Fractal

Διήγημα: “Στα μπαμπακοχώραφα”

Του Δημήτρη Διοματάρη //

 

 

 

 

Στα μπαμπακοχώραφα

 

Ήταν οργισμένη. Μπήκε φουριόζα στην ρεσεψιόν και με ζήτησε με αναίδεια. Την παρακολουθούσα από την τζαμαρία του γραφείου μου, χωρίς αυτή να με βλέπει. Φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, σφιχτό στο κορμί της, με μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη τυλιγμένη στην μέση της. Το δεξί της πόδι ήταν τεντωμένο απαιτητικά και το αριστερό σαν να την ανασήκωνε λιγάκι και φαινόταν ψηλότερη απ’ ότι ήταν, της έδινε έναν αέρα υπεροχής. Η κοπέλα στην γραμματεία, αν και ψηλή, φαινόταν να ζαρώνει μπροστά στην επιθετικότητά της, κι άκουγα την σχεδόν βραχνή φωνή της να ρωτάει ειρωνικά «θα του πείτε πως τον ζητάει η κυρία Αγγελή;». Γύρισε την πλάτη της και κοίταξε έξω την πρασιά με τα αραιά δέντρα και τις βουκαμβίλιες, τα σύννεφα είχαν κρύψει τον ήλιο κι επικρατούσε μια μελαγχολική σκοτεινιά. Ήταν ευθυτενής και το στήθος της ξεχώριζε, ενώ οι καμπύλες της μέσης της προς τα κάτω είχαν μια υπέροχη συμμετρία. Χαμογέλασα όταν χτύπησε το εσωτερικό μου τηλέφωνο. «Πες της να περάσει στην αίθουσα συναντήσεων κι έρχομαι» είπα στην γραμματέα μου. Άναψα τσιγάρο, μονάχα εγώ κάπνιζα μέσα στην εταιρία, και φύσηξα τον καπνό, σχηματίζοντας μικρά, λευκά δαχτυλίδια, σαν την μέση της, σκέφτηκα κι η εικόνα της, γεμάτη καμπύλες, γέμισε το μυαλό μου. Την έβλεπα να προχωράει στον διάδρομο μέχρι που χάθηκε. Σηκώθηκα, ίσιωσα την γραβάτα μου, πήρα τις σημειώσεις μου και βγήκα αργά απ’ το γραφείο.

Χρόνια σ’ αυτήν την θέση είχα αντιμετωπίσει πολλούς θυμωμένους πελάτες, αλλά η Αγγελή ήταν το κάτι άλλο. Εκρηκτική και απαιτητική από προσωπικότητα, μαθημένη οι γύρω της να κάνουν αυτό που ήθελε, πάντα έβαζε τις ανάγκες της πάνω από την συνεργασία μας, αλλά πια την είχα βαρεθεί, θα την έστελνα σήμερα στον αγύριστο. Μεγάλος πελάτης, ήταν δημιουργικό γραφείο και κουβαλούσε πολλές πολυεθνικές μαζί της, αλλά γνώριζα όλους της τους πελάτες και θα πήγαινα μόνος μου να τους προτείνω συνεργασία. Την σημαντική δουλειά, σχεδιασμό και παραγωγή την κάναμε εμείς, αυτή είχε τις δημόσιες σχέσεις και το ποσοστό της στα κέρδη μας. Μόλις το σκέφτηκα, μια μικρή απογοήτευση με διαπέρασε και σταμάτησα να περπατώ στον διάδρομο για την αίθουσα συναντήσεων. Αμέσως σκηνές από τους δυό μας μαζί, στο αμάξι να γελάει με ένα αστείο, σε αίθουσες παρουσιάσεων να προβάλουμε τις προτάσεις μας, να πίνουμε καφέ περιμένοντας τα ραντεβού μας με πελάτες, την αδιόρατη κόντρα μας, προσπαθούσα συνέχεια να την φέρω σε δύσκολη θέση κι αυτή αντιστεκόταν, «έχουμε περάσει ωραία!» μονολόγησα και συνέχισα στον διάδρομο αποφασισμένος. Μπήκα στην αίθουσα χαμογελαστός κι άφησα τα χαρτιά μου στο μεγάλο τραπέζι. «Καλημέρα βάσανο» της είπα πειρακτικά.

