Fractal

Διήγημα: “Συμπτώσεις”

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

“Συμπτώσεις”

 

Είχε περάσει από το checking και περίμενε να ανακοινωθεί η πτήση της για να αρχίσει η επιβίβαση. Άκουγε μουσική από το MP3 της και συγχρόνως διάβαζε το βιβλίο που κρατούσε και που εδώ και ώρα δεν είχε αλλάξει σελίδα, καθώς δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Πάντοτε όταν ταξίδευε, αυτό το χρονικό σημείο της αναμονής της, της έφερνε μιαν αδιόρατη ανησυχία και ένα ανέβασμα της αδρεναλίνης. Στην τουαλέτα ξανά και ξανά. Μισούσε το αεροπλάνο. Δεν θυμάται να είχε ποτέ απολαύσει το ταξίδι της με αυτό το μέσο συγκοινωνίας.

Ταξιδεύοντας με τρένο ή με το αυτοκίνητο μπορεί να ονειρεύεται. Όσο μακρινό και αν είναι το ταξίδι της δεν την κουράζει ιδιαίτερα με το τρένο. Βλέπει τα δέντρα, τα σπίτια να χάνονται με αστραπιαία ταχύτητα, υπό τους ήχους τους ρυθμικούς στις ράγες και της αρέσει να πλάθει ιστορίες. Μετά, διαλέγει αυτήν που της άρεσε περισσότερο, τη διανθίζει με φανταστικές λεπτομέρειες και τη μεταφέρει στο χαρτί.

Κρατάει ένα τετράδιο για το σκοπό αυτό στην τσάντα της και έτσι μια σκηνή από αυτές που περνούν από τα μάτια της μπροστά που της άρεσε, τη γράφει, στεριώνοντας, την φευγαλέα εντύπωση που της δημιούργησε, την αξιοποιεί, διατηρώντας την έτσι στην μνήμη της.

Το αεροπλάνο το φοβόταν. Π.χ. το πέταγμα πάνω από τις Άλπεις την έκανε να αισθάνεται μια τρελή υψοφοβία που της έφερνε άγρια ταραχή. Σκεφτόταν ότι πετούσε ψηλότερα από τη ψηλότερη κορυφή της οροσειράς είτε πάνω από τα σύννεφα είτε κάτω απ‘ αυτά και αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που έκανε τους ανθρώπους να χαρακτηρίζουν το πέταγμα σε αυτά τα ύψη σαν ένδειξη χαράς και ευδαιμονίας. «Πέταξε στα σύννεφα από τη χαρά της» ή «Η αγάπη σου με κάνει να πετάω στα σύννεφα ψηλά». Αυτή, δε θα παρομοίαζε ποτέ τον έρωτά της με μια τέτοια απογείωση. Ίσως γιατί για να τα φτάσει τα σύννεφα, το μόνο μέσο ήταν το αεροπλάνο και ποια ήταν τα αισθήματά της γι’ αυτό, τα περιγράψαμε λίγο πριν. Εν πάση περιπτώσει για 4 ώρες θα περνούσε μια ψιλοκατάσταση άγχους και μετά θα βρισκόταν σε μία χώρα, που δεν ήξερε το γιατί, την απωθούσε τόσο πολύ.

Όπως καθόταν, πήρε το μάτι της έναν όμορφο νεαρό που καθόταν σε μιαν απόσταση από εκείνη και που στα χέρια του κρατούσε κλειστό το ίδιο βιβλίο που κρατούσε και αυτή. «Για δες μια σύμπτωση», σκέφτηκε. Και να πεις ότι επρόκειτο για κάποιο βιβλίο της μόδας, μια καινούρια έκδοση, ή ένα best seller; Ήταν σχετικά παλιό και ήταν η τρίτη φορά που το διάβαζε εκείνη, πράγμα που δε συνήθιζε να κάνει με άλλα βιβλία. Το βιβλίο λοιπόν, ήταν εκείνο που τράβηξε την προσοχή της.

