Fractal

Τα λόγια, οι πράξεις και οι σιωπές

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ” Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας, Γιάννης Σεργόπουλος, Εκδόσεις Πόλις

 

Πώς ορίζεται, αλήθεια, ο ηρωισμός; Λόγια που ειπώθηκαν και έγραψαν μέσα σου ανεξίτηλα. Αυτά ευθύνονται για πολλά από όσα μετά έγιναν, από όσα μετά έγινες κι εσύ. Αναγνώσεις σημαδιακές στην κατάλληλη ηλικία, με την ανάλογη κατανόηση· δεν πειράζει, όσα κατάλαβες τότε αρκετά ήταν για ό,τι έκανες, αρκετά και για να τα κουβαλάς ακόμα μέσα στα δικά σου λόγια και τις δικές σου πράξεις. Λέγαν οι μεγαλύτεροι «θα δεις και θα μάθεις» με τη σειρά σου, όταν θα έρθει η δική σου ώρα. Εσύ δεν άκουγες, τα ήθελες όλα τότε, πού να περιμένεις για να μεγαλώσεις; Λες και θα χανόταν ο χρόνος (για κάποιους όμως χάθηκε στ’ αλήθεια), λες και η ζωή δεν θα σε περίμενε – μια χαρά της έδωσες να καταλάβει. Ναι. Τα λόγια που ήταν γραμμένα στα βιβλία, τα κατέβασες αμάσητα σχεδόν, καμιά φορά και τα παπαγάλισες χωρίς να νιώθεις. Τα λόγια που άκουγες τα αφομοίωνες ανάλογα ποιος σου τα έλεγε. Κοίταζες λίγο και τις πράξεις, κάπως ηρωικές να είναι – μετράνε τέτοια πράγματα σε άωρες ηλικίες. Μόνο που το τι θα πει ήρωας έρχεται η στιγμή και το νιώθεις πάνω σου για τα καλά. Λοιπόν, ο ηρωισμός είναι κάτι τόσο απλό, θαρρείς πως δεν το έχεις, νομίζεις πως όλοι οι άλλοι το έχουν αλλά όχι εσύ, μα ένα βήμα πιο μπροστά να κάνεις έχεις πατήσει ήδη σε τοπίο μοναχικό· οι άλλοι πίσω σου. Να ακολουθούν σε κάποια απόσταση ή να αγναντεύουν από μακριά. Ε, εκείνη τη στιγμή έχεις ξεχωρίσει, και άντε μετά να πεις πως όχι εγώ απλώς ένα βήμα έκανα. Μετά έρχονται όλα τα άλλα, οι μουσικές και οι παράτες και οι εορτασμοί και τα λουλούδια και οι απαγγελίες – αλίμονο πόσο μακριά όλα αυτά από την αλήθεια. Κι εσύ να πρέπει να υπερασπίζεσαι το τότε της ζωής σου απέναντι σε όποιον δεν νογάει και δεν θέλει, λες και σε χρίσαν ρήτορα «ἐθιμικῷ δικαίῳ».

Οι παραπάνω σκέψεις έρχονται αβίαστα, καθώς διαβάζω το βιβλίο του Γιάννη Σεργόπουλου για τα χρόνια της δικτατορίας και την προσωπική του περιπέτεια, απότοκο της δράσης του κατά τα φοιτητικά του χρόνια. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, και θα μπορούσε να θεωρηθεί «επετειακό» λόγω του Νοέμβρη του Πολυτεχνείου. Αν το δει κανείς έτσι, τότε θα πρόκειται για μια ακόμη ευκαιριακή αναφορά  λόγω επετείου, ανάμεσα στις πολλές συχνά ανούσιες και πολύ απέχουσες από την αλήθεια της τότε εποχής. Κι όμως δεν είναι έτσι. Ο Γιάννης Σεργόπουλος αποφασίζει τώρα, 46 χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, να πει τη δική του μαρτυρία για την εποχή που καθόρισε τη ζωή όλων, όσοι τότε ζήσαμε από κοντά τη δραματική μετάλλαξη μέρους της κοιμώμενης κοινωνίας σε εναργή επαναστατική συνθήκη ανατροπής. Και η αλήθεια είναι πως όσο απομακρύνεσαι από τα γεγονότα, τόσο περισσότερο η οπτική σου ανοίγει, τόσο καλύτερα διαγράφονται μέσα στη συνείδησή σου τα αληθινά μεγέθη. Όσα ήταν διάττοντες αστέρες καταρρίπτονται, όσα πραγματικά αξίζαν αποκτούν την πρέπουσα θέση στην ιστορία.