 

Ήμουν όρθια, αμίλητη. Συλλογιζόμουν πως να χειριστώ το θέμα που με είχε εκνευρίσει τόσο πολύ. Τον έπαιρνα από εχτές τηλέφωνο και δεν το σήκωνε. Έχω τον μεγαλύτερο μου πελάτη να γκρινιάζει κάθε μισή ώρα, χρειάζονταν μια άμεση απάντηση για το χρόνο παράδοσης μιας μεγάλης παραγγελίας που έτρεχε τώρα κι αυτός δεν το σήκωνε. Ποιος νόμιζε πως ήταν; Ποιος θα ήταν χωρίς τους δικούς της πελάτες; Ναι, το ήξερα πως ήμουν πιεστική, πως απαιτούσα το καλύτερο δυνατόν για τους πελάτες μου, ακόμα και εις βάρος των υπολοίπων πελατών της εταιρίας του, αλλά εγώ έτσι είμαι. Όποιος ήθελε να κάνει δουλειές μαζί μου έπρεπε να με έχει σε απόλυτη προτεραιότητα, αλλιώς θα πήγαινα αλλού. Είχα έρθει προετοιμασμένη για πόλεμο. Απλό, αλλά προκλητικό φόρεμα, διακριτικό μακιγιάζ, σκούρο κόκκινο κραγιόν, μαύρα ελαστικά εσώρουχα. Τι σχέση έχουν τα εσώρουχα μου με τον πόλεμο. Χαμογέλασε, υπάρχει κι άλλος πόλεμος, κρυφός, κι αυτός ο πόλεμος δεν ήξερα πότε θα ξέσπαγε, εγώ πάντως ήθελα να είμαι έτοιμη. Μαλάκωσα λίγο στην σκέψη του πάνω μου, ψηλός, δυνατός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, όπου έμπαινε έκανε αυτό που ήθελε, ένοιωθα μαζί του σίγουρη, ασφαλής. Μέσα μου αναδύθηκε αυτή η φαγούρα, αυτή η ανάγκη να τον υποτάξω, να τον κάνω να εκτελεί ότι του έλεγα, να γίνει ένα μου κομμάτι που θα ενεργεί μέσα από την δική μου βούληση. Ήξερε πως αντιστεκόταν, αλλά κατέφευγα σ’ ένα σωρό θυμούς και τεχνάσματα, μόνο και μόνο για να τον κάνω να λυγίσει. Ο θυμός ξαναγύρισε, όχι μόνο δεν σήκωνε το τηλέφωνο, με είχε και περίμενα στην αίθουσα. Το χερούλι γύρισε και το άνοιγμα της πόρτας γέμισε με το κορμί του.

«Καλημέρα βάσανο» τον άκουσε να λέει χαμογελαστός.

«Καλημέρα Αλέξανδρε, συγνώμη που σε απασχολώ από τις τόσο σημαντικές ασχολίες σου, γιατί μιας και δεν σηκώνεις το τηλέφωνο θα πρέπει να είναι πολύ σοβαρές».

«Όντως, είναι δύσκολα τα πράγματα, η εκτυπωτική μας χτες χάλασε κι ακόμα ψάχνουν να βρουν τι συμβαίνει. Από το πρωί μιλάω με πελάτες και προσπαθώ να πάω πίσω όσες παραγγελίες μπορώ. Θα πρέπει κι εσύ να πεις στους δικούς πως οι παραδόσεις θα καθυστερήσουν.»

«Αποκλείεται, δεν υπάρχει περίπτωση. Ο Αντωνίου από το πρωί με έχει τρελάνει, θέλει την παραγγελία του δυο μέρες νωρίτερα, του άλλαξαν το πρόγραμμα προβολών δυο αλυσίδες σούπερ μάρκετ κι είναι λανσάρισμα, ξέρεις τι σημαίνει αυτό!»

«Ξέρω, αλλά προς το παρόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Είχα αρχίσει να θυμώνω με το ύφος και την αδιαλλαξία της.