Της φάνηκε λίγο νευρικός. Άκουγε αυτός μουσική και τον έβλεπε μερικές φορές να σιγοψιθυρίζει τα λόγια του τραγουδιού που άκουγε. Άνοιγε το βιβλίο του, διάβαζε ένα λεπτό, και μετά το έκλεινε. Έβγαζε τα ακουστικά του, τύλιγε το καλώδιο γύρω στο MP3 του, το έβαζε στη τσέπη του και σε πέντε δέκα λεπτά το ξανάβγαζε, το έβαζε στα αυτιά του και ξανάρχιζε να σιγοψιθυρίζει.

Η όλη του συμπεριφορά της κίνησε την περιέργεια και άρχισε να τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον χωρίς να ξέρει το γιατί. Να ήταν και αυτός υψοφοβικός σαν και αυτήν; Είχε και αυτός ιστορίες που τον άγχωναν; Ποιος να ξέρει. Πάντως, όπως και να είχε, η συμπεριφορά του δεν ήταν απόλυτα νορμάλ.

Η Νόρα ήταν ευφάνταστη εξ‘ ου και οι ιστορίες που έγραφε σχεδόν σε κάθε της ταξίδι είχαν αρκετή δόση φαντασίας. Άρχισε να κρατά σημειώσεις. Θα έχετε παρατηρήσει ότι πολλές φορές ακόμα και όταν κάποιος είναι εκτός του οπτικού μας πεδίου αλλά μας κοιτάζει έντονα, μας δημιουργείται ένα είδος καλέσματος να το πούμε, μηνύματος, που έλκει την προσοχή μας και βέβαια την όρασή μας και σπεύδουμε να τον κοιτάζουμε και μείς;

Αν και σε κάποιαν απόσταση όπως είπαμε, η Νόρα βλέπει σε κάποια στιγμή τον νεαρό να σηκώνεται από τη θέση του, και να έρχεται προς το μέρος της και να την ρωτάει ευγενικά αν μπορεί να καθίσει στην κενή θέση δίπλα της στον καναπέ που καθόταν αυτή, τη στιγμή που όλες οι θέσεις, σε πολυθρόνες, καρέκλες, καναπέδες, ντιβάνια, –ποιος είσαι κύριέ μου, ο Λιακόπουλος;- ήταν άδειες;

-Παρακαλώ καθίστε, του απαντά.

-Για πέστε μου κυρία μου σας παρακαλώ, τι το ενδιαφέρον βρίσκετε σε μένα για να φτάσετε στο σημείο να κρατάτε σημειώσεις; Ή μήπως είστε ζωγράφος και κάνετε το σκίτσο μου;

-Σας παρακαλώ κύριε…

-Ναι… Στάθης Μπαλτάς, κυρία μου, δημοσιογράφος και κάτι σαν ποιητής, της συστήθηκε.

-Νόρα Μεντή και κάτι σαν συνάδελφος, του απαντά εκείνη ελαφρώς ενοχλημένη για τη μετωπική επίθεση.

«Για κοίτα και δεν του το’ χα», σκέφτηκε. «Τόσην ώρα που τον παρακολουθώ δεν μου έδωσε την εντύπωση ούτε κορτάκια ούτε τόσο τολμηρού κοινωνικά νεαρού Έπεσα τελείως έξω, καθώς φαίνεται». Όμως έπρεπε κάτι να βρει να του πει γρήγορα για να δικαιολογήσει το (πώς το είπε ο Μπαλτάς να δεις) ναι, το «ενδιαφέρον» της. Και του απάντησε με την πρώτη αληθοφανή ψευτιά που της ήρθε στο μυαλό:

-Μου έκανε εντύπωση που διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο. Καταπληκτική σύμπτωση, δεν νομίζετε;

