Fractal

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης κι εξιλέωσης

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

William Maxwell «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο», Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg

 

 «Άραγε γιατί δεν του μίλησα; Μάλλον επειδή ξαφνιάστηκα πολύ. Κι επειδή δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα. Δεν μπορούσα να του πω  Λυπάμαι πολύ για το φόνο και όλη αυτή την ιστορία, έτσι δεν είναι; Στις αρχαίες τραγωδίες, ο Χορός δεν προσπαθεί ποτέ να παρηγορήσει τον αθώο περαστικό. Αντί γι αυτό, μιλώντας με γενικολογίες, θρηνεί για τη μοίρα όλων των ανθρώπων, που το λάθος τους ήταν ότι γεννήθηκαν.»

 

Άραγε γιατί δεν του μίλησα; Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει τον αφηγητή, ερώτημα που τον γέμιζε τύψεις και ενοχές μια ολόκληρη ζωή, ερώτημα- αφορμή για τον William Maxwell να γράψει αυτό το εξαιρετικό, συγκινητικό, χαμηλότονο, με βαθείς στοχασμούς μυθιστόρημα με κεντρικό άξονα την απώλεια και πως τη βιώνουν τα παιδιά. Ένα μυθιστόρημα με έντονη τη νοσταλγία του αφηγητή για τα χρόνια που προηγήθηκαν των απωλειών, ένα μυθιστόρημα εξιλέωσης για προδοσίες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

Δυο αγόρια μεγαλώνουν σε μια αγροτική περιοχή στο Λίνκολν του Ιλινόι. Τους ενώνει το παιχνίδι, μέσα στο υπό κατασκευή σπίτι του αφηγητή, σε μία φάση όπου το κάθε παιδί βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο εξέλιξης της τραγικής απώλειάς του.

Ο αφηγητής την έχει ήδη βιώσει σε ηλικία μόλις δέκα ετών, με τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του. Ακόμη και στην ηλικία των εξήντα του χρόνων νιώθει τον βαθύ πόνο που του προκάλεσε, το βαρύ πένθος που ακολούθησε, τη θλίψη που κυριαρχούσε μέσα στο σπίτι. Η οικογένειά του είχε ήδη δεχτεί κάποια οδυνηρά κτυπήματα, με τον μεγαλύτερο αδελφό του να έχει χάσει το ένα του πόδι σε κάποιο ατύχημα και τον μικρό, από τη γέννησή του να μεγαλώνει σε ξένη αγκαλιά. Κάποτε ο πατέρας του, ξεπερνώντας το πένθος, αποφάσισε να παντρευτεί ξανά, να απαλλαγεί από κάθε τι που αφορούσε την πεθαμένη γυναίκα του και να κτίσει ένα νέο σπίτι σε άλλη γειτονιά. Στον σκελετό αυτού του σπιτιού ακροπατώντας στις σκαλωσιές ο αφηγητής μοιραζόταν τον ελεύθερο χρόνο του με τον συμμαθητή και φίλο του, Κλίτους. Η φιλία αυτή υπήρξε μοναδική για τον αφηγητή που ήταν αποδέκτης βίαιας συμπεριφοράς των συμμαθητών του.

Ο Κλίτους γιος κάποιου μισθωτή αγρότη βίωνε το ψυχρό κλίμα που επικρατούσε στην οικογένειά εξαιτίας των αντιδράσεων της μητέρας του Φέρν, μόνιμα δυσαρεστημένης από την έγγαμη ζωή της.

 

«Όπως και να ‘χει, δεν μοιράστηκα με τον Κλίτους το δικό μου ναυάγιο, όσο καθόμασταν εκεί και κοιτούσαμε από ψηλά ολόκληρη τη γειτονιά, ούτε κι εκείνος μοιράστηκε μαζί μου το δικό του. Όταν το χρώμα του ουρανού μας πληροφορούσε ότι πλησίαζε η ώρα του βραδινού, κατεβαίναμε κάτω και λέγαμε

“ Αντίο τώρα” και “ Τα λέμε αύριο”, κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του μέσα στο σούρουπο. Κι ένα βράδυ, αυτός ο ανέμελος αποχωρισμός έγινε για τελευταία φορά. Είχε μπει ανάμεσά μας εκείνος ο πυροβολισμός.»

 

Για τον πυροβολισμό και το όνομα του θύματος γίνεται λόγος από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. «Ο ήχος δεν ήταν από εξάτμιση, κάποιος είχε μόλις δολοφονήσει τον Λόιντ Γουίλσον, έναν μισθωτή αγρότη, κι αυτό που είχαν ακούσει ήταν το όπλο που τον σκότωσε.»

Αιτία του φονικού ο ερωτικός δεσμός της μητέρας του Κλίτους με τον γείτονα, επίσης μισθωτή αγρότη και φίλο του πατέρα του,  Λόιντ Γουίλσον. Η σχέση της Φερν Σμιθ με τον Λόιντ Γουίλσον έγινε αντιληπτή από τον μικρό  Κλίτους πριν η ίδια προκαλέσει τον πατέρα του και σύζυγό της, Κλάρενς Σμιθ, να της ομολογήσει ότι γνώριζε τον δεσμό της. Ο Κλάρενς έμεινε εμβρόντητος, δεν μπορούσε να πιστέψει το μέγεθος της προδοσίας.

