Fractal

Η υποβλητικότητα των ανατολικών μύθων και η αναπόδραστη σύγκρουσή τους με το δυτικό όριο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Ντίνο Μπουτζάτι, “Οι επτά αγγελιοφόροι”. Μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019. Αθήνα

 

Έχει λεχθεί, ότι οι  ιστορίες του Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati, 1906-1972), μπορούν να διαβάσουν σε δύο επίπεδα. Είτε, με έναν τρόπο, ως παράξενες ιστορίες γεμάτες μυστηριώδη γεγονότα ή από την άλλη ως συμβολικές απεικονίσεις της αόριστης πραγματικότητας της ζωής. Η χρονική περίοδος κατά την οποία λαμβάνει χώρα η δράση μέσα σε αυτές είναι συχνά ασαφής, ακόμα και όταν δίνεται ακριβής ημερομηνία, δεδομένου ότι υπάρχει πάντοτε η ακαθόριστη παράμετρος στις ιστορίες του. Η πιο σημαντική όμως παράμετρος είναι το πρόβλημα της ίδιας της ύπαρξης και κυρίως των εσωτερικών ταλαιπωριών που απορρέουν από το πρόβλημα της ευθείας αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Το προαναφερόμενο βιβλίο, συλλογή διηγημάτων στην ακρίβεια, με τίτλο «Οι Επτά Αγγελιοφόροι», πήρε τον τίτλο από το πρώτο και εξαιρετικά σύντομο διήγημα της συλλογής. Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελείται από δεκαεννέα κείμενα που δημοσίευσε ο συγγραφέας το 1942, με τίτλο «I sette messaggeri».