-Για δες βρε παιδί μου. Απίθανη σύμπτωση όντως. Σας αρέσει ο Μπαλτάς; τη ρώτησε και της θύμισε τον Αντόνι Πέρκινς όταν ρωτούσε τη Μπέργκμαν για να της πιάσει κουβέντα: «σας αρέσει ο Μπραμς;»

-Να σας πω. Αν και λίγο παρωχημένος, τον προτιμώ από πολλούς μοντέρνους του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ναι μου αρέσει και έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει όλα του τα βιβλία. Πώς είπατε πως λέγεστε; Μπαλτάς; Καμία συγγένεια με το συγγραφέα μήπως; Με τόσες συμπτώσεις, μια ακόμη δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση.

-Μέσα πέσατε. Είναι πατέρας μου.

-Ω, μα αυτό είναι θαυμάσιο. Αν σας ζητούσα να μου υπογράψετε το βιβλίο του συγγενική άδεια; Γίνεται; Συνηθίζεται κάτι τέτοιο;

-Δεν συνηθίζεται. Αλλά γιατί όχι; Ο πατέρας θα ενθουσιαζόταν αν έβλεπε μια νέα σαν εσάς να είστε θαυμάστριά του. Οπόταν…

Και για να τριτώσουν οι συμπτώσεις που έπεφταν σαν βροχή στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, διαπιστώνουν ότι όχι μόνο θα είναι συνεπιβάτες αλλά και στην Αγγλία πηγαίνουν στην ίδια πόλη. Παραήταν πολλές οι συμπτώσεις.

Μερικές φορές στην ζωή μας περνούν ακόμη και χρόνια για να θεωρήσεις κάποιον «φίλο» σου. Και άλλες φορές πάλι έρχεται μια μαγική στιγμή που μετά την ανταλλαγή δύο τριών ευγενικών κοινωνικών φιλοφρονήσεων και φράσεων έχεις την αίσθηση της απαρχής μιας αληθινής φιλίας. Θέμα χημείας και η αίσθηση, ότι οι τροχιές μερικών ανθρώπων συναντιούνται για κάποιον λόγο στη ζωή ετούτη. Να ήταν και αυτή μια τέτοια ευκαιρία; Και θα την άφηναν να πάει χαμένη; Ή για να μη το μετανιώσουν να άφηναν τους εαυτούς τους να πάρουν ένα ρίσκο εμπιστοσύνης, αφήνοντας απ’ έξω την λογική της επιφυλακτικότητας για το άγνωστο που έβλεπαν μπροστά τους; Άγνωστοι άνθρωποι, παντάξενοι με άδηλο το μέλλον, που κάτι όμως τους έλεγε να ρισκάρουν. Να εμπιστευτούν και ίσως, λέμε ίσως, να αφεθούν… Και αυτό έκαναν. Οι σκέψεις τους ακολουθούσαν το ίδιο μήκος κύματος με την τύχη και τις συμπτώσεις, πιστούς βοηθούς και συνεργάτες.

Οι θέσεις τους στο αεροπλάνο μακριά. Παρακάλεσαν την όμορφη αεροσυνοδό να τους βάλει να καθίσουν δίπλα. Η διπλανή με τη Νόρα κυρία, προθυμοποιήθηκε να ανταλλάξει τη θέση της με το νεαρό που είχε μια προνομιακή θέση στο παράθυρο και καμία θέση δίπλα του, με άπλετη θέα έξω, που δεν την εμπόδιζε κανένα φτερό του αεροπλάνου. Οι Άλπεις σε θέα πανοραμική. Την άλλαξε ευχαρίστως τη θέση της με αυτή του Μπαλτά. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι καλόβολοι που έχουν κατανόηση με τους ερωτευμένους όπως φαίνονταν να είναι αυτοί οι δυο νέοι, όπως προσποιήθηκαν ότι είναι η Νόρα και ο Στάθης.

