Fractal

Αφήγημα σε συνέχειες: 19η εβδομάδα – «Θα κοιτάξει πρώτα βαθιά στα δικά της μάτια»

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

 

Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.

 

47 εβδομάδες – 19η εβδομάδα: «θα κοιτάξει πρώτα βαθιά στα δικά της μάτια»

Ξύπνησε προσπαθώντας απεγνωσμένα να πάρει αέρα, σαν κάποιος που της κρατούσε το στόμα για ώρα να την άφηνε επιτέλους να αναπνεύσει. Ένιωθε φριχτούς πόνους. Τα πόδια της δεν υπάκουαν στις εντολές του μυαλού της. Κάθε κίνηση με το αριστερό της χέρι την κάνει να υποφέρει. Δεν μπορεί να κατέβει από το κρεβάτι. Στηρίζεται με το δεξί της χέρι στο στρώμα και γλιστρά μαλακά στο πάτωμα. Τα πόδια της εξακολουθούν να μην ανταποκρίνονται. Κάνει ορισμένες ασκήσεις, προσπαθεί να τεντωθεί, αρχίζει να νιώθει σιγά-σιγά τα δάχτυλα της, «συγκεντρώσου Άλεξ, είναι νωρίς ακόμα για αυτό, προσπάθησε και άλλο», τρίβει τα πόδια της, κλείνει τα μάτια και σκέφτεται το προηγούμενο καλοκαίρι που έτρεχε σε εκείνο το χαλαρό αγώνα στη Σέριφο, πριν αρχίσουν όλα αυτά. Βλέπει το ηλιοβασίλεμα, τα βράχια, την παραλία κάτω, εκεί που την περιμένει ο γιος της με ανησυχία αν θα τερματίσει, ο Χρήστος είχε προμηθευτεί πάγο για το γόνατο που πονούσε. Παίρνει κουράγιο, αγνοεί το χέρι που πονάει, στηρίζεται στις παλάμες, υποχρεώνει τις πατούσες να σταθούν, αρχίζει να έχει πάλι αίσθηση. Γονατίζει, ακουμπά στην άκρη του κρεβατιού, παίρνει απόφαση και σηκώνεται. Περπατά σέρνοντας το δεξί της πόδι, πιάνεται από την πόρτα. Δυο βήματα είναι από το χολ στον καναπέ του σαλονιού, μόνο 2 μέτρα που όμως μοιάζουν σαν εκείνη την ανάβαση στους Δελφούς. Σχεδόν πέφτει στον καναπέ, παίρνει βαθιές ανάσες. Δεν ξέρει αν πρέπει να πάρει τηλέφωνο τον Άλκη. Ήδη νιώθει καλύτερα. Οι τελευταίες μέρες ήταν πολύ έντονες μπορεί το στρες να το δημιούργησε όλο αυτό ή το αυθημερόν ταξίδι της. Τόσες ώρες στο τιμόνι χωρίς καμία στάση.

