Fractal

Ζουμ στα 199 σκαλοπάτια και τις Τρεις Χάριτες της Πόλυς Χατζημανωλάκη

Γράφει η Μαριάννα Παπουτσοπούλου //

 

 

 

«Τρεις Χάριτες στον Τοίχο -199 Σκαλοπάτια», Πόλυ Χατζημανωλάκη, εκδόσεις Εύμαρος 2020

 

Βαθύτατη μελαγχολία ένιωσα να συνοδεύει τα 199 σκαλοπάτια συνειδητοποίησης ή εσωτερικής ανόδου της Πόλυς Χατζημανωλάκη, στο νέο της βιβλίο. Ένας μικρός γολγοθάς. Η μελαγχολία γεννά επίσης την περιπλάνηση, είναι γνωστό. Προτιμώ να αρχίσω την ανάγνωση από το ταξίδι της στη Σκωτία και την Αγγλία, όπου πολύ διακριτικά αναφέρεται, φωτίζοντας το συγγραφικό τοπίο, και η συνάντηση με δυο πολυαγαπημένα πρόσωπα και ακρογωνιαίους λίθους ζωής, τον γιο και την καλύτερη φίλη. Το μέρος αυτό του βιβλίου, θεώρησα αυθαιρέτως ως πρώτο, καθώς κίνησε ξεχωριστά το ενδιαφέρον μου, επειδή διέβλεπα στην καταγραφή κάθε βηματισμού, κάθε φωτογράφισης ή αναζήτησης του ονόματος ενός πουλιού, ενός τοπίου, ενός σταθμού ή στάσης λεωφορείου, έντονη την προσωπικότητα της συγγραφέως, γεμάτη ενδιαφέροντα και ζωντάνια, όπως την έχω γνωρίσει από παλιά, δηλαδή το δυναμικό της. Σε κάθε μετωνυμία, μεταφορά ή αναφορά σε κείμενα και συγγραφείς (Ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ στο Γουίτμπυ, ο Μέλβιλ, έως και η φωνή της χαμένης πλέον Τόνι Μόρισον), υπάρχει η γνωστή ευστοχία, παρουσιάζεται αντιστοιχία μεταξύ θεματικής και αναγνώσεων ή άλλων αναλογιών, όπως λ.χ. το νεκροταφείο στο Γουίτμπυ και η εξαιρετική αναζήτηση της Stella Maris, της μεγάλης μητέρας όλων μας, της Παναγίας, και ιδίως στις φουρτούνες, στην ενορία του Σάουθ Λητς. Ακόμη και στα ρούχα του πένθους, που είχε φιλοτεχνήσει η φίλη Ολβία στο μουσείο προορισμού, καταγράφει την πρόσφατη δική της απώλεια, της αγαπημένης μητέρας. Ξεχωριστές και πολύ εκφραστικές ήταν, για μένα τουλάχιστον, κάποιες επί μέρους ζωντανές αναφορές, λ.χ. στην οικογένεια των Ινδών, που επικοινωνεί τηλεφωνικώς μέσα στο πούλμαν με τους γέροντες γονείς στη μακρινή πατρίδα, θέμα ενός διηγήματος από μόνο του, αλλά και το Εδιμβούργο με τα πέριξ του ως Έρημη χώρα τυχαίων αραιών, και κυρίως αγνώστων, περιπατητών.

