Fractal

Μικρό πεζό. “Σε πρώτο και σε τρίτο πρόσωπο”

Της Διώνης Δημητριάδου //

 

 

Φωτογραφία: Brassaï (Gyula Halász)

 

 

Έκλεισε το φως του γραφείου του και παραμέρισε τα χαρτιά του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα και έκλεισε τα μάτια του. Πολλές φορές ο ύπνος ερχόταν έτσι στα ξαφνικά δημιουργώντας ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα από την πραγματικότητα. Τόσο συνήθως κρατούσε αυτή η φυγή, ήταν όμως αρκετή για να τον ξεκουράσει, να του δώσει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να έχει ήσυχη τη συνείδησή του (έτσι δεν λένε γι’ αυτούς που κοιμούνται εύκολα;), ότι κυλάει η ζωή του ομαλά. Η όποια ζωή, τέλος πάντων.

Πώς ξυπνάς περνώντας μέσα από ένα λαβύρινθο από εικόνες που μπλέκονται με την αλήθεια και το όνειρο, και νιώθεις ότι ακόμα σε κρατά εκεί το υποσυνείδητο με την ισχυρή του ψευδαίσθηση. Κι ενώ η αίσθηση του χώρου γύρω σου σε ωθεί να αποδεχτείς την αλλαγή κατάστασης, κάτι ακόμη ισχυρότερο σε τραβάει πίσω στη λήθη. Πολύ απλά, δεν θέλεις να ξυπνήσεις.

Στην αρχή του φάνηκε σαν μια φωτίτσα τόση δα, για μια στιγμή, που δυνάμωνε και αδυνάτιζε κάθε τόσο. Την παρατηρούσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κάποιος στο απέναντι μπαλκόνι έκανε το ίδιο. Απολάμβανε το τσιγάρο στα σκοτεινά. Συνήθισαν τα μάτια του και έβλεπε καλύτερα. Το νεαρό κορίτσι απέναντι καθόταν στραμμένο στο μέρος του και μάλλον τον κοίταζε. Της χαμογέλασε αλλά αμέσως σκέφτηκε το μάταιο του πράγματος, αφού μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς αυτή τη λεπτή απόχρωση συναισθήματος. Γιατί, όμως, να χρειάζονται περισσότερα; Ήταν αρκετή αυτή η συγκυρία, αυτή η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της παρουσίας του άλλου, του ξένου αλλά του οικείου οπωσδήποτε. Ίσως κάποια κίνηση ή πολύ περισσότερο κάποια λόγια να τη χάλαγαν ανεπανόρθωτα. Αρκέστηκε να κοιτάζει, να φαντάζεται και να καπνίζει. Ναι! Αυτή η ζωή θα μπορούσε να είναι ακόμη ωραία. Δυνητική έγκλιση, τραγική στο νόημά της ιδιαίτερα αν τη συμπλήρωνες με την υπόθεσή της. Το αντίθετο του πραγματικού, η ακύρωση της πραγματικότητας. Ωραίο μεν αλλά δεν ισχύει!

Τα ίδια μέρη πονάνε πολύ, και δεν είναι πια δυνατό να με φέρουν πίσω με τα ίδια συναισθήματα. Στενεύουν, θαρρώ, τα περιθώρια και οι αντοχές με εγκαταλείπουν ολοένα και περισσότερο.

Μετρώ τις μέρες. Τις βρίσκω λίγες.

Σταματώ εδώ. Ξημερώνει. Αυτό το νέο φως δεν με αφορά.

Νυχτώθηκα πάλι μιλώντας (σε ποιον άραγε;) για πράγματα που ίσως φαίνονται ασύνδετα με πρώτη ματιά αλλά με ύστερη σκέψη δένουν όλα μεταξύ τους. Τουλάχιστον στη δική μου συνείδηση αποκτούν διάσταση λογική. Ιδίως μέσα σε στενά χρονικά όρια.

Σταματώ για τώρα εδώ.

Η Αθήνα στο φως του απομεσήμερου. Όταν την κοιτάς από κάπου ψηλά, έτσι όπως η ώχρα χρωματίζει τις πολυκατοικίες, τις πολυάνθρωπες γειτονιές της, τα κλειστά παράθυρα, τους κοιμισμένους ενοίκους πίσω απ’ αυτά, όλη αυτή η εικόνα είναι άλλο πράγμα. Δεν περιγράφεται. Ποτέ του δεν κοιμόταν το μεσημέρι, από παιδί. Κάτι σαν αρρώστια τον έπιανε, να μην μπορεί να ανεχτεί αυτή τη συνήθεια των περισσοτέρων να γέρνουν για καμιά ώρα το κεφάλι στο κρεβάτι. Αυτός ποτέ. Ήταν η καλύτερή του ώρα, αυτή που όλοι στο σπίτι ξεκουράζονταν,