Ήταν ένα 4ωρο ταξίδι που καλύτερο δεν είχαν ξανακάνει Εκείνος και Εκείνη. Εκείνου η νευρικότητα είχε εξαφανιστεί. Εκείνης ο φόβος επίσης. Μιλούσαν, γελούσαν, συζητούσαν για ενδιαφέροντα πράγματα. Και η ώρα περνούσε για πρώτη φορά απ‘ όσο εκείνη θυμόταν, ανεπιθύμητα γρήγορα. Τι σου είναι και ο Χρόνος. Είναι φορές που θαρρείς οι δείκτες του ρολογιού κόλλησαν και δεν λένε να γυρίσουν και άλλες πάλι, που τρέχουν τόσο γρήγορα, που για να σιγουρευτείς ότι το ρολόι δεν έχει βλάβη ρωτάς και ξαναρωτάς τον διπλανό σου να σου πει την ώρα.

Εκεί γύρω στη μισή ώρα πριν τη προσγείωση, όπως ανακοίνωσε η αεροσυνοδός και ενώ μιλούσαν αμέριμνα, βλέπουν την κυρία που τους προσέφερε τη θέση της, να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το πιλοτήριο. Μία από τις κοπέλες την απέτρεψε, λέγοντάς της ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος εκεί, και τότε η ευγενέστατη κυρία στρεφόμενη στους συνεπιβάτες της τους λέει ανοίγοντας συγχρόνως και την όμορφη ζακέτα της: «Καθώς βλέπετε είμαι ζωσμένη με εκρηκτικά. Το αεροπλάνο βρίσκεται υπό κατάληψη. Αν κάποιος κινηθεί εναντίον μου θα έχει υπογράψει τη θανατική καταδίκη όλων μας. Αν καθίσετε ήσυχα δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε. Ο πιλότος θα πάει όπου του πω, θα με αφήσει, και μπορεί αμέσως μετά να ξαναφύγει. Το μόνο που θα υποστείτε, είναι μια ολιγόωρη καθυστέρηση».

Λέγοντας αυτά, προχώρησε και μπήκε στο πιλοτήριο απειλώντας την έκπληκτη αεροσυνοδό που αναγκάστηκε να της ανοίξει την πόρτα. Οι επιβάτες να έχουν παγώσει. Σε δευτερόλεπτα, ξαναβγαίνει από το πιλοτήριο η χοντρή κυρία αφού ποιος ξέρει τι είπε στον πιλότο. Εκείνο που δεν ήξερε ο κόσμος ήταν αν είχε συνεργό, μα απ’ ό,τι φαινόταν ενεργούσε μόνη της.

Δεν ήξεραν αν ήταν τρομοκράτης, αν ήταν καμιά βιτσιόζα που της άρεσαν τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια ή ήταν καμιά μουρλή που το έσκασε από κανένα τρελάδικο. Μπορεί ακόμα να ήταν μία ψυχασθενής που εκδήλωνε τρομοκρατικές απόπειρες για πρώτη φορά και γι’ αυτό κυκλοφορούσε ελεύθερη. Μη και δεν είναι γνωστό ότι οι πιο επικίνδυνοι τρελοί είναι ΕΚΤΟΣ ιδρυμάτων;

Δεν μιλούσε κανείς. Μόνο κάτι παιδάκια τσίριζαν όχι γιατί καταλάβαιναν τι διαδραματίζονταν στην καμπίνα, αλλά γιατί έβλεπαν τα τρομοκρατημένα και παγωμένα πρόσωπα των γονιών τους και φοβόντουσαν. Τα μεγαλύτερα παιδιά ναι μεν δεν μιλούσαν υπακούοντας στη σιωπή που επέβαλε η χοντρή αλλά έσπαγαν και την πλάκα τους απορώντας με τους δικούς τους που τους έβλεπαν τόσο φοβισμένους μπροστά σε μια αεροπειρατίνα που δεν κρατούσε ούτε καν όπλο. Αυτά, και αν δεν είχαν παίξει τέτοια παιχνίδια με το play station. Μπροστά σε κείνα που ήξεραν, τι ήταν τούτο εδώ; Παιχνιδάκι για αρχαρίους.