Στο άλλο βιβλίο, το αντίστροφο, Τρεις Χάριτες, μια περιήγηση τμήματος του αθηναϊκού προαστιακού τοπίου, κυριαρχεί, επίσης αντιστρόφως, η υπογραμμισμένη απόλυτη μοναξιά του περιπατητή, ένα αίσθημα «κρυφοκοιτάζοντας τους άλλους», θα το έλεγα, μια πολύ χαρακτηριστική απουσία επικοινωνίας με πρόσωπα και η πικρότατη μοναξιά των πραγμάτων, αν και η συγγραφέας βρίσκεται στην πατρίδα. Όμως, θα πει κανείς, πατρίδα είναι εκεί που αγαπάμε. Ερημία λοιπόν, που καταγράφεται με πένθιμους τόνους σε δέντρα, φυτά, λουλούδια, ρημαγμένες οικοδομές, παλιά σπιτάκια, γκράφιτι επίσης μελαγχολικά, και μοναχικά έως μονά πέτρινα παγκάκια, μάλλον φιλοτεχνημένα από τους μαρμαράδες των πέριξ. Το θέμα της πανσιόν κάποιων αοράτων σχεδόν ηλικιωμένων κοντά στο ρέμα Χαλανδρίου, είναι πολύ χαρακτηριστικό, όπως και τα άδεια ή μισοάδεια μπαλκονάκια του, με την άγνωστη κυρία. Πιστεύω ότι η σχετικά πρόσφατη απώλεια της μητέρας, που κατοικούσε επίσης εκεί κοντά, σφράγισε και νοηματοδότησε το σύνολο του βιβλίου. Έτσι έφτασα να θεωρήσω εντελώς υπαινικτικό τον τίτλο Τρεις χάριτες. Η μητέρα, η ίδια η συγγραφέας, και η λογοτεχνία; Πολύ πιθανόν, αν και μόνο εκείνη γνωρίζει ακριβώς, ενώ εμείς απλώς διαβάζουμε, ο καθένας τις δικές του προσλαμβάνουσες.

 

Πόλυ Χατζημανωλάκη

 

Συνολικά το βιβλίο νομίζω ότι αναδεικνύει επίσης μια νέα πλευρά της Πόλυς Χατζημανωλάκη, την πολύ καλή φωτογράφο. Το λέω με κάθε επίγνωση της καλλιτεχνικής τους αξίας, έχω σπουδάσει προ αμνημονεύτων και Ιστορία της τέχνης. Την ερευνήτρια Π.Χ. είχα την ευκαιρία να γνωρίζω από παλιά ως Φυσικό, από την ανθρωπολογική έρευνα όπως στο μυθιστόρημα της Τα αινίγματα του Νγκόρο, εκδ. Ροές, 2010, και βέβαια από την μοντερνική και διεξοδική παπαδιαμαντική της μελέτη, Βωβόν ξύλον, εκδ. Εύμαρος, 2018, τη φωτογράφο τώρα μόλις. Το εικονικό υλικό, λοιπόν, το «κλικ» του Πωλ Ώστερ στον Καπνό, όπως λέει η ίδια. Τον καπνό της άχαρης καθημερινότητας εδώ ή της γοητείας ενός μακρινού ταξιδιού σε χώρα γνωστή από παλιότερες σπουδαστικές και επαγγελματικές εξορμήσεις της συγγραφέως. Λιμενοβραχίονες, λευκοί μοναχικοί φάροι, επιβλητικά ξενοδοχεία, ερημιές, πάρκα, στοιχημένα παγκάκια με ελάχιστους θαμώνες, σκηνές του δρόμου, παράθυρα, πουλιά. Η άπλα της Σκωτίας, και η στενότητα του Χαλανδρίου. Το κρυφό μεγαλείο των άγριων Υψωμάτων και ακτών της Σκωτίας, η μικρή προαστιακή κουλτούρα της Αθήνας και η θλίψη της. Το εικαστικό υλικό είναι ιδιαιτέρως αξιόλογο και ίσως θα χρειαζόταν μια άλλου τύπου παρουσίαση, σε χαρτί ιλουστρασιόν, και όχι ένθετη στο έντυπο κατά την μίμηση του αγαπημένου της συγγραφέα Ζέμπαλντ, που υπήρξε οπωσδήποτε χειρότερος φωτογράφος. Κάποιες στιγμές θεώρησα το βιβλίο, ιδίως το ελληνικό του μέρος, ως ένα άλμπουμ φωτογραφιών που συνοδευόταν από το εξομολογητικό και παρατηρητικό κείμενο σχολιασμού, λες και ούτε οι εικόνες από μόνες τους ούτε το κείμενο μπορούσαν να χωρέσουν τον στόνο της ψυχής της, και χρειαζόταν ο συνδυασμός. Καλή συνέχεια στην πολυσχιδή σου δραστηριότητα και καλοδιάβαστο να είναι το βιβλίο σου, αγαπητή Πόλυ.

 

Μ.Π./18/7/2020

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top