Fractal

Ραγίσματα των τοίχων και των ψυχών

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Μαρία Δριμή «Ρωγμή στον τοίχο», εκδ. Ιωλκός

 

Η νουβέλα της Μαρίας Δριμή «Ρωγμή στον τοίχο» (εκδ. Ιωλκός, 2022) είναι, παρά την εξ ορισμού μικρή της έκταση, ένα πολυεπίπεδο βιβλίο. Πρώτα απ’ όλα, στην πραγματικότητα είναι δύο βιβλία, αφού πρόκειται για ένα βιβλίο που εμπεριέχεται σε ένα άλλο (τεχνική του εγκιβωτισμού), στοιχείο που αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παιχνίδι, αλλά και εύρημα πλοκής.

Το εύρημα είναι ότι ένας γνωστός ηθοποιός, ο Μάρκος Σελαβής καταθέτει το χειρόγραφο μιας νουβέλας που συνέγραψε σε εκδοτικό οίκο και απορρίπτεται. Ενοχλημένος και με έντονη αίσθηση αδικίας επισκέπτεται τον εκδότη και απαιτεί να διαβαστεί το πόνημά του από τον ίδιον, επιμένοντας ότι πρόκειται για κάτι που αξίζει να φθάσει στο κοινό. Ο εκδότης υποκύπτει και ξεκινά το διάβασμα. Έτσι, περνάμε στο δεύτερο έργο, το εντός του άλλου, που στην πραγματικότητα είναι το κύριο, καθώς άλλωστε δίνει ουσιαστικά και τον τίτλο στο συνολικό έργο – είναι αυτό που πραγματεύεται τη ρωγμή στον τοίχο. Για την ακρίβεια, ο τίτλος του εσωτερικού έργου είναι «Ράγισμα στον τοίχο» και εναλλακτικά «Ρωγμή». «Ρωγμή» μάλιστα είναι η ονομασία του εκδοτικού οίκου, μια σύμπτωση (;) που σχολιάζεται εξαρχής με ενδιαφέρον από τον εκδότη. Και μοιάζει να είναι ακριβώς εκείνο το σημείο όπου αρχίζει η δική του ρωγμή, όπου κάτι σπάει μέσα του και υποχωρεί στην επίμονη παράκληση, σχεδόν επιταγή, να διαβάσει και ίσως να εκδώσει το βιβλίο. Κι είναι ίσως η πρώτη ρωγμή που συμβαίνει, γιατί θα υπάρξουν, βέβαια, κι άλλες -κυριολεκτικές και μεταφορικές.

Αυτό, λοιπόν, είναι το πλαίσιο. Εντός του διαδραματίζονται ενδιαφέρουσες ανθρώπινες ιστορίες. Στο επίπεδο της εξωτερικής ιστορίας, ο βασικός ήρωας είναι ο εκδότης, που παραμένει ανώνυμος, ενώ στο επίπεδο της εσωτερικής ιστορίας, που είναι και η πιο ολοκληρωμένη, κεντρικός χαρακτήρας είναι ο νεαρός Μάρκος Σελαβής, ως φοιτητής ιατρικής, που πέτυχε αυτόν τον δύσκολο στόχο, παρά την αμφισβήτηση του πατέρα του.

Μια ρωγμή στον τοίχο του σπιτιού του, που ολοένα μεγαλώνει, τον υποχρεώνει να έρθει σε επαφή με το ζευγάρι που κατοικεί στο διαμέρισμα της διπλανής πολυκατοικίας, με το οποίο τους χωρίζει (ή μήπως τους ενώνει;) ένας κοινός τοίχος.