Τόσο η Νόρα όσο και ο Στάθης έκαναν την σκέψη, ότι παρά ήταν όλα ρόδινα έως λίγη ώρα πριν, για να είναι αληθινά και υπέροχα. Και για να συμπληρωθεί το περίεργο πάζλ των απανωτών συμπτώσεων, ποιος ήταν λέτε ο τίτλος και το περιεχόμενο βέβαια, του βιβλίου του Μπαλτά πατρός; «Τρόμος πάνω από το Χίθροου!» Μάλιστα. Ένα αστυνομικό θρίλερ, με κύριο θέμα του μια παρόμοια, στο πιο άγριο, αεροπειρατεία.

Η ευγενική και επίδοξη μπουρλοτιέρισσα με ένα καινούριο της λογύδριο απαγόρευσε ξανά στους πεθαμένους από τον τρόμο τους επιβάτες την όποια κουβέντα.

«Και τι να τα κάνουμε τα μωρά μαντάμ, να τους βάλουμε φίμωτρο;» Τόλμησε να ρωτήσει μια συνομήλική της επιβάτις.

«Και τα παράθυρα γι’ αυτό τα έχουν ξέρετε τα αεροπλάνα, όχι μόνο για να θαυμάζουμε τα σύννεφα» απαντά η χοντρή. Τι λέει η μουρλέγκο μωρέ; Τι το πέρασε το παράθυρο του αεροπλάνου, φινιστρίνι πλοίου; Έτσι και άνοιγε κανένα, ένας ένας οι επιβάτες θα γινόντουσαν χελιδόνια που πετάν ψηλά στον ουρανό, έως ότου υπό μορφή βολίδος έρθουν και διαλυθούν σε κανένα χιονισμένο βουνό, ή σε κανέναν από τους όμορφους αγρούς που έβλεπε κανείς κοιτώντας κάτω.

Δε μπορεί να μη το ήξερε αυτό η ευτραφής, πλην ευειδής κυρία. Το είπε υπό μορφή black humor βέβαια και πολύ γελάσαμε και μείς κι’ οι φίλοι μας, τι να σου πω! Τα δε μωρά θαρρείς διαμαρτυρόμενα με την αστειάζουσα απειλή, άρχισαν να τσιρίζουν όλα μαζί σε μορφή χορωδιακή, υπό τη διεύθυνση αόρατου μαέστρου μη έχοντος καμία γνώση του τι εστί μελωδία. Κόλαση. Με αποτέλεσμα η ευγενική κυρία να επικαλεστεί τη μνήμη του Ηρώδη και να κάνει άκουσον άκουσον και το σταυρό της!

Η πτήση βέβαια άλλαξε πορεία και λίγο πριν βγουν από το εναέριο χώρο της Αγγλίας είδαν να τους πλησιάζουν απειλητικά, αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας για να αναγκαστεί το αεροπλάνο να μη βγει σε ξένα ουράνια χωράφια. Μα η χοντρή διέταξε την αεροσυνοδό να πει στον όμορφο πιλότο και τον βοηθό αυτού να μη τολμήσει και δεν ακολουθήσει τη διαταγή της γιατί το ΚΟΥΜΠΙ της πυροδότησης, απείχε από το παχουλό της χεράκι ολίγα μόνον εκατοστά.

Προς τα πού πήγαιναν κανείς δεν ήξερε. Βλέπεις δεν υπήρχαν εναέριες ταμπέλες που να πληροφορούν τους επιβάτες. Άλλο ένα μείον του αεροπορικού ταξιδιού σκέφτηκε η Νόρα, και μίσησε το αεροπλάνο ακόμη περισσότερο. Ήρθε και έδεσε το σιρόπι στο βύσσινο. Πόσο περισσότερο θα προτιμούσε να πήγαινε στο άγνωστο μεν, μα με βάρκα την ελπίδα, που λέει και το άσμα.

