Fractal

Διήγημα: “Κάτοψη”

Γράφει η Λένα Φωτειάδου  // *

 

 

 

 

Κάτοψη

 

Προς τον ιδιοκτήτη του οικήματος που ευρίσκεται στη συμβολή των οδών …… και …., αριθμός ….

Κύριε/ κυρία…Να σας προκαταλάβω μήπως και να πω φίλε μου ή φίλη μου; Μπορεί να είστε και μακρινός μου απόγονος, χωρίς αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία. Η συνέχεια του αίματος, το οποίο εξάλλου θα έχει ξεθυμάνει μετά από τρεις γενιές, είναι επινόηση παραμυθίας. Υποθέτω ότι λάβατε αυτό το γράμμα μαζί με τους τίτλους ιδιοκτησίας, με τον όρο να το ανοίξετε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Το παρέδωσα στο συμβολαιογράφο με τη ρητή εντολή να ανοιχτεί συγκεκριμένο διάστημα από τον θάνατό μου.

Δεν είναι η πρόθεση της κληροδότησης που με κινεί. Για άλλο πρόκειται. Για την διαδοχική συνύπαρξη, για την εγκατάσταση μας στο ίδιο κομμάτι γης, που μόνο ρίζωμα δεν το λες, δεδομένης της μακροβιότητας των δέντρων, σε σχέση με την δική μας ευτέλεια.

Λοιπόν το σπίτι που μένεις, θα σου μιλάω στον ενικό -μου επιτρέπεις- δεν είναι προικώο, ούτε προϊόν κοινού στεγαστικού. Το πλήρωσα μόνη μου και το ύψωσα κάθετα σε έδαφος και ουρανό, όσο έφτανε η ματαιοδοξία μου και όσο σήκωνε ο τραπεζικός μου λογαριασμός. Μου βγήκαν δύο όροφοι με σοφίτα, Αδιαπραγμάτευτη η σοφίτα. Είχα ανάγκη το στένεμα του χώρου, όσο έχουμε ανάγκη το χειμώνα τα εφαρμοστά φανελάκια που φοράμε κατάσαρκα κάτω από τα χοντρά πουλόβερ. Αυτά είναι τελικά που μας ζεσταίνουν. Έπρεπε να έχω κάπου να περιορίζομαι, να πηγαίνω εκεί όπου η εκπνοή μου είναι ορατή και είναι σε θέση να δίνει, στο λιγοστό φως, σχήμα στις ελπίδες μου και στις ματαιώσεις μου. Ήθελα να έχω ένα χώρο να κυνηγάω την αύρα μου, όπως ο σκύλος την ουρά του.

Στις τρεις κρεβατοκάμαρες, οι θέσεις τέσσερις: το ανδρόγυνο και τα δύο παιδιά. Οι τρεις σταθερές, η τέταρτη ανοιχτή. Μιλάω για το δικό μου το κρεβάτι, το διπλό. Δε θα πω πολλά για αυτό. Παρά μόνο ότι υπήρξα μια κατά φαντασίαν μοιραία γυναίκα και μια κατά φαντασίαν πολύπλοκη προσωπικότητα. Ωστόσο, το αμήχανο είδωλό μας, αυτό που μόνο σε μας αποκαλύπτεται, δεν είναι και το μόνο που αναγνωρίζουμε; Αυτό το σφυρηλατημένο από δυνάμεις ασυναγώνιστες, το προερχόμενο απευθείας από τα βάθη του σκοτεινού μας πηγαδιού, δεν κυβερνά τελικά τα πάντα;