Στους «Επτά Αγγελιοφόρους», λοιπόν, παρουσιάζονται διάσπαρτες πινελιές που παραπέμπουν κατά κάποιο τρόπο στο μυθιστόρημα «Η έρημος των Ταρτάρων» (Il deserto dei Tartari), που δημοσιεύτηκε δύο χρόνια νωρίτερα, στα 1940. Εδώ ένας νεαρός πρίγκηπας, κάπου τριάντα μόλις ετών, θέλησε ξαφνικά να εξερευνήσει το βασίλειο του πατέρα του, κι’ έτσι ξεκίνησε με τη συνοδεία επτά ιπποτών, των καλύτερων και πλέον έμπιστων που μπορούσε να έχει μαζί του, οι οποίοι θα του χρησίμευαν ως αγγελιοφόροι, δηλαδή συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του εαυτού του και του πατέρα του, της πρωτεύουσας του βασιλείου και του σπιτιού του. Καθώς όμως, ο πρίγκιπας προχωρά ολοένα και μακρύτερα, προς τα άγνωστα σύνορα του βασιλείου του, οι αγγελιοφόροι χρειάζονται περισσότερο χρόνο και για να πάνε και να επιστρέψουν και τα γράμματα που του προσκομίζουν φαίνεται να του υπενθυμίζουν όλο και παλιά και μακρυνά πράγματα. Μια μέρα, ο πρίγκιπας συνειδητοποιεί ότι ο αγγελιοφόρος που πρόκειται να αναχωρήσει για την πρωτεύουσα, με τα ισχύοντα δεδομένα, θα επιστρέψει σε τριάντα τέσσερα χρόνια, σε ένα χρονικό διάστημα στο οποίο ο πρίγκιπας ή θα είναι πολύ γέρος, ή θα είναι το πιθανότερο  πεθαμένος! Παρ’ όλα αυτά, ο φέρελπις πρίγκηπας συνεχίζει το ταξίδι του προς τα σύνορα, με συνεχώς αυξανόμενη περιέργεια, για να εξερευνήσει τις άγνωστες περιοχές του βασιλείου που του ανήκει. Συμβολικά, το ταξίδι του πρίγκιπα είναι το ταξίδι της ζωής. Μέρα με τη μέρα, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, από τους γονείς του και τα παιδικά του συναισθήματα, γεμάτος από περιέργεια  να ανακαλύψει τι βρίσκεται μπροστά του, ακόμα και αν ο τελικός στόχος είναι ο θάνατος αυτού του ιδίου. Στους «Επτά ορόφους», το τρίτο διήγημα από την ίδια συλλογή, ένας άνθρωπος με ελάσσονος σημασίας ασθένεια, μια ελαφρότατη μορφή αρχόμενης φυματίωσης, συγκεκριμένα, στέλνεται σε ένα νοσοκομείο, όπου ευθύς εξ’ αρχής πληροφορείται ότι οι ασθενείς στεγάζονται σε καθέναν από τους επτά ορόφους του κτιριακού συγκροτήματος ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασής τους. Έτσι στο τελευταίο όροφο, τον έβδομο, φιλοξενούνται οι ήπιες περιπτώσεις, και στη συνέχεια κάθε χαμηλότερος όροφος προορίζεται για όλο και πιο σοβαρές περιπτώσεις. Στο τέλος, στο ισόγειο μετακινούνται οι ετοιμοθάνατοι. Ο άνθρωπός μας, ο Τζουζέπε Κόρτε, ο οποίος έχει τοποθετηθεί αρχικά στον έβδομο όροφο, είναι βέβαιος ότι θα θεραπευτεί σε διάστημα δύο ή τριών εβδομάδων. Μετά από δέκα ημέρες, όμως, του ζητείται ως χάρη από τον αρχινοσοκόμο του εβδόμου ορόφου να παραδώσει το δωμάτιό του σε μια γυναίκα που φτάνει με δύο παιδιά που θα στεγαστούν στα δύο παρακείμενα δωμάτια. Ο Τζουζέπε Κόρτε, συμφωνεί, για να ανακαλύψει γρήγορα ότι πρόκειται να μετακινηθεί αναγκαστικά στον έκτο όροφο, καθώς δεν υπάρχουν άλλα δωμάτια στον έβδομο όροφο,  παίρνοντας την υπόσχεση και διαβεβαίωση ότι πρόκειται για προσωρινή και μόνο ρύθμιση. Σταδιακά, όμως, κατεβαίνει ολοένα και χαμηλότερα στους ορόφους  με διαφορετικά προσχήματα και με όλο και αυξανόμενο συναγερμό, μέχρις ότου να φτάσει στον χαμηλότερο όροφο, όπου βλέπει τους τυφλούς και μελλοθάνατους μπροστά του. Και πάλι, η περίεργη περιπέτεια αυτού του ανθρώπου είναι συμβολική της ίδιας της ζωής, στην οποία κάθε χρονική περίοδος, κάθε ώρα, φέρνει τον άνθρωπο, συχνά χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί, ολοένα και πιο κοντά στον θάνατο. ‘Οι επτά όροφοι’, είναι ένα απλό, αλληγορικό αλλά ρεαλιστικό παραμύθι που λαμβάνει χώρα σε ένα σανατόριο, χωρίς να παρουσιάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάπτυξη του κύριου και νοσούντος χαρακτήρα του. Η βαθμιαία κάθοδος του Κόρτε στον πρώτο όροφο του ιδρύματος, αναστρέφει, κατά μία έννοια,  τις επτά ημέρες της δημιουργίας του ανθρώπου. Η νόσος του φυματικού Κόρτε, είναι μια πραγματική ασθένεια, αλλά αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερα, κι’ αυτά είναι η πορεία της ζωής και το πεπερασμένο  της.

Να σημειώσουμε με την ευκαιρία της ανάγνωσης αυτών των μικρών ιστοριών του Ντίνο Μπουτζάτι, ότι και μια σύντομη ιστορία είναι επίσης μυθοπλασία, τουτέστιν πεζογραφία που αναφέρεται σε φανταστικά γεγονότα και χαρακτήρες, πεζός λόγος ο οποίος διαφέρει αισθητά από την ποίηση στην οργάνωση και την παρουσίασή του. Τα μυθιστορήματα, πάλι, ένα άλλο παράδειγμα πεζογραφίας είναι πολύ μακρύτερα από τα διηγήματα, αλλά κάποια από αυτά, ωστόσο, μπορεί να είναι αρκετά μεγάλα. Είθισται, μια μακρύτερη ιστορία, πενήντα έως εκατό σελίδων, να την ονομάζουμε νουβέλα. Κάποιες από τις ιστορίες του Μπουτζάτι, είναι σαφώς μακρύτερες από τις άλλες σύντομες ιστορίες του, αλλά δεν φτάνουν το «επίπεδο» ή πιο σωστά το μέγεθος της νουβέλας. Η αμερικανική λογοτεχνία, ειρήσθω εν παρόδω, περιέχει μερικά από τα καλύτερα και πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σύντομων ιστοριών.