-Καλά. Έτσι και βγω ζωντανή από δω μέσα και με ξαναδείς να μπαίνω σε αεροπλάνο να μου κρεμάσεις χαλκά στη μύτη, ψιθυρίζει στο Στάθη.

-Και τι είναι τούτο καλή μου Νόρα απειλή; Η τελευταία λέξη της μόδας αφ’ ενός είναι ο χαλκάς στη μύτη. Κι‘ αφ’ ετέρου πολύ χαίρομαι που λες ότι θα με ξαναδείς. Δεν έχω παρά να ευχαριστήσω την καλή κυρία.

-Σκασμός, μη ξανακούσω τον παραμικρό ψίθυρο. Τελευταία προειδοποίηση, γκαρίζει η κυρία, παύοντας καταφανώς να είναι πια ευγενής. Ε, πώς να το κάνουμε, είχε κι αυτή κάποια όρια ανοχής και αντοχής. Οφείλουμε να την κατανοήσουμε. Εν τάξει κυρία. Τα άσχημα του επαγγέλματος. Εν τάξει. ηρεμήστε.

Εκείνο πάντως που κατάλαβαν οι παλαβωμένοι επιβάτες ήταν ότι θα πρέπει να βρίσκονταν μακριά από το Χίθροου, γιατί το αεροσκάφος είχε πάρει ύψος και το μόνο που έβλεπαν ήταν και πάλι σύννεφα. Και τα πολεμικά; Τι έγιναν τα πολεμικά που όσο τα έβλεπαν είχαν και μια κάποια επαφή με τον πολιτισμένο και ‘’ασφαλή’’ Κόσμο. Άφαντα.

Υπό άλλες συνθήκες ομαλές, θα έπρεπε την ώρα τούτη να προσγειώνονταν. Το μόνο δε ευχάριστο- ευχάριστο, τρόπος του λέγειν- ήταν ότι η χοντρή (τη χαρακτηρίζουμε έτσι, γιατί αγενής αυτή, αγενείς και μείς), δεν φαινόταν να έχει συνεργάτη εντός της καμπίνας. Εκατό τόσοι άνθρωποι στο έλεος μιας τρομοκράτισσας ή θεοπάλαβης -ποιος μας εγγυάται το αντίθετο- ευτραφούς κυρίας.

Όταν πια κατάλαβαν όλοι ότι απομακρύνθηκαν από τον ουρανό του Λονδίνου και το κατάλαβαν αυτό γιατί τα σύννεφα έπαψαν να υπάρχουν, πράγμα που αν συνέβαινε στην πραγματικότητα στον ουρανό του Λονδίνου, μπορεί και να γραφόταν στο βιβλίο Γκίνες σαν το πιο περίεργο φυσικό καιρικό φαινόμενο στην ιστορία της αντίστοιχης Ε.Μ.Υ. της Χώρας, η κυρία σαν να κουράστηκε να στέκεται τόσην ώρα όρθια. Άρχισαν να υπάρχουν και κάποια κενά αέρος, και που και που έχανε την ευστάθειά της, πράγμα πολύ επικίνδυνο. Διότι έτσι και κουτρουβαλιαζόταν θα γινόταν το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, στην εναέρια και διόλου ηρωική του έκδοση.

Τους είχε προειδοποιήσει ότι έτσι και κινούταν κανείς εναντίον της, εκείνη, τη μόνη κίνηση που θα έκανε, θα ήταν να πατήσει το όμορφο κουμπάκι στη θέση της υπερτροφικής της κοιλιάς, και ο ουρανός θα καταυγάζονταν από τα πυροτεχνήματά της, εντός χιλιοστού του δευτερολέπτου. Έτσι, και η όποια ηρωική σκέψη και αν σιωπηρώς έτεινε να γεννηθεί στο μυαλό θαρραλέου επιβάτη πέθανε εν τη γενέσει της.