Θα ήταν λάθος να συγκριθεί η μαρτυρία του Σεργόπουλου με άλλες σχετικές ή με την εμβληματική του Περικλή Κοροβέση στους Ανθρωποφύλακες. Εκείνο ήταν ανελέητο Κατηγορώ απέναντι στον φασισμό και τα προσωπεία του μέσα από μια συγκλονιστική  κατάθεση για τα βασανιστήρια. Παράλληλα είχε και την προφητική του διάσταση προβλέποντας πως μόνον η αρχή του κακού ήταν αυτό που τότε πιστεύαμε πως συνιστούσε μια δυσώδη παρένθεση στη δημοκρατική ομαλότητα. Εκείνη η μαρτυρία, όμως, δημοσιεύθηκε στην αρχή της  μεταπολίτευσης, ήταν μέσα στη δίνη ακόμη των γεγονότων, είχε τον παλμό και τη δύναμη μιας ζωντανής και επίκαιρης φωνής. Η μαρτυρία του Σεργόπουλου –ακριβώς λόγω απόστασης από τα γεγονότα– συνιστά μια ώριμη θέαση του τότε εαυτού, της τότε εποχής, της τότε συνείδησης. Σαν να έχουμε ένα ξανακοίταγμα της ιστορίας (από την αρχή της δικτατορίας, τις δύο καταλήψεις της Νομικής, το Πολυτεχνείο, το τι ακολούθησε μετά ως τη μεταπολίτευση) έναν επαναπροσδιορισμό των γεγονότων αλλά και της αποδοχής τους τώρα. Έχει, επομένως τη δική του θέση ετούτο το βιβλίο, τη δική της αξία η μαρτυρία του. Έχει, φυσικά, και το κόστος της μια τέτοια καταγραφή τόσα χρόνια μετά: πέρα από τη δράση τότε, βλέπεις και την πορεία που ακολουθήθηκε στα χρόνια μετά – τις πολιτικές αποκλίσεις, τη διαφοροποίηση της ιδεολογίας ή αντιθέτως την προσήλωση σε ένα διαρκή αγώνα, αναλόγως το πρόσωπο που μιλά και γράφει.

 

Γιάννης Σεργόπουλος

 

Έχει ενδιαφέρον, κάτω από αυτό το σκεπτικό, η τωρινή κατάθεση του τότε αγωνιστή. Όχι τόσο για την πορεία που ακολούθησε ο ίδιος, από την αναζήτηση της πολιτικής του ταυτότητας μέσα στα διαβάσματα ως τη συνειδητή του ένταξη στην αντίσταση κατά της χούντας (όντας ανένταχτος κομματικά, με την ιδιαίτερη σημασία που είχε αυτό τότε), αλλά ούτε μόνο για την αφήγηση των γεγονότων – ανάλογες μαρτυρίες πάντοτε θα συγκινούν· περισσότερο ενδιαφέρει για τη σημερινή ώριμη σκέψη, με όλη τη γνώση όσων ακολούθησαν:

Η ιστορική δράση κρίνεται μέσα στο πλαίσιο των συνθηκών που τη γέννησαν. Η χούντα του 1967-1974 υπήρξε μια ύβρις. Τόσο εγώ όσο και άλλοι θεωρήσαμε ότι δεν μας ταίριαζε να παραμείνουμε αδρανείς απέναντί της. Τώρα όμως, βλέποντας τα πράγματα ύστερα από τόσα χρόνια, εκτιμώ ότι λίγα κάναμε. Έπρεπε να φανούμε ακόμα πιο πείσμονες στον αγώνα μας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για τη δημοκρατία, για την πατρίδα και την ελευθερία. Κι αυτός είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται πάντα, έστω και με άλλες μορφές.