«Πρέπει να βρεις ένα τρόπο να το ξεπεράσεις, ο πελάτης μου έχει προτεραιότητα, δεν μπορώ να τον κρεμάσω τώρα που είναι στα δύσκολα, αν αργήσουμε τον ξεχνάμε από πελάτη.» Είχα αναψοκοκκινίσει, δεν πρόκειται να κάνω πίσω σήμερα, θα τον έσπαγα.

Άναψα τσιγάρο κι έγειρα στην καρέκλα. Έλεγα ψέματα, η μηχανή δούλευε μια χαρά κι η παραγγελία του Αντωνίου προχωρούσε κανονικά. Ήθελα μοναχά να της σπάσω το τσαμπουκά, να την κάνω να με παρακαλέσει, να με ευχαριστήσει που θα την βοηθούσα παρά τα προβλήματα. Αλλά αυτή κεφάλι αγύριστο, είχε μείνει στην απαίτηση, την έβλεπα απέναντί μου, που οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι, ήθελε να υποχωρήσω στην απαίτησή της.

«Καλύτερα να φύγεις» της είπα «θα σε πάρω εγώ μόλις έχω νεότερα, αλλά εν τω μεταξύ κάνε κάνα τηλέφωνο να τους προετοιμάσεις, ειδικά τον Αντωνίου». Είχε μείνει ακίνητη, δεν μίλαγε μόνο με κοιτούσε, ήταν μια σύγκρουση θελήσεων, ποιος θα κάνει πίσω πρώτος κι εγώ δεν επρόκειτο να κάνω ούτε ένα βηματάκι, θα της έδινα ένα μάθημα που θα το θυμόταν για καιρό.

Το μυαλό της έπαιρνε χιλιάδες στροφές, που αλλού μπορούσε να δώσει την δουλειά του Αντωνίου; Σε κανέναν, τώρα που σε δυο μέρες έπρεπε να παραδώσουμε. Πως να τον πιέσω; Τι μπορούσε να του πω; Να τον κολακέψω; Ήξερα πως δεν θα έπιανε. Να τον πίεζα κι άλλο, πως όμως; Είχε γείρει στην καρέκλα κι ήταν τόσο αρρενωπός, σαν τον μπαμπά όταν κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της μέρας στην πίσω βεράντα˙ ήξερε για την μαμά, αλλά καθόταν μόνος του και κάπνιζε, γερμένος στηνκουπαστή της σκάλας, λες κι όλα γλιστρούσαν από πάνω του κι αυτός έμενε ατάραχος˙ πόσο ήθελα τότε να πάω να τον αγκαλιάσω, να χωθώ στο στέρνο του, να δανειστώ λίγη από την γαλήνη του, αλλά ποτέ δεν πήγα, προτίμησα να σφίξω τα δόντια μου για να συγκρατήσω τους λυγμούς που ανέβαιναν στον φόβο πως θα χάσω την μαμά, ενώ τα δάκρυά μου έτρεχαν ανεμπόδιστα στα μάγουλά μου. Σύνελθε κορίτσι μου, σκέφτηκα, δεν είναι ώρα για τέτοια. Σηκώθηκα, πήρα την τσάντα μου και πήγα προς την πόρτα, σηκώθηκε κι αυτός. «Εντάξει, θα μιλήσουμε αργότερα» είπα ψυχρά.