Προχωρεί να καθίσει λοιπόν σε μια θέση ακριβώς μπροστά στη Νόρα και το Στάθη. Προς τι αυτή η γειτνίαση; Άγνωσται αι βουλαί της. Να ήταν από συμπάθεια; Από σεβασμό στο έρωτα; Δεν μπορούμε να ξέρουμε το γιατί προσέφερε τον ευειδή εαυτό της να κάνει παρέα με τους δύο όμορφους νέους.

Και αυτό ήταν το μοιραίο της λάθος…

Οι δύο νέοι, το μόνο που έκαναν ήταν να δείξουν με τα μάτια τους το βιβλίο του Μπαλτά που κρατούσαν και που το είχαν διαβάσει τόσες φορές που τα κόλπα που μετέρχονταν ο ήρωας του μυθιστορήματος τους ήταν πια οικεία. Σε χρόνο απείρως μικρότερο από εκείνον της Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς αγώνες, πετάγονται σαν ελατήρια από τη θέση τους και ακινητοποιούν τους βραχίονες της κυρίας, ο ένας εκ δεξιών και η έτερη εξ ευωνύμων.

Φαίνεται δε, ότι κάποιο από τα δύο χεράκια της ή και τα δύο, ποιος ξέρει, επάνω στην ακινητοποίηση εξαρθρώθηκε, έτσι καθώς της τα τράβηξαν στην πλάτη της πίσω, όσο γινόταν μακρύτερα από το σημείο του κουμπιού που τους είχε υποδείξει ,(άλλο λάθος της κι αυτό), γιατί έβγαλε μία άγρια κραυγή πόνου, όπως όλοι οι άνθρωποι, τρομοκράτες ή μη, κάνουν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ήταν μία ακινητοποίηση έτσι ακριβώς όπως είχαν κάνει οι επιβάτες, σε ένα φανταστικό αεροπειρατή, στο μυθιστόρημα του Μπαλτά πατρός.

Το χειροκρότημα διακοσίων τόσων χεριών, λίγο ακόμη να προκαλέσει άλλου είδους ταρακούνημα στο αεροσκάφος αλλά ο πιλότος σαν άριστος χειριστής το έφερε γρήγορα στα ίσα του, κάνοντας θριαμβευτική αναστροφή στον ουράνιο δρόμο με κατεύθυνση ξανά μανά το Χίθροου. Και ήταν καιρός, γιατί και τα καύσιμα τελείωναν και δεν είχαν άλλα περιθώρια χρονοτριβής. Το αεροδρόμιο ειδοποιημένο και ανάστατο, για πότε γέμισε την πίστα του, με ασθενοφόρα, πυροσβεστικές, περιπολικά και πολλά της αντιτρομοκρατικής και πυροτεχνουργών για την εξουδετέρωση βομβών και άλλων συναφών φρούτων. Η χοντρή, δεμένη πισθάγκωνα, το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν τα μάτια της. Ούτε καν την κεφαλή της.

Πρώτο θέμα στην τηλεόραση την αγγλική και όλου του κόσμου βέβαια, το συμβάν και το βιβλίο του Μπαλτά έτυχε της καλλίτερης διαφήμισης που θα μπορούσε να γευτεί χρόνια μετά την έκδοσή του. Μεταφράστηκε αστραπιαία στα αγγλικά και γαλλικά και έκανε και εμείς δεν ξέρουμε πόσες επανεκδόσεις. Ένα αστυνομικό βιβλίο που προσέφερε αληθινή υπηρεσία στην ανθρωπότητα. Έγινε Best seller, και οι Μπαλτά πατέρας και υιός διάσημοι, όχι μόνο εντός των τειχών της πατρίδας τους, όπως φιλοδοξούσαν ίσως στο παρελθόν, αλλά και στον κόσμο όλο. Τα βιβλία και τα δοκίμια της Νόρας ανάρπαστα παγκοσμίως, κυρίως στην Πατρίδα της Μiss Marple. Οι Εγγλέζοι τρελαίνονται με βιβλία τέτοια και η παράδοση στη γηραιά Αλβιώνα καλά κρατεί, όπως και στην γενέτειρα του Ζωρζ Σιμενόν το Βέλγιο, καθώς και τη Γαλλία.

