Fractal

Γεράσιμος Δενδρινός. Στη “Στέγη του κόσμου”

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός  // 

                          

 

                      

        

Τέλη καλοκαιριού του 2008: Κινέζοι αστυνομικοί, φύλακες της ελληνικής πρεσβείας του Πεκίνου, μάταια κυνηγούσανε έναν ευτραφή αρουραίο, την πρώτης τάξεως σπεσιαλιτέ για την ντόπια κουζίνα, σκηνή που συνδέεται άμεσα με το τριήμερο ταξίδι μου την επομένη για τη Λάσα, μαζί με τον φίλο και διπλωματικό υπάλληλο της πρεσβείας. Ενώ ο συρμός, με τα βαγόνια ρυθμισμένης πίεσης όπως στα αεροπλάνα, είχε ήδη αφήσει πίσω του τον σταθμό του Τσινγκχάι, περνώντας σε πολύ μεγάλο υψόμετρο μέσα από γυμνά βουνά με τις αιώνια χιονισμένες κορυφές τους, λίμνες με βαθυγάλαζο νερό ίδιο με αυτό του ουρανού και κοιλάδες που έβοσκαν τα γιακ, τα θιβετιανά βοοειδή, εμείς, τις περισσότερες ώρες της μέρας καθόμασταν στο εστιατόριο του τρένου και μέσα το πυκνό ντουμάνι καπνού τρώγαμε νόστιμες, παραδοσιακές συνταγές. Φτάνοντας στον πολυτελή σταθμό της Λάσα, στο κέντρο του Βουδισμού, αργά το απόγευμα της τρίτης μέρας, η ανάσα μας πλέον είχε γίνει βαριά και η έλλειψη οξυγόνου ήταν αισθητή χωρίς όμως να χαλάει η διάθεσή σου. Τα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου μας κούραζαν αφάνταστα, οι σφυγμοί ανέβαιναν, όπως και η πίεση του κεφαλιού. Όταν βγήκαμε έξω, ήταν πια σκοτάδι. Υπήρχε όμως κοντά ένα εστιατόριο για τους ντόπιους (αρκετά μαυρισμένοι από τον ήλιο της υπαίθρου), που φορούσαν παραδοσιακές στολές από δέρμα. Την επόμενη το πρωί, συνεχίσαμε μόνοι μας πλέον την περιήγηση. Ο φίλος, ως γνώστης του τόπου, μου έδειξε τα βασικά της σημεία της πόλης με τις διμοιρίες των Κινέζων στρατιωτών να κάνουν περιπολίες. Ο λαός του Θιβέτ, ως υπερβολικά θρήσκος, κάνει τις απαραίτητες δεήσεις καθημερινά, κρατώντας τον Τροχό της Προσευχής. Στο ανάκτορο των Δαλάι Λάμας, στην Ποτάλα με τα χίλια δωμάτια, δεν ανεβήκαμε.

 

 

Το ίδιο απόγευμα πήραμε το τρένο για το Σίγκατσε. Θα μέναμε στο μοναστήρι Τάσι Λούνπο, που ιδρύθηκε το 1447 από τον 1ο Δαλάι Λάμα, όπου  συναντήσαμε τον Λάμα Ντόντρουπ, τον γνωστό του φίλου μου. Στις δέκα μέρες της παραμονής μας είδαμε από κοντά την αλεπού και τη λεοπάρδαλη του χιονιού να περιμένουν τις νύχτες στο κατώφλι του μοναστηριού για λίγη τροφή. Για δέκα χρόνια, ο γερο-γύπας που κάποτε θεραπεύτηκε από Λάμα του μοναστηριού που τον βρήκε με σπασμένο πόδι, καθόταν στη μεγάλη είσοδο ως προστάτης. Σ’ αυτόν τον ιερό τόπο έμαθα να ψέλνω το μάντρα «Ομ Μάνι Πέμε Χουνγκ», ένα μουρμούρισμα προσευχής, έχοντας παντού ένα σκυλί για οδηγό μας, τον ημίτυφλο σκύλο Λίνγκο Πα, με το χαλάζιο στο ένα μάτι, που ανίχνευε με την όσφρησή του αν ήσουν άρρωστος ή λυπημένος. Το ζώο έτρωγε πρώτο ένα μείγμα κρέατος και κριθαριού, κι έπειτα περίμενε τους μοναχούς Λάμα και τους Μπίκχου (μαθητές) να τελειώσουν το φαγητό τους, για ν’ αποσυρθεί όλη τη νύχτα πλάι στο επίχρυσο και τεράστιο άγαλμα του Βούδα με τις αναμμένες λάμπες βουτύρου. Επειδή συχνά πηδούσε επάνω μου και πιανόταν απ’ τη ζώνη, «Όταν επιστρέψετε στη χώρα σας να πάτε να δουν οι γιατροί τον προστάτη σας. Ίσως έχει πρόβλημα…» μου είπε ο Λάμα γιατρός του μοναστηριού, κάτι που με πάγωσε. Στο ποτάμι Νιανγκ Κιου, ένα κοπάδι ψαριών πλησίασε στα ρηχά τον Λάμα Ντόντρουπ για τροφή. «Δεν έχουν μάθει να έχουν εχθρούς τους ανθρώπους», σχολίασε στα αγγλικά.

 

 

Εγκαταλείποντας την Γη της Συμπόνιας για την Ελλάδα, επαληθεύτηκε το πρόβλημα στον προστάτη μου. Τις δύσκολες μέρες της θεραπείας που ακολούθησαν, σκεφτόμουν πως ο Λίνγκο Πα, το ιερό αυτό ζώο, υποταγμένο χωρίς βαρυγκώμια στην τυφλή του μοίρα, όταν θα πέθαινε, θα είχε σίγουρα μια θέση ανάμεσα στους  ντόπιους θεούς.

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top