. Κάνε υπομονή, αποκρίνονταν η μάνα στον ξύπνιο, θα βρω τον τρόπο. Μια μέρα πήγαμαν μαζί στα Γιάννενα, το τελευταίο χρέος είχε πει, μ’ έβαλε κι αγοράσαμαν φανέλα, ποτούρα, πουκάμισο, κοστούμι, μάλλινες κάλτσες, αρβύλες. Τα κράταγε στο σπίτι, στην κασέλα. Έπειτα από μήνες κάποιος συγγενής είχε πεθάνει στην Πόβλα. Βρεθήκαμε στην κηδεία, ακολουθήσαμαν το ξόδι ως το μνήμα. Τούτα τα σκουτιά τ’ άπιαστα κι αφόρετα, είναιτα για τον άντρα μου, να τού τα δώκεις στο χέρι τώρε που θ’ ανταμώσετε, βάιζε η μάνα, κι όταν κατέβαζαν τον άνθρωπο στο λάκκο, πριν του ρίξουν το χώμα από πάνω και τον σκεπάσουν, τού ’βαλε τα ρούχα τυλιγμένα στην καραμελωτή κουβέρτα, στα χέρια, μαζί κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, πεσκέσι του πατέρα μου. ’Κους Χαρούλα; ’Κούγω να λες. Τον πέρασαν στρατοδικείο νεκρό, πως έφταιγε αυτός, για να μη βγάλουν στη μάνα σύνταξη, αυτή είναι η αλήθεια…» , φορτωμένος αναπολήσεις, αυτός που δεν γνώρισε τον πατέρα του, άφησε αλογάριαστα τα δάκρυα να τρέξουν, ο Λευτέρης Μπάντιος δίχως θυμό, μόνο με το παράπονο και βαθιά ευγνωμοσύνη σ’ εκείνη την ηρωίδα τη μάνα, τη Φώταινα…

«Έτσι συμβαίνει καμιά φορά, αξίζει να ξυπνούμε τη μνήμη, να σμίγουμε διακονώντας τα παλιά μοιρολόγια με καινούργια δάκρυα, για να μη σβηστούν τα ονόματα, καίκνως ολοφάνερα, τούτη η ιστορία δεν έχει ώβυς…» , η Χαρούλα άνοιξε το ραδιόφωνο στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Με τη φωνή μιας άλλης Χαρούλας, της Αλεξίου, σε στίχους του Ηλία Κατσούλη και μουσική του Νίκου Τάτση, τυχαίο άραγε;

 

«Σαν περάσεις την Μουργκάνα η ζωή σαν μια τσιγγάνα

πάλι τα χαρτιά σου ρίχνει κι ένα δρόμο δε σου δείχνει

Άμα πας αριστερά μαύροι τόποι στη σειρά

Κι άμα κάνεις δεξιά έχει δρόμο η μοναξιά

Κιαϊμιλιό Κιαϊμιλιό μαύρο βάσανο παλιό

Κιαϊμιλιό Κιαϊμιλιό

Σαν γυρίσεις τη σελίδα πάνω σε λευκή πατρίδα

με το αίμα σου στο χιόνι γράψε αυτό που σε πληγώνει

Βρες τα ίχνη του λαγού τη σκιά του κυνηγού

Με τα χέρια σταυρωτά στάσου στο γκρεμό μπροστά

Κιαϊμιλιό Κιαϊμιλιό μαύρο δάκρυ μου παλιό

Κιαϊμιλιό Κιαϊμιλιό ένας κόμπος στο λαιμό.»

 

 

 

 

Μπάμπω Αλέξω και πάππου Μίχος

 

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

Από το υπό έκδοση βιβλίο

Παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις

Καίκνως – Ώβυς

 

 

 

*Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

 

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

  • Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα

 

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

  1. Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
  2. Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
  3. Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
  4. Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top