Συνεχίζοντας την περιπλάνησή μας στο βιβλίο, «Στη σκιά του Νότου», ο συγγραφέας αρέσκεται να μας κάνει κοινωνούς του μυστηρίου που μας περιβάλλει, του απρόβλεπτου που μπορεί κάποια στιγμή να έρθει και της σύμφυτης περιέργειας του ανθρώπου. Σε πρώτο πρόσωπο ο αφηγητής   εξομολογείται, «…έχω καταλάβει ότι θα ήθελες να με οδηγήσεις πιο πέρα, κάθε φορά πιο πέρα, πάντα περισσότερο προς το κέντρο, μέχρι τα σύνορα του άγνωστου βασιλείου σου». Στην ιστορία «Κι’ όμως χτυπούν την πόρτα», ο Ντίνο Μπουτζάτι υπαινίσσεται τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, την προσκόλληση και τον περιορισμό του σε γνωστά και χιλιοπατημένα μονοπάτια, έξεις και τρόπους  της ζωής του, και την απομάκρυνσή του από επιβεβλημένες κάποιες φορές, αλλαγές προτεραιοτήτων, δρομολογώντας  προφανώς άλλες κατευθύνσεις.  Στην, «Καταιγίδα στον ποταμό», για άλλη μια φορά μας τονίζει πως, «…όλα τα  πράγματα κάνουν τον κύκλο τους…». «Η θανάτωση του δράκου», ρίχνει φως στη μάχη της προόδου από τον σύγχρονο άνθρωπο έχοντας απέναντι  την κληρονομιά του, τοποθετώντας την στο χρονικό σημείο  των 1902 μ.Χ. Τη δύναμη της προόδου και της ανάπτυξης από τη μια μεριά, και την λυσσαλέα αντίσταση του παλιού και οπισθοδρομικού από την άλλη. Στο αμέσως επόμενο διήγημα της συλλογής («Κάτι που αρχίζει από λάμδα»), παρουσιάζονται τα απαραίτητα μέτρα που ελήφθησαν κατά καιρούς από τους επιτετραμμένους για την τάξη στις πόλεις που φιλοξενούσαν λεπρούς, και την αντιμετώπιση των δύσμοιρων λεπρών ατόμων από τις αρχές, με κύριο και μη διαπραγματεύσιμο μέτρο την αυστηρή απομόνωσή τους και φυσικά μακρυά από τον υπόλοιπο, και υγιή έως τότε,  πληθυσμό. Οι ίδιοι εφιάλτες κάνουν την εμφάνισή τους σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ατομικές και συλλογικές παράνοιες που  μοιάζουν ωσάν να είναι βγαλμένες από γοτθικές παραμυθένιες ιστορίες. Οι πρωταγωνιστές τους μοιάζουν να φυλλορροούν και να ταλαντεύονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπαρξιακή κόλαση, ανήμποροι στην πλειονότητα των περιπτώσεων να δρομολογήσουν την πορεία τους και παραδομένοι  στο επερχόμενο  μοιραίο.

