Fractal

Αντιμέτωποι με δοκιμασμένους ολοκληρωτισμούς

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

 

«Τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί ο Χίτλερ; Κάτι πραγματικά νέο; Ποτέ δεν είχε περάσει κάτι καινούργιο από το μυαλό του, ολόκληρο το πρόγραμμα που είχε το κόμμα του ήταν κλεμμένο από τον φασισμό του Στάλιν και τους μπολσεβίκους της Ρωσίας», γράφει ο Χανς Φάλαντα, στο βιβλίο του ‘Ξένος στη χώρα μου. Ημερολόγιο φυλακής 1944’ (Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2022. Μετάφραση: Σίσσυ Παπαδάκη), φέροντας ακόμα μια φορά απέναντι και δίπλα, ταυτόχρονα, τα δύο ακραία και κυρίως ολοκληρωτικά καθεστώτα της ιστορίας του εικοστού αιώνα. Όταν λίγα χρόνια μετά (1951), η Χάννα Άρεντ (Hannah Arendt, 1906-1975), μια από τους πλέον σημαντικούς πολιτικούς φιλοσόφους, έφερε στη δημοσιότητα το βιβλίο ‘Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού’ (The Origins of Totalitarianism), ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει αφήνοντας πίσω τον απόηχό του, ο Χίτλερ ήταν ήδη νεκρός, αλλά ο Στάλιν (1878-1953) ζούσε και θα βρισκόταν στο προσκήνιο για μικρό χρονικό διάστημα ακόμη.

Η Άρεντ ήθελε με κάθε θυσία να δώσει στους αναγνώστες της μια προσωπική αίσθηση της έννοιας του ολοκληρωτισμού, της εμφάνισής του στον κόσμο ως μια τρομακτική και εντελώς νέα μορφή πολιτικής διακυβέρνησης, η οποία θα περιελάμβανε τον πλήρη έλεγχο και την καθυπόταξη των μαζών. Στα δύο πρώτα μέρη του προαναφερόμενου βιβλίου της, ασχολήθηκε επισταμένως και ανέσυρε στην επιφάνεια κρυμμένα στοιχεία του σύγχρονου αντισημιτισμού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού που συνενώθηκαν σε ολοκληρωτικά κινήματα, ενώ στο τρίτο μέρος διερεύνησε την οργάνωση αυτών των κινημάτων, ανέλυσε τη δομή του ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού στην εξουσία και εξέτασε διεξοδικά την προσπάθεια και την διπλή διεκδίκηση αυτών των καθεστώτων για ολοκληρωτική κυριαρχία και παγκόσμια διακυβέρνηση. Το ενδιαφέρον της Άρεντ, βεβαίως, εστιάζεται κυρίως στον ναζισμό, όχι μόνο επειδή εκείνη την εποχή υπήρχαν διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με αυτόν και την πορεία του, αλλά και επειδή η Άρεντ ήταν πιο εξοικειωμένη με τη Γερμανία και, ως εκ τούτου, με τις απαρχές του ολοκληρωτισμού στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο απ’ ό,τι διαμειβόταν στην περισσότερο απομονωμένη Σοβιετική Ένωση. Ήταν βέβαια ενήμερη, ότι οι καταβολές αυτές διέφεραν σημαντικά στις δύο χώρες και αργότερα, σε διαφορετικά συγγράμματα, θα επιχειρούσε να διορθώσει την αδικία και ανισορροπία αναφορικά με κάποιες θέσεις που πήρε στις προηγούμενες δημοσιεύσεις της.

Η εκτεταμένη πολυπλοκότητα του κειμένου του βιβλίου ‘Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού’ προκύπτει από την διασύνδεση της κατανόησης της έννοιας του ολοκληρωτισμού με την περιγραφή της εμφάνισης και της ενσάρκωσής του στα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, τουτέστιν στο ναζισμό και τον σταλινισμό. Το εύρος των εννοιολογικών στόχων της Άρεντ μπορεί να αναδειχθεί στο σχέδιο που συνέταξε για έξι διαλέξεις που σκόπευε να δώσει σχετικά με τη φύση του ολοκληρωτισμού (Η Μεγάλη Παράδοση και η Φύση του Ολοκληρωτισμού, The Great Tradition and the Nature of Totalitarianism) και που έδωσε στη ‘Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών’ (New School for Social Research) στη Νέα Υόρκη, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1953.