Θα πρέπει να αποφασίσει πλέον ότι αυτό που κάνει δεν είναι θάρρος αλλά καθαρή βλακεία. Αυτή η υπερβολική προσπάθεια να νιώσει πράγματα, να βιώσει πάθη, να πληγώσει τον εγωισμό της για να αναγεννηθεί την είχε φτάσει σε κορεσμό συναισθημάτων. Ξύπνησε χθες στις 5 το πρωί ιδρωμένη και ανήσυχη σαν από εφιάλτη και χωρίς δεύτερη σκέψη, ετοιμάστηκε, έστειλε μήνυμα στο γραφείο ότι έχει ημικρανία και έφυγε για Θεσσαλονίκη. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τα χαρτιά του διαζυγίου, τις ασυναρτησίες που διάβασε εκεί και την προσπάθεια του Χρήστου να εξαργυρώσει τα χρόνια που έμεινε μαζί του. Έσφιγγε το τιμόνι και τα δόντια της. Θα κάνει ένα διάλειμμα στην εξέλιξη της και θα πράξει όπως ήξερε μέχρι τώρα. Τη γροθιά στο μαχαίρι. Μπορεί να την πάει πίσω αυτό αλλά τουλάχιστον θα της δώσει λίγη γαλήνη. Όλον αυτό το καιρό διαχειριζόταν σχεδόν με στωικότητα τις αναποδιές. Το θέμα της υγείας της, τις επιπλοκές στην επαγγελματική της καθημερινότητα, τις καθυστερήσεις του διαζυγίου, ακόμα και εκείνη την κουβέντα με το Γιάννη καθώς και όσες ακολούθησαν, όλα τα σκεφτόταν χωρίς πίκρα σαν να ήταν μέρος μιας βίαιης αλλά απαραίτητης μεταμόρφωσης. Τώρα όμως όλο αυτό κλοτσούσε μέσα της. Φαίνεται δεν ήταν από στόφα που μπορεί εύκολα να αλλάξει. Ένιωσε πάλι την επιθετικότητα που είχε στα 27 της . «Μην αφήνεις τίποτα όρθιο», «βγάλε από τη ζωή σου όποιον σε βάζει σε προβληματισμό», «διεκδίκησε το χώρο σου», «ξαναφτιάξε το σύμπαν». Περίεργο που τώρα που πιέζετε από αποφάσεις και προβλήματα, βρίσκει καταφύγιο στα αποφθέγματα της πρώτης νεότητας της. Βέβαια εκτός από τις πομπώδεις εκφράσεις ψάχνει να βρει καταφύγιο και σε μια κουβέντα με τον Κώστα. Θα τον πάρει τηλέφωνο λίγο πριν φτάσει, δεν είναι ανάγκη να τον ανησυχήσει τόσο νωρίς.

«Κώστα βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, έχεις λίγο χρόνο για ΄μένα;». Ο καημένος θα πρέπει να του έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι. «Είμαι σε ένα ραντεβού, που είσαι έρχομαι αμέσως» της είπε κάπως περισσότερο χαμηλόφωνα από ότι συνήθως. Βρέθηκαν μετά από μισή ώρα περίπου στο Οn The Road. Ο Κώστας φορούσε κουστούμι, η επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη υπαγορεύθηκε από την άσχημη υγεία του πατέρα του και το γεγονός ότι όφειλε να συνεχίσει το οικογενειακό γραφείο. Aδυνατούσε παρόλα αυτά να μπει στο απαραίτητο καλούπι, όχι σαν επαγγελματίας, ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του, αλλά σαν υπόσταση και κύρος. Ακόμα και με τα κοντά κουρεμένα μαλλιά και τη γραβάτα, η Άλεξ διέκρινε την απαξίωση αυτού που λέγεται «επιτυχημένος». Ο Κώστας ήταν δυστυχισμένος αλλά το βαθύ αίσθημα υποχρέωσης προς τον πατέρα του, ο οποίος τον στήριξε και δεν τον κατέκρινε όταν ο Κώστας τα βρόντηξε όλα μια μέρα και έφυγε μακριά, τον έκανε να μην παραπονιέται ούτε κατά το ελάχιστο. Με αυτή τη σκέψη η Άλεξ αισθάνθηκε άσχημα. Ήρθε ως εδώ να φορτώσει με επιπλέον έννοιες έναν άνθρωπο που το μόνο που ήθελε ήταν να είναι δίπλα της.