 

Ντίνο Μπουτζάτι

 

Γεννημένος στις 16 Οκτωβρίου του  1906, ο Ντίνο Μπουτζάτι ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα  παιδιά των Βενετσιάνων γονέων του. Το 1917, ένα χρόνο μετά την εποχή που ο νεαρός Ντίνο άρχισε να σπουδάζει στο σχολείο Παρίνι στο Μιλάνο, οι Αυστριακοί κατέλαβαν τη βίλα της οικογένειάς του, η οποία καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Μετά το τέλος του πολέμου, ο πατέρας του, καθηγητής της Νομικής, Τζούλιο Τσέζαρε Μπουτζάτι, πέθανε το 1920 από νεόπλασμα παγκρέατος,  ενώ ταυτόχρονα ο δεκατετράχρονος Ντίνο  άρχισε να δείχνει τα πρώτα σημάδια των μελλοντικών του παθών, στα οποία ανήκαν το γράψιμο και ακόμα το σχέδιο και  η περιπλάνηση στην εξοχή και στα βουνά. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, έγραψε την πρώτη του ιστορία, με τίτλο «La canzone delle montagne». Το 1924 άρχισε να σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, όπου ο πατέρας του δίδασκε  διεθνές δίκαιο, κι’ ύστερα, το 1926-1927, εκπλήρωσε την στρατιωτική του θητεία. Στις 10 Ιουλίου 1928, άρχισε να εργάζεται για την εφημερίδα  Κοριέρε ντέλα Σέρα του Μιλάνου, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του. Την ίδια χρονιά, τον Οκτώβριο συγκεκριμένα, έλαβε και το δίπλωμά του από το Πανεπιστήμιο. Το 1933 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Μπάρναμπο των βουνών» (‘Bàrnabo delle Montagne’) και η Κοριέρε ντέλα Σέρα τον έστειλε στην Παλαιστίνη. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Το μυστικό του παλιού δάσους» (‘Il Segreto del Bosco Vecchio’), ήρθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1939, ενώ βρισκόταν στην Αντίς Αμπέμπα για δουλειά, στρατολογήθηκε και υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής στα πλοία Fiume και Trieste.

Τον Ιούνιο του 1940, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Μιλάνο το, χωρίς αμφιβολία, αριστούργημά του «Η έρημος των Ταρτάρων» (Il Deserto dei Tartari), το οποίο και τον έκανε γνωστό. Η διεθνής επιτυχία άρχισε με τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου στα γαλλικά το 1949 (με τίτλο ‘Le Désert des Tartares’), προτού μεταφραστεί σε περίπου είκοσι άλλες γλώσσες. Όπως ήδη είπαμε παραπάνω, μια από τις αγάπες του Μπουτζάτι, ήταν και η ζωγραφική, με την οποία άρχισε να πειραματίζεται σχεδόν παράλληλα με τη συγγραφή και την δημοσιογραφική του ενασχόληση. Στα 1958, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στο Μιλάνο και δημοσίευσε το μόνο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του, το «Μεγάλο Πορτραίτο»  (‘Il grande ritratto’), το 1960. Το 1961, σαράντα ένα  χρόνια μετά απ’ το σύζυγό της, πέθανε και η μητέρα του Ντίνο Μπουτζάτι, η Άλμπα Μαντοβάνι, απόγονος οικογένειας δόγηδων. Το 1964, ο Μπουτζάτι,  κυκλοφόρησε το πέμπτο και το τελευταίο μυθιστόρημά του, το «Ένας έρωτας»  (‘Un amore’) και δύο χρόνια αργότερα δημοσίευσε το άλλο αριστούργημά του «Il Colombre», μια συλλογή αποτελούμενη από πενήντα ένα  διηγήματα,  ενώ παντρεύτηκε την Almeria Antoniazzi στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.  Το 1969, κυκλοφόρησε το «Poema a fumetti», μια σύγχρονη άποψη  του μύθου του Ορφέα, αναμειγνύοντας ποίηση και κόμικς. Το 1970 έλαβε το βραβείο του δημοσιογράφου Mario Massai για τα άρθρα που έγραψε για τον πρώτο άνθρωπο που πήγε στο φεγγάρι, το καλοκαίρι του 1969. Μετά από ένα τελευταίο βιβλίο του 1971, το «Le notti difficili», την έκτη συλλογή σύντομων ιστοριών του, και της οποίας ο τίτλος φανερώνει ξεκάθαρα ότι ο συγγραφέας γνώριζε τη ασθένειά του, ο Ντίνο Μπουτζάτι πέθανε από καρκίνο του παγκρέατος, όπως και ο πατέρας του, στις 28 Ιανουαρίου 1972.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top