Fractal

Πέντε ανέκδοτα ποιήματα του Θεοδόση Τζιαφέτα.

Ανθολόγηση- επιμέλεια: Μαρία Λιάκου //

 

 

Ναυάγιο

 

Κατατρεγμένο σκαρί εξόκειλε στα τενάγη

φύκια και θαλασσόχορτα έπνιξαν την άγκυρά του.

Σκούριασε ο γάντζος, η αρμύρα έφαγε τα παλαμάρια,

οι κρίκοι έσπασαν σαρωμένοι

από τον αμετανόητο αδηφάγο.

Τα ύφαλα μαλάκωσαν, ζωύφια  πειρασμοί

κατέφαγαν το πισσαρισμένο σανίδωμα.

Ορμητικά η ανάγκη της επιφάνειας

πλημμύρισε τα αμπάρια της ψυχής,

η άνωση αλάφρωσε το βάρος της αντίστασης.

Άδειες κάμαρες στραγγίζουν το μεράκι,

κενά ερμάρια χώνεψαν το χάδι,

νεκρό το στίλβωμα ξεβράζει τον πόνο,

η σκάλα που άνοιγε στο θόλο

κρύβει τον πόθο της γνώσης.

Τα ναυάγια φορούν μόνο το παρελθόν τους,

κρατούν ερμητικά το καβούκι τους,

στοιχειώνουν την ιστορία, ματώνουν τη μνήμη

κι αφήνουν τη χρυσαλλίδα να πετάξει,

να στήσει την κυψέλη της αλλού.

Με το πρωινό πούσι ρεύονται την ηδονή της νύχτας

και τα δειλινά ρουφούν λαίμαργα

το πύρινο κέρμα

για να θερμάνουν τους παγωμένους βουβώνες

που κάποτε φλογισμένοι πλημμύριζαν

τη λάβα σφίγγοντας την αλήθεια.

Σαρίδια πια αντηχούν τους τριγμούς,

η χρυσαλλίδα πετά στο πείσμα χτίζοντας την ελπίδα,

αναδεύει στο πελαγίσιο στήθος

το άλικο ρόδο που ακόμα μυρίζει έρωτα,

υψώνοντας κατάρτι το γενναίο αίσθημα.

Μαζεύω τα σπαράγματα,

ανάπηρα τα μέλη μου γυρεύουν

τη σιαμαία ύπαρξή τους.

Ανάγκη των καιρών η κάθοδος.

Τα δύο γίνονται ένα, το ένα μισό

που τεμαχίζεται μέχρι που το μηδέν

αρχίζει τον κύκλο της αιώνιας δίνης

που ξαναγεννάει μόνο την ποίηση

χωρίς συμβάσεις, χωρίς πρωτόκολλα.

 

 

Γνώση

 

Παλιοί ταξιδευτές ανάμεσα Αρχής και Τέλους

ξεκλειδώνουμε εμπειρίες από κασέλες του χρόνου,

λάμνουμε με κουπιά της Μνήμης, της Ποίησης,

της Επιστήμης, με πελαγίσια υπομονή,

καθώς οι μέρες σωριάζονται η μια πάνω στην άλλη

κι αλλάζουμε ντύνοντας τη γύμνια μας

με χιτώνες Γνώσης .

Διψασμένοι οδοιπόροι στην έρημο της Σοφίας

κυλάμε μαρτυρικά την πέτρα του Σίσυφου,

προσδοκώντας πάντα μιαν Ιθάκη

πνιγμένη στο πρωινό πούσι

μιας άγουρης μέρας, λιμάνι απόκρυφο,

να κορέσει τη ματαιοδοξία.

 

 

Ζορμπάς

 

Αγάπησα ό,τι δε μπόρεσα να ιδιοποιηθώ,

τη μουσική, τη χαρά, την οίηση, την αγάπη.

Δεν έγινα ζωγράφος, καλλιτέχνης, ποιητής.

Έκλεισα ερμητικά σαν το κοχύλι το μίτο του πόνου.

Κοιμήθηκα σε σεντόνια σφουγγαριών

ρουφώντας τη νικοτίνη του δράματος

που παίζεται σε δυο πράξεις.