Η επαφή με την οικογένεια, που ξεκίνησε με δυσκολία, με δισταγμό, με ενόχληση αποδεικνύεται καταλυτική για τον ίδιον και την πορεία του, αλλά και αποκαλυπτική για τα ανθρώπινα. Ερχόμαστε σε επαφή με τον νεαρό ήρωα, τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα όνειρά του, τα αδιέξοδά του, τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, προπάντων την κοπέλα του και συμφοιτήτριά του, Άννα, και έμμεσα με την αδερφή του, Στέλλα, και τους γονείς του, οι οποίοι έχουν προώρως χαθεί, κυρίως τον πατέρα του, αρχικά ως πορτρέτο με ειρωνικό χαμόγελο σε ένα κάδρο πάνω στο ράγισμα του τοίχου και μ’ αυτή την έννοια μια παρουσία διαρκή στη ζωή του. Ο ίδιος ο Μάρκος, ενώ αρχικά μοιάζει να ξέρει τι θέλει, εντέλει δεν είναι κατασταλαγμένος, είναι μάλλον χαμένος και μπερδεμένος και βρίσκει το δρόμο του μέσα από την επαφή με την Άννα, που είναι εμφανώς ωριμότερη, ξεκαθαρισμένη και σταθερά βοηθητική, και με τη γειτονική οικογένεια.

Παράλληλα, λοιπόν, γνωρίζουμε και τη διπλανή οικογένεια: καλοβαλμένοι μεσήλικες, ευγενείς και πονεμένοι, που δίνουν μαθήματα ζωής. Ο 60άρης οικονομολόγος, απόστρατος της Αεροπορίας, Ευριπίδης, και η 50άρα φιλόλογος Έλενα παίζουν θεατρικούς διαλόγους από το παγκόσμιο ρεπερτόριο για την κόρη τους. Ερχόμαστε σε επαφή με μια παράξενη αρρώστια και κυρίως με την πάναγνη αγάπη προς την κόρη τους, την Αγνή, με το άνοιγμα και την απεραντοσύνη της καρδιάς, με το πόσο γεμίζεις και πόσο παίρνεις όταν δίνεις. Συγκλονιζόμαστε, εντέλει, από τα συθέμελα τραντάγματα, που μπορεί να προκαλέσει μία ρωγμή στον τοίχο.

Αυτή, λοιπόν, η (αθέλητη αρχικά, σχεδόν εξαναγκασμένη) επαφή με το ζευγάρι αφενός οδηγεί τον Μάρκο στην αλλαγή της αρχικής εντύπωσης που είχε γι’ αυτούς (στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό σχετικά με το κατά πόσο γνωρίζουμε τους διπλανούς μας), αφετέρου -και κυρίως- κινητοποιεί τις θετικές (θαμμένες μέχρι τότε) πλευρές του, τον ωθεί στη βίωση και την εκδήλωση του έρωτα και της αγάπης προς την Άννα, στην ανακάλυψη του θεάτρου, στην αποκάλυψη των πραγματικών επιθυμιών του, του εσώτερου εαυτού και της ευαισθησίας του. Μ’ αυτή την έννοια, υφίσταται μια εσωτερική και καθοριστική ρωγμή.