κι έτσι αυτός, ελεύθερος από την παρουσία τους, μπορούσε να κάνει ό, τι ήθελε. Όχι σπουδαία πράγματα αλλά και μόνο η αίσθηση της απομόνωσης αυτή την ευλογημένη ώρα ήταν πάρα πολύ. Αν ήταν χειμώνας κι έκανε κρύο, δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι, ούτε καν στο μπαλκόνι. Αλλά τις καλές μέρες έβγαινε στο μπροστινό μπαλκόνι του σπιτιού (ήταν το πρώτο τους σπίτι στην Αθήνα) και έβλεπε μέχρι πέρα την Ακρόπολη. Παράξενο θα φαινόταν σε κάποιον σήμερα να μπορεί να δει τη σημαία της Ακρόπολης στο φως του μεσημεριού, από τον πρώτο όροφο πολυκατοικίας στην Κυψέλη. Τότε, όμως, ακόμη λίγα ψηλά σπίτια υπήρχαν στις γειτονιές της αγαπημένης πόλης, κι έτσι η σχετικά ψηλή, σε ύψωμα χτισμένη συνοικία, ήταν προνομιούχος. Του άρεσε από τότε να παρατηρεί από το παράθυρο της κουζίνας – άλλος αγαπημένος χώρος απομόνωσης τις ήσυχες ώρες – τη νωχελική κίνηση στα απέναντι σπίτια και στον δρόμο. Λες και όλα υπάκουαν στον άγραφο νόμο της σιωπής που υπαγόρευαν οι δείκτες του ρολογιού, σ’ αυτή τη συνωμοσία της μεσημεριάτικης γαλήνης. Ναι, οι ώρες αυτές ήταν αποκλειστικά δικές του και μπορούσε να τις διαθέσει, όπως αυτός ήθελε χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις και υποχρεωτικές συμβάσεις. Μεγαλώνοντας δεν απέβαλε τη συνήθεια αυτή, όσο βέβαια του επέτρεπαν οι αναγκαστικοί όροι της δουλειάς ή της συμβίωσης. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις στους άλλους την ιδιαιτερότητα αυτής της απομόνωσης στα μισά της ημέρας. Με κλειστά τα μάτια σκεφτόταν τώρα, μεσημέρι πάλι, πόσο δημιουργικές είχαν αποβεί γι’ αυτόν αυτές οι ώρες της ανάπαυσης… των άλλων! Η σκέψη του κάποτε θαρρείς και ζωντάνευε, το μυαλό του έπαιρνε στροφές, έψαχνε, έδινε απαντήσεις σε προβλήματα, ανασκεύαζε θεωρίες ή πάλι θυμόταν πρόσωπα και γεγονότα, αναπολούσε, συγχωρούσε μέσα του αυτούς που τον παίδεψαν ή τον πρόδωσαν και από την άλλη φούντωνε στον νου του κάποια νέα οργή και δρομολογούσε εξελίξεις στις σχέσεις του. Αυτά κάποτε. Τώρα το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν μια μαύρη εικόνα που του σκέπαζε κάθε τι το ζωντανό και ελπιδοφόρο για το αύριο. Η μαύρη εικόνα που είχε επισκιάσει ό,τι μέχρι τότε μπορούσε να ονομάσει ζωή, ελπίδα, προοπτική. Το αύριο απλώς δεν υπήρχε. Η Αθήνα εξακολουθούσε να κοιμάται κι αυτό το μεσημέρι, τα μισόκλειστα παράθυρα και πάλι απέπνεαν κάποια διάθεση γαλήνης, ησυχίας, οι δρόμοι ήταν, όπως κάθε μεσημέρι χρόνια τώρα, όλα τα χρόνια της ζωής του, ίδιοι μέσα στην ηρεμία της ανάπαυσης. Αυτόν, όμως, δεν τον αφορούσε αυτή η σιωπή. Είχε να εξοικειωθεί με τη δική του σιγή και παύση, το δικό του σκοτάδι.

Γυρνάω πίσω και θλίβομαι. Η μνήμη πονάει, όπου την κοιτάξεις. Ως εδώ. Μόνο που κάποια στιγμή νιώθεις να μην μπορείς να κλείσεις πια τις ρωγμές σου. Καρφώνεις πόρτες και παράθυρα, καταργείς τις μορφές μέσα σου. Μάταιο!

Όταν τα περιθώρια στενεύουν αφόρητα, όταν είσαι πια στο σημείο που όλα σου είναι αδιάφορα, κοινά και ίδια και κανείς δεν μπορεί πια να σου δείξει άλλο δρόμο από αυτόν που εσύ βλέπεις μπροστά σου, προσπελάσιμο μόνο από σένα, τότε γίνεσαι τιμητής εσύ σε κάθε τι δικό σου. Αυτό μπορώ ίσως να το κάνω. Ακόμη και ο πόνος, όμως, έχει τέρμα, απαιτεί ένα τέλος, έτσι σαν ανταμοιβή για όλο το βάρος, μια ανταπόδοση ηρεμίας σε ανεξάντλητο άλγος.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top