Η πρώτη διάλεξη αφορούσε στην έκρηξη του ολοκληρωτισμού στις παραδοσιακές κατηγορίες σκέψης και στα πρότυπα κρίσης του ανθρώπινου νου, δηλώνοντας έτσι ευθύς εξ’ αρχής τη δυσκολία να κατανοήσουμε σε βάθος την έννοια αυτής της ανελεύθερης πολιτειακής κατάστασης. Στη δεύτερη διάλεξη εξέτασε τα διάφορα είδη διακυβέρνησης, όπως αυτά διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα και στη συνέχεια προχώρησε χρονικά πολύ μπροστά πραγματοποιώντας ένα ιστορικό άλμα πολλών αιώνων μέχρι την κρίσιμη ανακάλυψη από τον Μοντεσκιέ της αρχής δράσης κάθε είδους διακυβέρνησης και της ανθρώπινης εμπειρίας στην οποία είναι ενσωματωμένη αυτή η αρχή. Στην τρίτη διάλεξη ανέλυσε τρεις σημαντικές διακρίσεις. Πρώτον, μεταξύ κυβερνήσεων δικαίου και αυθαίρετης εξουσίας. Δεύτερον, μεταξύ της παραδοσιακής πεποίθησης και εικασίας των νόμων που θεσπίζονται από τον άνθρωπο και της νέας ολοκληρωτικής έννοιας των νόμων που διέπουν την εξέλιξη της φύσης και κατευθύνουν, σε τελική ανάλυση, την κίνηση και τους ελιγμούς της ιστορίας. Και τρίτον, μεταξύ των παραδοσιακών και συμβατικών πηγών εξουσίας που μονιμοποιούν τους νομικούς θεσμούς, προσαρμόζοντας έτσι την ανθρώπινη δράση και των ολοκληρωτικών νόμων της κίνησης, των οποίων η λειτουργία είναι, αντίθετα, να καθηλώνουν τους ανθρώπους χωρίς δυνατότητα υποχώρησης ή ανατροπής, έτσι ώστε οι προκαθορισμένες και δρομολογημένες πορείες της φύσης και της ιστορίας να μπορούν να διατρέχουν ελεύθερα μέσα απ’ όλα αυτά. Η τέταρτη διάλεξη αφορούσε την ολοκληρωτική μετατροπή ενός ιδεολογικού συστήματος πεποιθήσεων και δοξασιών σε επαγωγική αρχή δράσης. Στην πέμπτη διάλεξη η βασική εμπειρία της ανθρώπινης απόσυρσης και μοναξιάς στον ολοκληρωτισμό αντιπαρατέθηκε με εκείνη της ανικανότητας στην τυραννία και διαφοροποιήθηκε από τις εμπειρίες της απομόνωσης και της μοναξιάς, οι οποίες αποτελούν απαραίτητη συνθήκη για τις δραστηριότητες της δημιουργίας και της σκέψης, αλλά περιθωριακά φαινόμενα στην πολιτική ζωή. Στην τελευταία διάλεξη, η Άρεντ διέκρινε την πολιτική πραγματικότητα της ελευθερίας τόσο από τη φιλοσοφική της ιδέα όσο και από τον εγγενή υλισμό της δυτικής πολιτικής σκέψης. Εκτός από την πολυπλοκότητά του, ο υφολογικός πλούτος του έργου ‘Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού’ έγκειται και στην ανάμειξη της πολυμάθειας και της φαντασίας, η οποία δεν είναι πουθενά περισσότερο εμφανής από τα συγκεκριμένα παραδείγματα με τα οποία η Άρεντ έφερε στο φως τα στοιχεία του ολοκληρωτισμού. Στα παραδείγματα αυτά περιλαμβάνονται το καταστροφικό πορτρέτο του Ντισραέλι και η τραγική περιγραφή της ‘μεγάλης’ και ‘πικρής’ ζωής του Τ. Ε. Λώρενς. Κάποια άλλα, τέλος, υποδειγματικά στοιχεία αντλούνται από λογοτεχνικά έργα συγγραφέων, όπως ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και ο Τζόζεφ Κόνραντ.

Κρίσιμο εν προκειμένω, αποτελεί το ερώτημα ποια είναι η βαθύτερη και ουσιαστική σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και εξουσίας και πώς ορισμένα μυθιστορήματα ή συγκεκριμένες μορφές τέχνης του 19ου αιώνα έδωσαν με τον τρόπο τους γένεση σε αυταρχικές αξίες. Η απάντηση εδώ ίσως να βρίσκεται στη μελέτη ‘Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού’ (1951), όπου η Χάννα Άρεντ αφιερώνει ένα σύντομο κεφάλαιο δέκα σελίδων στον Μπέντζαμιν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli), πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρεττανίας το 1868 και ξανά από το 1874 έως το 1880.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top