Πρώτα θα σου μιλήσω για τα δωμάτια των παιδιών μου- τα δύο μικρότερα στον πάνω όροφο. Ήταν δικά τους πριν ακόμη γεννηθούν. Από τα παράθυρά τους μπήκαν οι Μοίρες να τα μοιράνουν και οι αέρηδες της εφηβείας τους. Εκεί μελέτησαν τα μυστήρια του Σύμπαντος και χάραξαν νοητά τα ιδιωτικά τους μονοπάτια. Τους παστέλ τοίχους τους περάσαμε, τελευταίο χέρι, την αγωνία του γονέα προσεχώς, αθώοι ακόμη και ανυποψίαστοι για τα επερχόμενα. Θέλει πολλή τέχνη η μετάβαση από το ένα στο όλον. Φέρνω στο νου μου μια στιγμή από αυτές που παραμένουν φωτισμένες, σαν τα μακρινά σπίτια που τα βλέπεις το βράδυ στο πλάι, οδηγώντας στην Εθνική. Καθώς επιθεωρούσαμε τα μωρουδίστικα προικιά, συναντήθηκαν τα βλέμματά μας και οι ουρανοί άνοιξαν. Δύσκολα δωμάτια αυτά και πολυσήμαντα. Να μου τα προσέχεις.

Το δικό μου δωμάτιο διαχειρίσου το κατά βούληση. Είναι δωμάτιο ενήλικα. Κάποιου που φέρει ακέραιη την ευθύνη και πορεύτηκε σε τροχιές που άλλοτε σχημάτισαν τέλειους κύκλους και άλλοτε σχήματα αγεωμέτρητα, τα οποία καταγράφτηκαν σαν αστερισμοί στο δικό μας, το γήινο σύμπαν.

Από την κρεβατοκάμαρα μου αποσιωπώ τα περιττά και κρατάω την ντουλάπα. Πίσω πίσω, βαλσαμωμένο σε χοντρό νάυλον έμεινε κρεμασμένο για χρόνια το νυφικό μου και μπροστά έκλεισε την επίδειξη το τελευταίο κουστούμι της σκευής μου. Ανάμεσά τους φούστες και μπλουζάκια με τιράντες- τα τίμησα όσο άντεξαν τα μπράτσα μου- φορέματα λευκά, ραμμένα για αιγαιοπελαγίτικα απομεσήμερα και υπέροχες καμπαρντίνες που φορέθηκαν με θράσος κι ας μην ερχόταν πάντα να τις αναδείξει μια καλή βροχή. Αχ πόσο τα αγάπησα τα ρούχα! Πιο πολύ απ’ όλα τα άψυχα. Αχόρταγη και σπάταλη. Μια βαθιά αταβιστική ανάγκη για στολισμό του κορμιού με κατέτρεχε πάντα.

Κυρίως όμως η ντουλάπα μου έγινε η σκουληκότρυπα που με ταξίδευε εκεί που δεν μπορούσα να φτάσω αλλιώς. Μερικές φορές, όταν άνοιγα τα καρυδένια φύλλα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη, ξεκάρφωνα την εικόνα μου από το τώρα και την πήγαινα βόλτα στο δωμάτιο της παιδικής μου ηλικίας, στα γήπεδα και στα πάρτυ, την χτένιζα και την έντυνα με το στυλ της εποχής κι ας μην το θυμόμουν ακριβώς- με ένοιαζε και το έβρισκα- κι όταν μετά, ήσυχη πια, καθόμουν να πιω έναν καφέ στην βεράντα, ήμουν σαν ολάνθιστο περιβόλι την Άνοιξη και τους περίμενα όλους να κυλιστούν στο γρασίδι μου.

Στα έπιπλα δεν έκανα αστεία. Τα διάλεξα κλασικά και στέρεα. Χωροταξικά άψογα αλλά ψυχρά. Ξέρεις ότι ο Ντα Βίντσι έκρυβε πάντα ένα γεωμετρικό σχήμα στους πίνακές του, με το οποίο περιέκλεινε τις μορφές του; Κάπως έτσι φαντάσου και το δικό μου καθιστικό. Ψυχαναγκαστική τελειότητα με κομμάτια βαριά και αμετακίνητα, επιπλέοντα παγόβουνα στην θάλασσα της μικροαστικής δυστοπίας. Σε αυτόν το χώρο έβγαλα κι εγώ τα στερεότυπα μου. Καναπέδες ατσαλάκωτοι και λουστραρισμένα σκρίνια. Λες κι οι φίλοι που θα έρθουν για ένα κρασί είναι ξένοι. Ευτυχώς μετά τα σαράντα αναθεώρησα. Ο άντρας μου είχε αρχίσει να αργεί τα βράδια κι εγώ άρχισα να βάζω μαξιλαράκια στους καναπέδες και ζεστό κοραλλί στους τοίχους. Άργησα μεν αλλά ζέστανε ο τόπος και άνοιξε καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου από το πουθενά.