Καλά λένε ότι το μίσος είναι ένα πάθος που πολλές φορές είναι το πρελούδιο σε μια ιστορία πάθους και Αγάπης. Έτσι και η Νόρα, το αεροπλάνο το… λάτρεψε. Έγινε αιτία αυτός ο θανάσιμος και μισητός τρόπος ταξιδιού για να γνωρίσει την αγάπη της ζωής της και όχι μόνον αυτό. Είδε τις ερασιτεχνικές συγγραφικές της απόπειρες όχι άδικα να μετασχηματίζονται σε φιλόδοξες επαγγελματικές και το όνομά της να αποτελεί εγγύηση επιτυχίας ενός βιβλίου.

Είδε επίσης τον πεθερό της (ναι, ναι, για τον πατέρα Μπαλτά μιλάμε) να την λατρεύει, όχι μόνο γιατί έκανε ευτυχισμένο τον μοναχογιό του, αλλά γιατί έγινε και η αιτία να βγει από την αφάνεια της συγγραφικής του ζωής και τα βιβλία του που είχε γράψει απ’ όταν ήταν φαντάρος μέχρι τώρα στα 65 του, να πρέπει να γραφτείς σε λίστα αναμονής για να τα αποκτήσεις πριν εξαντληθούν, ακόμη και μετά τις τόσες απανωτές εκδόσεις.

Ο δε όμορφος υιός Στάθης Μπαλτάς κατάφερε το ακατόρθωτο. Εκεί που παρ’ όλες τις γνωριμίες του λόγω δημοσιογραφίας η έκδοση των ποιητικών του συλλογών προσέκρουε πάντοτε στην άρνηση την απαξιωτική των εκδοτικών οίκων, τώρα πλέον του προσέφεραν γη και ύδωρ για να τον κάνουν δικό τους.

Έτσι, ο Στάθης προσέφερε μια καινούρια ελπίδα στους ανά την Ελλάδα συναδέλφους ποιητές που χρόνια τώρα, μόνοι τους έγραφαν, μόνοι τους εξέδιδαν τα βιβλία τους και πια οι εκδοτικοί οίκοι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την πάγια Αρχή τους «όχι στην ποίηση», αφού υπήρχε πλέον το… δεδικασμένο! Όσον δε αφορά τους επίδοξους υποψήφιους τρομοκράτες θα το σκεπτόταν περισσότερες φορές για να επιδοθούν σε τέτοιες θεάρεστες απόπειρες.

Είδες το αεροπλάνο; Πέραν της εξυπηρέτησης των επιβατών, πόσες κατηγορίες ανθρώπων έκανε ευτυχισμένους. Ιστορίες μαγικές… Και συμπτώσεις που έφτασαν τα όρια του μύθου. Σε σημείο να ρωτάς: «Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα»; Μα αυτό δε λέμε τόσην ώρα; Και βέβαια είναι δυνατόν.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Αν κάποιος έχει να προσθέσει στα όσα είπαμε καμιά άλλη περίεργη σύμπτωση του τύπου αυτών που εμείς γράψαμε ας σπεύσει να μας την κάνει γνωστή. Η Νόρα είναι γνωστή μας. Θα την κάνει βιβλίο. Σίγουρα! Δεν είναι απειλή…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top