Κάθισαν αντικριστά σε ένα στενό πάγκο ακουμπώντας και οι δυο τους αγκώνες τους στο λουστραρισμένο ξύλο. Η Άλεξ παρατηρούσε τον Κώστα χωρίς να μπορεί να ξεκινήσει την κουβέντα. Τα μαλλιά του ήταν πιο σκούρα τώρα που ήταν κουρεμένα, η επιδερμίδα του προσώπου είχε χάσει το έντονο σταρένιο χρώμα αποτέλεσμα του καλοκαιρινού ήλιου που ήταν εμφανές μέχρι και το Φεβρουάριο, το καλοξυρισμένο του πρόσωπο ήταν χλωμό, δυο βαθιές ρυτίδες ήταν χαραγμένες στο μέτωπο του, τα μάτια του έδειχναν κούραση. Όλα επάνω του έμοιαζαν διαφορετικά, αλλαγμένα και ας είχε να τον δει μόνο μερικές εβδομάδες. Έδειχνε τόσο όμορφος αλλά τόσο λιγότερο αυθεντικός … «Πώς είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε η Άλεξ. Τα θέματα υγείας των άλλων τα έπαιρνα πολύ σοβαρά, είχε γνήσιο ενδιαφέρον, χαιρόταν αληθινά όταν μάθαινε κάποιον να ξεπερνά μια αρρώστια. «Δεν είναι ιδιαίτερα καλά, το παλεύει όπως ξέρει μια ζωη, με υπομονή, αλλά είναι συμβιβασμένος ότι θα φύγει σύντομα», ο Κώστας της απάντησε διεκπεραιωτικά όπως φανταζόταν η Άλεξ ότι απαντούσε σε όλους αυτούς που ρωτούσαν για την εξέλιξη της αρρώστιας. Κάτι παρηγορητικό ξεκίνησε να του πει αλλά άφησε την κουβέντα μετέωρη και το στόμα της μισάνοιχτο. Προς στιγμή σκέφτηκε μόνο τον εαυτό της, όταν πλέον δε θα ζούμε ο πατέρας του θα ήταν ο Κώστας πιο δεκτικός σε μια επιστροφή στην Αθήνα; Άλλα πάλι γιατί την προβληματίζει αυτό; Αφού δεν αντέχει να είναι μαζί του, γιατί τον χρειάζεται τόσο πολύ κοντά της; Ακόμα ένα παιχνίδι κυριαρχίας; Αν όμως δεν πείραζε τον ίδιο να συμβιβαστεί γιατί θα πρέπει να έχει η Άλεξ πρόβλημα να πάρει μόνο ότι χρειάζεται και τίποτα παραπάνω από ότι θα ήθελε να της προσφέρει ο Κώστας; Δε θα ενδώσει στην τιμωρία του έρωτα, μέχρι εκεί δε θα φτάσει το έχει σκεφτεί ξανά και ξανά, αυτό το συναίσθημα απλά δεν πρέπει να υπάρχει.

«Ήθελα μόνο να σε δω, κάπως μου έλειψες», του είπε αλλά μετάνιωσε που το ξεστόμισε αμέσως μόλις είδε ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του Κώστα. Μετάνιωσε που ήρθε γενικά, δε έχει νόημα να κουβεντιάσει τίποτα μαζί του. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόταν τι θα του πει, πως θα του εξηγήσει τα θέματα που αντιμετωπίζει, θα του ζητούσε την άποψη του και συμβουλές σαν σε ένα έμπιστο φίλο. Της είναι τόσο σημαντικός και απαραίτητος ένας άνθρωπος δίπλα της, όχι να τη σώσει, απλά να τη βοηθήσει να σβήσει όσες περισσότερες εστίες από όλη αυτή την πυρκαγιά που την καίει. Βλέποντας τον όμως χαρούμενο που την είδε δείλιασε, ας τον άφηνε καλύτερα να πιστεύει ότι ήρθε για αυτόν και όχι γιατί έχει μπουχτίσει από τη ζωή της. Κάθισαν και είπαν τα νέα τους όπως κάθε φορά με χιούμορ και ευχάριστη διάθεση, γελούσαν και απολάμβαναν ο ένας τον άλλο, είχα βάλει στην άκρη ότι τους απασχολούσε ή ότι τους χαλούσε, μόνο η Άλεξ ήξερε και για αυτό δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Έφυγε αργά το απόγευμα παρά την επιθυμία του Κώστα να μείνει τουλάχιστον για ένα βράδυ. Ήθελε αλλά δεν το έκανε, μιας και το πήρε απόφαση να κοιτάξει λίγο περισσότερο τον εαυτό της, θα πρόσεχε ώστε να ξανασχεδιάσει τα όρια του χώρου γύρω της.

Γύρισε στην Αθήνα το ίδιο άδεια όπως έφυγε, είναι ξεκάθαρο ότι δε μπορεί να λύσει τίποτα αν δεν απευθυνθεί σε αυτούς που τα θέματα αφορούν, κάθε τρίτος απλά επεκτείνει τη συνάρτηση. Πιστεύει ότι ξέρει τι να κάνει, θα ξεκινήσει να αντιμετωπίσει πρώτα τα δύσκολα, θα κοιτάξει πρώτα βαθιά στα δικά της μάτια.

 

 

 

* Η Μαρία Λαμπρέ, γεννημένη στον Πειραιά, είναι οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρούν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top