Τα σημαντικά τώρα, ο πάγκος της κουζίνας κάτω από το μεγάλο παράθυρο. Έχει ενέργεια αυτό το σημείο. Δοκίμασε να σταθείς και κοιτάξεις έξω το δρόμο. Μερικές φορές κάποια γάτα σουλατσάρει στο εξωτερικό περβάζι και αφήνει αποτυπώματα με τα βελούδινα πατουσάκια της. Μετά άνοιξε τα ντουλάπια. Καμάρωσε τα πιάτα σου και τα ποτήρια σου. Μέτρησε τα μαχαιροπίρουνα και τις σπάτουλες. Αν έχει μείνει κάτι από μένα, εκεί στα ντουλάπια βρίσκεται. Εκεί στοιβάχτηκαν τα δικά μου τιμαλφή που κανονικά θα έπρεπε να φυλάξω σε θυρίδα: τα κουταλάκια που τάισα τα μωρά μου, η κούπα του καφέ που ράγισε μες τη βιασύνη ενός αργοπορημένου πρωινού, οι κατσαρόλες για το κοκκινιστό της Κυριακής. Πόσο λίγο εκτίμησα τα εργαλεία του βίου μου. Και τώρα αντιλαμβάνομαι ότι αυτά είναι τα ενδεδειγμένα κτερίσματα μου.

Αγαπητέ μου, αγαπητή μου, αυτό το γράμμα δεν αποτελεί μνημόσυνο για μια ζωή που νομοτελειακά πήρε το δρόμο της. Είναι οι οδηγίες προς ναυτιλομένους σε τούτο εδώ το κομμάτι γης που εγώ έτυχε να το δω να θεμελιώνεται. Ήμουν μπροστά όταν σκάφτηκε βίαια η γη και χώθηκαν τα σίδερα στην καρδιά της. Ήταν σαν γέννα.

Απευθύνομαι σε σένα γιατί οι επόμενοι, είναι πολύ μακριά για να τους φτάσω. Ακόμη και τα άψυχα θέλουν κι αυτά κάποτε να ξεκουραστούν. Εσάς όμως σας προλαβαίνω. Εσείς θα γράψετε τα χιλιόμετρά σας στα τετραγωνικά του πατώματος , θα προσθέσετε τις οσμές και τους ήχους σας στην συλλογική μνήμη και θα αναπτύξετε πανομοιότυπα τη σχέση με το ‘’στοιχειό ‘’ του σπιτιού που ανέπτυξα κι εγώ. Είναι αναπόδραστη η διαπλοκή μας.

Μην ξεχάσω, πριν κλείσω, να σου πω για τον τοίχο τον ανατολικό κάτω από την βεράντα. Μαζεύει ζεστασιά όλη μέρα, ακόμη και με τον χλωμό χειμωνιάτικο ήλιο. Εκεί να ακουμπάς, να κολλάς όλο σου το κορμί από το κεφάλι ως τις φτέρνες, όταν νιώθεις τη γεύση της σκουριάς στο στόμα. Θα καλμάρει η ανησυχία σου και ίσως ακούσεις τη φωνή μου, σαν τη φωνή μιας προστατευτικής μητέρας: ‘’ Μη φοβάσαι’’.

 

 

 

* Η Λένα Φωτειάδου έχει σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία. Ζει στην Πάτρα και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Έχει ασχοληθεί με την Εκπαίδευση ενηλίκων. Είναι μητέρα δύο παιδιών.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top