Γράφοντας αυτά καταδεικνύει τόσο την πολιτική συνείδησή του, όσο και την υπευθυνότητα που τον διακρίνει ως ενεργό πολίτη που δένει άρρηκτα τη ζωή του με αυτήν της πατρίδας του, και που δεν ησυχάζει αν νιώθει πως παρ’ όλη την τότε δράση του ακόμη είναι επισφαλές το πεδίο όπου δοκιμάζεται καθημερινά η δημοκρατία.

Παραθέτω εδώ δύο αποσπάσματα από το βιβλίο, το καθένα με την ιδιαίτερη σημασία του.

Στο πρώτο, βρισκόμενος στη φυλακή συνειδητοποιεί τη σχέση που έχει  με τον κάθε έναν αγωνιστή που βρέθηκε στο παρελθόν στην ίδια θέση, ενώ ως τότε δεν είχε νιώσει κομμάτι της αλυσίδας. Κι αυτό μέσα από μια συμβουλή παλιά όσο ο αγώνας, σοφή όσο η αντοχή του κάθε δοκιμαζόμενου:

Ήταν λάθος μου χθες να μην αγγίξω τα δύο γεύματα. Τη συμβουλή των παλαιών κομμουνιστών που έκαναν πολλά χρόνια φυλακή και έλεγαν: «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ» δεν την είχα ξεχασμένη, αλλά το σοκ ήταν αξεπέραστο, οι πόνοι στο κορμί μου αφόρητοι, κούτσαινα και προτιμούσα να είμαι ξαπλωμένος κατάχαμα, με το σακάκι τυλιγμένο για μαξιλάρι.

Το δεύτερο αφορά το τέλος πλέον της δοκιμασίας. Πρόσωπο με πρόσωπο με τον πατέρα του, που από την αρχή της δικτατορίας τον συμβούλευε να μείνει αμέτοχος και ασφαλής – μα αυτός τον παράκουσε. Η συνειδητοποίηση του πατέρα (που, ας μην έχουμε αυταπάτες, έκφραζε τον μέσο Έλληνα) έρχεται, έστω και αργά.

Τον κοίταξα κατάματα και του είπα:

-Σε ταλαιπώρησα ρε πατέρα.

-Δεν βαριέσαι, δεν με ταλαιπώρησες, αλλά κάπως έπρεπε να σε φρενάρω γιατί ήσουν γενναίο παιδί.

Αγκαλιαστήκαμε και ξαναγίναμε φίλοι μετά από χρόνια.

Δεν ξέρω αν ο Σεργόπουλος με τη μαρτυρία του αυτή (λιτή, ξεκάθαρη και στιβαρή) μπορεί να ευαισθητοποιήσει όσους εύκολα ξεχνούν και ησυχάζουν μέσα στην άγνοια ή την ηθελημένη διαστρέβλωση. Σκέφτομαι πως ίσως πιο πολύ από τη δυνατή φωνή φοβούνται τη σιωπή, γιατί εγκυμονεί το άγνωστο· τα λόγια εύκολα τα τραβάνε και τα ξεχειλώνουν μέχρι που να τα φορέσουν οι ίδιοι με τα δικά τους μέτρα, τα δικά τους χρώματα. Η άγια σιωπή όμως έχει τη δική της αξία, το δικό της βάρος. Ας είναι. Το βιβλίο έχει κι αυτό τη δική του φωνή και αξίζει να ακουστεί. Από όποιον θα το δει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και δεν θα το αγνοήσει ως δείγμα παρωχημένης εποχής. Όσα αφηγείται είναι ακόμη ζωντανά. Κάποια ευτυχώς και κάποια δυστυχώς.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top