Σήμερα θα πάμε στα μπαμπακοχώραφα, μου είπε η μάνα μου. Εκεί π’ όταν ανθίζουν τα λουλούδια γεμίζουν τα χωράφια με κομμάτια σύννεφου, κι εμείς μαζεύουμε τα σύννεφα, τα γνέθουμε και τα εκάμουμε νήμα, γερό, και μετά φανέλες, υφάσματα, πλεκτά, κι ότι άλλο βάζει ο νους σου… Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου η ανάμνηση, ατέλειωτες πεδιάδες σπαρμένες μπαμπάκι, κι εμείς έπρεπε να μαζεύουμε τον καρπό, που ‘ταν σκληρός και μου ‘κοβε τα δάχτυλα, ειδικά μετά τις δέκα-έντεκα το πρωί. Μέναμε έξω απ’ την Καρδίτσα, πιο κοντά στις Σοφάδες κι ήμασταν αγρότες, μπαμπάκια, ζαρζαβατικά, κηπευτικά, καρπούζια, καθένα στον καιρό του. Κάθε που τέλειωνε μια σοδειά με κυρίευε μια ανακούφιση, που τέλειωσε ένα βάσανο και μαζί μια αγωνία που σε λίγες μέρες θα ξεκίναγε ένα άλλο. Έμενα για μέρες έτσι μπερδεμένος, την μια να χαίρομαι και να τρέχω γύρω γύρω στην αυλή και την άλλη, να κάθομαι ξαπλωμένος στα σακιά χωρίς κουράγιο να σηκώσω το χέρι μου. Έτσι ένοιωθα και τώρα που την έβλεπα να φεύγει, στητή και περήφανη, χωρίς ν’ αφήνει την ήττα της να φανεί, μα εγώ ένοιωθα για αυτήν χαρά κι απογοήτευση μαζί, λες και ζούσα εγώ τα συναισθήματά της. Με κυρίευσε η ανάγκη να την πάρω τηλέφωνο, να της πω ότι όλα ήταν ένα ψέμα, να μην στεναχωριέται. Σήκωσα βιαστικός το κινητό, πάτησα τις επαφές και τ’ όνομά της εμφανίστηκε «Βάσανο», το δάχτυλό μου έμεινε μετέωρο, δεν κατέβαινε να πατήσει το μικρό ακουστικό. Θα την πάρω σε κάνα μισάωρο, σκέφτηκα, άσ’ την να ψηθεί λίγο.

Το ένα βήμα μετά το άλλο, σταθερά, ίσια, αγέρωχα. Με βλέπουν, σκέφτηκα, δεν πρέπει να τους δώσω καμιά ευκαιρία. Προχώρησα έως το πάρκινγκ, έφτασα στ’ αμάξι μου, μπήκα με χάρη, τράβηξα την πόρτα κι έβαλα τα κλάματα. Η απώλεια της αυτοκυριαρχίας και τα δάκρυα μου ήταν το εισιτήριο για αυτό το γνωστό ταξίδι πίσω στην στιγμή της μεγάλης απόφασης, ποτέ πια εξαρτημένη από κανενός την αγάπη, την εκτίμηση, την φροντίδα. Είναι όμως τόσο δύσκολο να μην μοιράζομαι τίποτα, να μην νιώθω αγαπημένη, ψηλά στα μάτια αγαπημένων, γεμάτη την φροντίδα τους. Έμεινα εκεί, καθισμένη στη θέση του οδηγού, δεν είχα το κουράγιο να γυρίσω την μίζα, να ξεκινήσω τα αμάξι, να φύγω από κει.

Σηκώθηκα και βγήκα από την αίθουσα, πήγα προς το γραφείο μου. Την ώρα που άπλωνα το χέρι μου να ανοίξω την πόρτα, κάτι έσπασε μέσα μου, έγινα ρευστός κι ένοιωσα να πέφτω από μεγάλο ύψος σε ένα μαύρο υγρό σκοτάδι, απόγνωση, ξαφνικά μου έλλειπε τόσο πολύ. Μπήκα μέσα κι όρθιος ακόμα πάτησα το πλήκτρο, το τηλέφωνό της άρχισε να χτυπάει, μια, δυο, τρείς φορές, «Αλέξανδρε;» άκουσα την φωνή της ξεψυχισμένη.

Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο, η οθόνη φωτίστηκε, το όνομά του εμφανίστηκε απαιτητικό κάτω από την φωτογραφία του. Τινάχτηκα να το πιάσω, άρον-άρον πάτησα το πλήκτρο, «Αλέξανδρε;…» είπα, ενώ προσπαθούσα να σταματήσω το «μου» που είχε πάρει φόρα μέσα μου.

«Που είσαι, θέλω να σε δω»

«Εδώ απ’ έξω είμαι στο παρκινγκ, δεν έχω φύγει»

«Περίμενέ με, έρχομαι να σε πάρω σε λίγο».