Ακολούθησε μία σειρά τραγικών εξελίξεων που πλήγωσαν βαθιά τις δύο οικογένειες, κυρίως τα παιδιά. Ο Κλίτους είναι πλέον ο γιος του φονιά και βιώνει τη διπλή απώλεια μητέρας – που τον εγκαταλείπει αρχικά στον πατέρα του- και στη συνέχεια την απώλεια του ίδιου του πατέρα του, μετά την διάπραξη του φόνου και της αυτοχειρίας του.

Ο αφηγητής προσπαθεί να ανασυνθέσει το ιστορικό των δύο αυτών οικογενειών ανασύροντας από τη μνήμη του εικόνες, ψιθύρους, σχόλια. Προσφεύγει στην ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής προσπαθώντας να διαλευκάνει αισθήματα και αντιδράσεις των διαπλεκομένων, φθάνοντας στο βάθος του ψυχισμού τους.

 

«Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση- δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ’ τη λήθη- είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάξει. Εμπλέκονται τόσα πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάζει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται μ’ αυτή την επιθυμία. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα».

 

William Maxwell

 

Με αξιοσημείωτη οικονομία λόγου, ο Ουίλλιαμ Μάξγουελ περιγράφει κινηματογραφικά την αγροτική ζωή των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής, και τις σχέσεις των μισθωτών αγροτών με τους γαιοκτήμονες.

Εκεί, ανάμεσα στον στάβλο, στο άρμεγμα των αγελάδων, το άχυρο, τη λάσπη και το κρύο ανθίζει ένας παράνομος έρωτας. Ο Μάξγουελ με συγκινησιακή φόρτιση αφηγείται με τον τρόπο που λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό όταν ανακαλεί δυσάρεστες μνήμες, τα αλλεπάλληλα δράματα που προκάλεσε αυτή η ιστορία.

Η Φερν Σμιθ ασφυκτιά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν αγαπά τον σύζυγό της. Τολμά και προκαλεί τον γείτονα Λόιντ Γουίλσον, φίλο του άντρα της να εκφράσει τα αισθήματά του, που συμπίπτουν με τα δικά της. Γυναίκα διεκδικητική και αδίστακτη εγκαταλείπει τον άντρα της και εγκαθίσταται σε συγγενικό σπίτι περιμένοντας μετά το διαζύγιο να ενωθεί με τον αγαπημένο της, αφού κυριολεκτικά καταστρέφει οικονομικά τον σύζυγό της. Ένας ασυνήθιστος για τους κώδικες ηθικής της εποχής, χαρακτήρας που περιγράφεται διεισδυτικά από τον συγγραφέα, όπως και όλοι οι ήρωες.

Η Μαρί Γουίλσον, σύζυγος του εραστή της Φερν, είναι μια δυναμική γυναίκα που δεν δέχεται την προδοσία. Εγκαταλείπει τον σύζυγό της Λόιντ Γουίλσον παίρνοντας μαζί της τα δύο κορίτσια και αφήνοντας του τα δύο αγόρια. Ο Λόιντ προσλαμβάνει μια ηλικιωμένη χήρα για να περιποιείται την οικογένεια. Ο Λόιντ άργησε να υποπτευθεί ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο και έτσι τον βρήκε η σφαίρα στο στήθος και μία βίαιη, αποτροπιαστική αφαίρεση του αυτιού του,  καθώς άρμεγε μια αγελάδα.

Η οικογένεια του αφηγητή μετά μία μετάθεση του πατέρα του μετακόμισε στο Σικάγο. Εκεί στον χώρο του σχολείου κάποια μέρα συναντά τυχαία τον Κλίτους.

«Κατάλαβα ότι με αναγνώρισε, και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ελπίζω ότι δεν φάνηκε πως τον αναγνώρισα, γιατί μπορούσα να νιώσω την έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό μου. Δεν μίλησε. Δεν μίλησα. Απλά συνεχίσαμε να περπατάμε».

Ο αφηγητής φοβάται ότι προκάλεσε την αναχώρηση, για άλλη γειτονιά του Σικάγο, του Κλίτους και της οικογένειάς του από τον φόβο του στιγματισμού. Μπορούσε άραγε η μητέρα του να βασιστεί στον λόγο ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού, αν θα τον είχε δώσει, να μη φανερώσει την ιστορία του φίλου του;

Το «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, εξιλέωσης, προδοσίας και εκδίκησης, ένα μυθιστόρημα για τη μνήμη και τη λήθη, για τον στιγματισμό από πράξεις για τις οποίες δεν είμαστε άμεσα υπεύθυνοι, για τον φόβο του κοινωνικού αποκλεισμού, ένα μυθιστόρημα για τις αναπάντεχες ανατροπές της ζωής. Ένα μυθιστόρημα που επισημαίνει πόσο πολύτιμη είναι η γαλήνη, η ευτυχία και πόσο βίαια μπορεί να χαθεί. Ένα εκπληκτικό ψυχογράφημα χαρακτήρων, που προκαλεί βαθείς στοχασμούς και συγκίνηση, γραμμένο από έναν λεπτολόγο λογοτέχνη.

To “ Aντίο τώρα, τα λέμε αύριο”, κέρδισε το Εθνικό βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ (1982) και χαρακτηρίστηκε από το BBC ως ένα από τα 100 επιδραστικότερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας.

O William Maxwell (1908 -2000) ως επιμελητής του New Yorker για 40 χρόνια

υπήρξε μέντορας πολλών συγγραφέων της γενιάς του, όπως οι Vladimir Nabocov, Isaac Bashevis Singer, John Updike, J.D.Salinger.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top