Την ίδια ώρα, γνωρίζουμε στην εξωτερική ιστορία τον πετυχημένο εκδότη ως αρχικά αποτυχημένο συγγραφέα, αλλά και οικογενειάρχη, ως προβληματικό πατέρα, του οποίου η σχέση με το γιο, αναγνωρισμένο –αντίθετα με τον ίδιον– συγγραφέα, έχει υποβληθεί σε δοκιμασία και έχει υποστεί μια μεγάλη ρωγμή. Η σχέση πατέρα – γιου και στις δυο παράλληλες ιστορίες είναι κομβική και καθορίζει την ψυχολογία των ηρώων, καθώς μάλιστα παρακολουθούμε τη μία από την πλευρά του γιου και την άλλη από την πλευρά του πατέρα, μολονότι αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο στην εσωτερική ιστορία, όπου η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (αφηγητής είναι ο Μάρκος), ενώ στην εξωτερική ιστορία είναι τριτοπρόσωπη, με εστίαση ωστόσο στον εκδότη – πατέρα, του οποίου γνωρίζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Ο ετεροδιηγητικός, δηλαδή, αφηγητής λειτουργεί από την οπτική του γωνία, δεν είναι παντογνώστης με την απόλυτη έννοια. Η σχέση τόσο του Μάρκου Σελαβή με τον πατέρα του όσο και του εκδότη με τον γιο του είναι, λοιπόν, προβληματικές και γεμάτες ρωγμές. Το ενδιαφέρον είναι ότι, μολονότι στη μία περίπτωση προσεγγίζουμε τον πατέρα μέσω του γιου και στην άλλη τον γιο μέσω του πατέρα, εντούτοις και στις δυο φαίνεται πως η ευθύνη ανήκει στους πατεράδες, που είτε από φόβο είτε από υποτίμηση υπέσκαψαν τη ζωή των παιδιών τους. Και οι δυο είναι απόντες από τη ζωή τους -ο ένας έχει πεθάνει, ο άλλος έχει αποκοπεί. Την ίδια ώρα, υπάρχει και η έννοια της παρουσίας, αφού στη μια ιστορία το πορτρέτο του πατέρα είναι διαρκώς παρόν, εμβληματικό, καθοριστικό -όχι τυχαία, είναι πίσω από αυτό που ξεκινάει η ρωγμή, ενώ στην άλλη η συγγραφική επιτυχία του γιου είναι μια διαρκής υπενθύμιση παρουσίας για τον πατέρα εκδότη. Γιατί η ρήξη μεταξύ τους προέκυψε όταν εκείνος απέρριψε την πρώτη συγγραφική προσπάθεια του γιου του, θεωρώντας ότι τον κατηγορεί εντός του έργου του. Το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο της στάσης του, αναδεικνύεται έντεχνα από τη Μαρία Δριμή, καθώς μάλιστα ο γιος του πέτυχε στο συγγραφικό πεδίο, παρά την πατρική απόρριψη, και στο οποίο είχε αποτύχει ο ίδιος. Η νουβέλα που διαβάζει τον καταδιώκει, όπως μ’ έναν τρόπο και οι συγγραφείς που είχε απορρίψει, σα να διαβάζει την ιστορία του από την πλευρά του γιου του. Ίσως και το πορτρέτο του πατέρα του Μάρκου στον τοίχο του καθιστικού παίρνει συχνά τη μορφή του. (Βέβαια, στη νουβέλα υπάρχει κι ένας ακόμα πατέρας, ο Ευριπίδης, πολύ διαφορετικός, ακριβώς στον αντίποδα.)

Το βιβλίο της Μαρίας Δριμή διαβάζεται απνευστί, όχι γιατί είναι σύντομο (μόλις υπερβαίνει τις 100 σελίδες), αλλά επειδή είναι εξαιρετικά καλογραμμένο τόσο από άποψη γλώσσας και έκφρασης, όσο και από άποψη δομής και αφηγηματικότητας. Η γλώσσα απλή, με ελάχιστες λόγιες παρεκκλίσεις, συμβάλλει στην πειστικότητα και την αληθοφάνεια. Οι διάλογοι ευκίνητοι και φυσικοί. Η ένωση των δύο ιστοριών μέσω του ενός κοινού ήρωα, η παράλληλη ανάπτυξή τους, αφού η ανάγνωση της νουβέλας διακόπτεται από τις σκέψεις που προκαλεί στον εκδότη σε ζητήματα που τον απασχολούν, η σταδιακή αποκάλυψη των πραγμάτων, η συχνή ανατροπή των δεδομένων, είναι στοιχεία που προσδίδουν στη δραματουργία, εξάπτουν την αγωνία του αναγνώστη και δημιουργούν αναμονές και προσδοκίες. Υπάρχει πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή, αλλά και μυστήριο και σασπένς. Ήδη το εύρημα της αρχής προσδίδει ξεχωριστό ενδιαφέρον στην ιστορία, δημιουργεί συνθήκες αγωνίας, που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη και τον κρατούν δέσμιο μέχρι το τέλος. Από τα σημαντικά πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι η αφηγηματική του δύναμη. Η Μαρία Δριμή επιφυλάσσει στον αναγνώστη της (αλλά και στον αφηγητή της) διαρκείς εκπλήξεις και ανατροπές. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ανοιχτό τέλος στην ιστορία του εκδότη, αλλά και το γεγονός ότι όλο το βιβλίο διαπερνάται από εύστοχα σύμβολα.