 

Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να κοιτάζω το μαύρο του καντράν. Μόλις είχε χαράξει, τα σύννεφα σήμερα ήταν κατάμαυρα, μα το μπαμπάκι ακόμα λευκό. «Βιαστείτε,έρχεται μπόρα, αν μας πιάσει χωρίς να τελειώσουμε, πάει η σοδειά, χάθηκε!» φώναξε ο πατέρας μου. Αρχίσαμε όλοι να κόβουμε τα κοτσάνια όπως όπως, θα τα καθαρίζαμε αργότερα, ξέραμε τι σημαίνει να χάσουμε την σοδιά του μπαμπακιού. Η μάνα μου πέρασε μπροστά μας, ήταν πολύ επιδέξια, τα χέρια της έκοβαν λες κι ήταν μηχανάκια. Ξεμάκρυνε κάμποσο, εμείς ακολουθούσαμε σέρνοντας τα μεγάλα σακιά που στοιβάζαμε μέσα τους το καρπό. Μια χοντρή σταγόνα έσκασε πάνω στην μύτη μου, σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα την αστραπή να κατεβαίνει γεμάτη φως ηλεκτρικό, μέχρι να κατεβάσω την ματιά μου στην πορεία της, άκουσα την φωνή της μάνας μου, το σώμα της είχε τεντώσει προς τα πίσω, τα μαλλιά της είχαν σηκωθεί τεντωμένα προς τα σύννεφα. Εκείνη την στιγμή έσκασε η βροντή, τα δόντια μου χτύπησαν άτσαλα κι ένοιωσα το στόμα μου να ηλεκτρίζεται. Το κουφάρι της μάνας μου τρία τέσσερα μέτρα πιο κάτω κάπνιζε. Η βροχή μας χτύπησε άγρια, είχε σκοτεινιάσει παντού γύρω μας. «Γρήγορα, πάμε τα σακιά στο φορτηγό» φώναξε ο πατέρας μου. « Η μα… η μαμ… η μαμά…» ψέλλιζα χωρίς να κουνιέμαι, το χέρι του έπεσε βαρύ στο μάγουλό μου, «άστην, πάμε τα σακιά στο φορτηγό, θα την μαζέψουμε μετά» φώναξε. Τον ακολούθησα σαν αυτόματο, είχα μουδιάσει κι έτρεμα, το σακί είχε γίνει ασήκωτο, και το ‘σερνα με πείσμα και κόπο, έφτασα στο φορτηγό, το πέταξα μέσα και ξαναγύρισα στο χωράφι να πάρω της μάνας μου. Δεν το πήρα ποτέ το σακί της, δεν μπόρεσα, έμεινα δίπλα της παγωμένος κι από τότε δεν ξαναγύρισα ποτέ στα χωράφια, έμενα σπίτι, μόνος μου.

Βγήκα από το γραφείο και πήγα στο αυτοκίνητό μου, ένοιωθα το στόμα μου να ηλεκτρίζεται, έβαλα μπροστά και βγήκα βιαστικά από το υπόγειο παρκινγκ. Την είδα, ήταν έξω από το αμάξι της, με τα χέρια της μαζεμένα στο στήθος της, απροστάτευτη, οι ώμοι της είχαν πέσει. Σταμάτησα δίπλα της, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Δεν γύρισα να την κοιτάξω, ήταν κλαμένη, οδηγούσα χωρίς να ξέρω που πάω.

«Που πάμε; Τι συμβαίνει» με ρώτησε.

«Δεν ξέρω. Ένοιωσα την ανάγκη να σ’ έχω πλάι μου».

Σωπάσαμε, δεν είπε κουβέντα. Η βροχή ξεκίνησα δειλά να πέφτει στα τζάμια. Δεν άνοιξα τους καθαριστήρες, οδηγούσα μέσα σ’ ένα θολό περιβάλλον. Ασυναίσθητα σκούπισα την μύτη μου με το δάχτυλό, σήκωσα τη ματιά μου να δω τον κεραυνό, όμως μάταια, ήταν μια ήσυχη βροχή, ποτιστική. Άπλωσα το χέρι μου να αλλάξω ταχύτητα, το χέρι της σκέπασε απαλά το δικό μου. Απομείναμε σιωπηλοί, μ’ αυτή την αίσθηση πως με κάποιο τρόπο ανήκαμε ο ένας στον άλλον.