Ανεξίτηλα τα χνάρια της χολής

στον τάπητα της ψυχής, σαν το λεκέ

του ώριμου βατόμουρου σε κατάλευκο πανί.

Στράγγιξα τη μέθεξη με το λύχνο των άστρων

σε νεφελώματα αγκαθερών ασπαλάθων.

Γεύτηκα την πίκρα της άγουρης ελιάς

βιώνοντας την προσωπίδα του κλαυσίγελου,

να νιώθεις βουβό, ξέχειλο ποτάμι στην υψικάμινο της καρδιάς

και ντυμένος την ανάγκη

να σφίγγεις το χαμόγελο της καλοκαιρινής ευδίας.

Ζήλεψα την τέχνη του Νουρέγιεφ

Δεν έγινα χορευτής.

Αγάπησα το χορό σα λογική των ποδιών.

Θαύμασα την ένθεη μανία των Κορυβάντων,

τον έρρυθμο αλαλαγμό των Ινδιάνων.

Στα άλογα βήματα του Ζορμπά

με την παλληκαριά του Πυρρίχιου

να κομματιάσω την τραχηλιά του δέοντος,

να βγω από την άλλη όψη του κόσμου,

μέλποντας το άσμα του κύκνου.

 

 

Εικόνες

 

Λιβάδια με τις  σιναπιές

Και άλικη ανεμώνα

Πεδία αιματόβρεχτα

Με τύμβους Μαραθώνα

 

Στα έγκατα λούζονται θεοί

Και στους γιαλούς γοργόνες

Φιλόσοφοι με αρετή

Χτίζουνε Παρθενώνες

 

Του Ορφέα λύρα αντηχεί

Μέσα απ’ τους αιώνες

Του Απόλλωνα μαρμαρυγή

Πυρώνει τις κολώνες

 

Μεγάλα δάση σκιερά

Του Χείρωνα σχολεία

Πορφυρωμένα δειλινά

Στην ασπρισμένη Οία

 

Στου πέλαγου παιχνίδισμα

Με γαλανό και άσπρο

Στου ήλιου το λαμπύρισμα

Βυζαντινό μου κάστρο!

 

Μεθά ο Βάκχος με κρασί

Σε εύβοτρυ αμπελώνα

Οι Νύμφες λάγνα χύνονται

Στον άγριο Κιθαιρώνα

 

Σαντούρι λύρα και ρακί

Συρτάκι, πεντοζάλη

Γη των θεών ονειρική

Με όλα της τα κάλλη

 

 

Τρύπια όνειρα

 

Θέλησα πάντοτε  ζωή

στρωτή  κι  ωραία να ’χω

μα όσο πόθησα γιαλό

βρήκα σκοτάδι απατηλό

κι εμπόδια σα βράχο.

 

Χριστός γινόμουν το πρωί

και διάβολος το βράδυ.

Η κόλαση πάντοτε κοντά

τα τρύπια όνειρα μουντά

και η ζωή ρημάδι.

 

Καθένας με τη μοίρα του

καθείς και τ’ αγαθά του

άλλος να σέρνει το χορό

άλλος σηκώνει το Σταυρό

κι άλλος το Γολγοθά του.

 

Μια μάχη είναι η ζωή

κι εμείς οι μαχητές της,

βουβός ο πόνος καρτερεί

λίγη η χαρά και αλμυρή

μα πάντα… ποιητές της.

 

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Θεοδόσης Τζιαφέτας γεννήθηκε στη Δεσκάτη Γρεβενών. Είναι φιλόλογος και υπηρέτησε τη δημόσια εκπαίδευση από πολλές θέσεις. Η αγάπη του για την ποίηση και τη στιχουργική είναι μια διαρκής ενασχόληση.

Σε συνεργασία με τους “ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΟΝΕΣ” έγραψε τους στίχους των τραγουδιών “Νότιος Ευρωπαίος” και “Μπλουζ των σκιών“, Μουσική Θανάσης Κατεργάρης, τραγούδι Δέσποινα Σβερώνη.

Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και εργασίες για την ποίηση του Χρ. Μπράβου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top