Επίσης, η εμβάθυνση στην ψυχολογία των ηρώων, στις διαφορετικές ψυχικές διαδρομές, στα δύσβατα ψυχικά φορτία τους είναι υποδειγματική. Πρόκειται για καταβύθιση στην ύπαρξη. Η ψυχαναλυτική προοπτική είναι παρούσα, όπως ήδη εντοπίσαμε, με αναφορές στα παιδικά χρόνια, στο παρελθόν και στις βαθιές πληγές των πρωταγωνιστών.

 

Μαρία Δριμή

 

Το βιβλίο προσφέρει πλούσια αναγνωστική απόλαυση, κυρίως, όμως, με τη διεισδυτικότητά του και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα του, αγγίζει τον αναγνώστη, του χαρίζει υψηλή συγκίνηση και ίσως τον ραγίζει. Πιθανότατα διανοίγει τις δικές του ρωγμές, αφού τα θέματα που διατρέχουν τη νουβέλα είναι καθολικά και καθημερινά: η ανακάλυψη του εαυτού, η σχέση γονέων – παιδιών, οι σχέσεις με τον περίγυρο, στενό ή ευρύτερο, το φαίνεσθαι (ή μάλλον το «ακούεσθαι») και το είναι,  το σκοτεινό ή φωτεινό βάθος και το μυστήριο των ανθρώπινων σχέσεων, κεντρικό ούτως ή άλλως στο βιβλίο – περί αυτού πρόκειται. Και βέβαια, η ευεργετική και μεταδοτική δύναμη της αγάπης, αλλά και αυτή του θεάτρου. Η αγάπη για το θέατρο διαπερνά το βιβλίο, υπογραμμίζεται έντεχνα ο ρόλος του, η επίδρασή του στην ίδια τη ζωή, η ώθηση για πνευματική αναζήτηση.

Πολύ σημαντικό θέμα, ωστόσο, μέσω της εξωτερικής ιστορίας του εκδότη, είναι και η ίδια η έννοια της συγγραφής, ο πόνος της συγγραφής και της διαδρομής προς την έκδοση. Η απόρριψη, η αποδοχή, η διεκδίκηση, η αβέβαιη έκβαση, η διερώτηση για το ποιος απορρίπτει, ποιος εγκρίνει, με ποια κριτήρια, η έμμεση ειρωνεία, η εκ των πραγμάτων αυταναφορά. Οι ανάλογες σκέψεις του εκδότη συχνά παίρνουν τη μορφή δοκιμίου επί διαφόρων πτυχών του θέματος.

Και, αλήθεια, γιατί απορρίφθηκε η νουβέλα του Σελαβή, που ήταν και πολύ αξιόλογη, αλλά και γραμμένη από έναν διάσημο και αγαπητό ηθοποιό και μάλιστα για τον εαυτό του και την απαρχή της καριέρας του, δηλαδή άκρως ελκυστική για το κοινό; Πόσα άραγε καλά λογοτεχνικά έργα δεν εκδόθηκαν ποτέ, δεν έφθασαν ως εμάς;