Σκέπασα το χέρι του με το δικό μου, σχεδόν ηλεκτρίστηκα στην επαφή, όμως η αίσθηση πως του ανήκα με γέμισε μια ήρεμη νοσταλγία, ήταν μια αποκάλυψη και μαζί μια τεράστια ανακούφιση αυτό το συναίσθημα. Εκείνο το βράδυ δεν άφησε κανέναν να μπει στο δωμάτιο που είχαμε το φέρετρο, έμεινε μόνος μαζί της. Πού και πού άκουγα ένα πνιχτό αναφιλητό να έρχεται από μέσα, προσπάθησα να μπω κι εγώ αλλά ο μπαμπάς είχε κλειδώσει την πόρτα από μέσα. Είχα κάτσει στο πάτωμα με την πλάτη στο τοίχο, είχα μαζέψει τα πόδια μου στο στήθος, ήμουν αποφασισμένη να περιμένω μέχρι να βγει. Πέρασαν ώρες κι αυτός δεν έλεγε να ξεκλειδώσει, τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στα μάγουλά μου και μαζί ένοιωθα στεγνή και μέσα μου, ένα μυστήριο συναίσθημα λες και με κάποιο τρόπο όλα είχαν σβήσει, ήμουν άδεια, χωρίς κανένα συναίσθημα. Την επόμενη μέρα ξύπνησα όταν έβγαζαν το φέρετρο, με είχε σκεπάσει με το σακάκι του εκεί έξω από την πόρτα π’ αποκοιμήθηκα. Από τότε, δεν ξανά ήρθαμε κοντά ποτέ.

Μέσα μου θύμωνα με τα καμώματά μου, τι κάνω τώρα; Την πάω βόλτα στην βροχή; Σε λίγο θα της κάνω κι εξομολόγηση, ντροπής πράγματα, ήθελα μόνο να την πιέσω, να της δείξω πως είναι σε θέση ανάγκης, να την πατήσω, και τώρα βρίσκομαι δίπλα της κι οδηγώ με το χέρι της πάνω στο δικό μου, λες κι είμαστε έφηβοι…. Μα έμεινα να κοιτάζω μπροστά, προσηλωμένος στην οδήγηση, χωρίς να κουνήσω το σκεπασμένο μου χέρι.

«Και για μένα δύσκολο είναι, δεν το είχα φανταστεί έτσι»

«Το είχες φανταστεί δηλαδή…»

Έμεινα αμίλητη, το σώμα μου σφίχτηκε, τι να του πω;

«Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις κάπου;». Ούτε που με άκουσε, συνέχιζε να οδηγεί με το πρόσωπό του στραμμένο μπροστά. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει, λες και σκεφτόταν μεγαλόφωνα.

«Να ξέρεις, είμαι πολύ καλός όταν με αγαπάνε, όταν η αγάπη των γυναικών καλύπτει την αγάπη και για τους δυο μας. Όμως όταν αγαπάω εγώ, όλα γίνονται άσχημα. Δεν είμαι φτιαγμένος για να αγαπώ, δεν ξέρω τι να κάνω,έτσι περιμένω να μ’ αγαπήσουν. Μαζί σου την έχασα αυτή την προσμονή, ήθελα να νοιώσω ότι είσαι δίπλα μου, ήθελα να σε προστατεύσω, να σε κάνω να νοιώσεις ασφαλής και ήρεμη, να πιστέψεις ότι όλα θα πάνε καλά. Και τώρα, τώρα που άπλωσες το χέρι σου στο δικό, δεν ξέρω τι να την κάνω αυτή την ανάγκη μου, έχω μπερδευτεί…» Σταμάτησα να μιλάω, έκοψα σε ένα μικρό πάρκινγκ και σταμάτησα να οδηγώ. Έσβησα την μηχανή κι απόμεινα άδειος. Αισθάνθηκα το σώμα της να μετατοπίζεται. Το κεφάλι της ακούμπησε στον ώμο μου, άπλωσα το δεξί μου χέρι για να βολευτεί και σιγά σιγά το κορμί της βρήκε την θέση του πάνω μου.

Μείναμε έτσι να κοιτάμε την θολή βροχή πάνω στα τζάμια, ακίνητοι, λες όλη η ενέργεια που είχαμε αναλώσει στις κόντρες μας, να χάθηκε. Τι έμεινε αλήθεια;

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top