Θίγεται επίσης και η επίδραση της λογοτεχνίας στη ζωή, όπως αναφαίνεται σε πολλαπλά επίπεδα στην ιστορία του εκδότη, αφού, όπως είπαμε, η σχέση του με τον γιο του διαταράχτηκε μετά την ανάγνωση του λογοτεχνικού του έργου. Η απόρριψή του συνέβη με εξωλογοτεχνικά κριτήρια, με ιδιοτελή κίνητρα. Η -τρόπον τινά- τιμωρία του έρχεται εντέλει μέσα από την πραγματική ζωή -η επιτυχία του γιου (αλλά και τη λογοτεχνία). Εξάλλου, και η ίδια η ανάγνωση της νουβέλας του Σελαβή τον συγκλονίζει/ταράσσει μ’ έναν άλλο τρόπο. Γιατί η ένωση των δύο ιστοριών δεν συμβαίνει μόνο μέσω της διαδικασίας κρίσης του βιβλίου, αλλά κυρίως μέσω του περιεχομένου του βιβλίου, που ξυπνά στον εκδότη τους φόβους του, τις ενοχές και τις ανασφάλειές του, την ένταση της σχέσης του με τον γιο του. Από την άλλη, είναι η λογοτεχνία ή μήπως η ίδια η ζωή του την οποίαν αναγνωρίζει μέσα στο λογοτεχνικό έργο; Όπως σοφά γράφει η Μαρία Δριμή, η λογοτεχνία αποτελείται από τα ίδια συστατικά με τη ζωή, ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του – αυτό άλλωστε συμβαίνει και με το παρόν βιβλίο κατά μία έννοια. Η σχέση λογοτεχνίας – ζωής είναι διαρκώς επανερχόμενο και εντέλει κεντρικό θέμα στο έργο. Αφού μάλιστα κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση του Μάρκου Σελαβή (επίδραση θεάτρου). Ο εκδότης, πάντως, ραγίζει από το «Ράγισμα» του Σελαβή ή και από την ίδια τη «Ρωγμή», τις εκδόσεις του, όταν απέρριπτε το χειρόγραφο του γιου του. Ο μοναχικός 65χρονος εκδότης, με τις 3000 άδειες Κυριακές, όπως χαρακτηριστικά λέει η Δριμή, βυθίζεται. Μένει με μόνη συντροφιά τους ήρωες των βιβλίων. Γενικότερα, οι ήρωες των έργων (λογοτεχνικών, θεατρικών) συνοδεύουν τους πρωταγωνιστές. Μερικές φορές γίνονται πιο πραγματικοί από τη ζωή. Κι ακόμα έρχεται το ερώτημα: Ποια είναι η λογοτεχνική αλήθεια; Ποια η αλήθεια της ζωής και η μεταξύ τους σχέση; Μήπως είναι κι αυτή μια μεσοτοιχία με ρωγμή, που ανοίγει και κλείνει, που επιτρέπει τη θέαση ή τη φαντασία, που ωθεί στην αναζήτηση;

Ισχυρή και η διακειμενικότητα στο έργο της Μαρίας Δριμή -τα διαβάσματα και τα αγαπημένα κείμενα της συγγραφέως φιλοξενούνται, οργανικά ενταγμένα, στο βιβλίο (Σαίξπηρ, Τολστόι, Τζόις, Γκαίτε, Γουλφ, Δενδρινός κ.ά.).

Ταυτόχρονα, πρόκειται για ένα έργο απολύτως σύγχρονο, αφού ως προς τον αφηγηματικό χρόνο του εσωτερικού έργου τοποθετείται στην Αθήνα της πανδημίας και της πρώτης καραντίνας, που απομόνωσε τους ανθρώπους, τους υποχρέωσε σε ενδοσκόπηση και αναζητήσεις και έφερε ανατροπές, καλοδεχούμενες και μη. Η καραντίνα αποδεικνύεται και ευεργετική (στον αναπροσανατολισμό, στις σχέσεις, στην ανακάλυψη του εαυτού), όπως προφανώς υπήρξε και για την ίδια τη συγγραφέα, που την αξιοποίησε στην παρούσα νουβέλα.

Από την άλλη, ο αφηγηματικός χρόνος της εξωτερικής ιστορίας, του εκδότη, είναι μελλοντικός, αφού όταν συναντάμε τον ήρωα στο γραφείο του είναι ήδη δημοφιλής ηθοποιός, με οικογένεια, κλπ., τοποθετείται δηλαδή αρκετά χρόνια μετά την καραντίνα.

Η νουβέλα είναι κατά βάση ρεαλιστική, ορθολογιστική, ακουμπά γερά στην πραγματικότητα, εδράζεται σε καθημερινές εμπειρίες, σε κοινές σκέψεις και βιώματα, σε αληθοφανείς χαρακτήρες. Μέσα της μπορούμε να αναγνωρίσουμε πτυχές και εμπειρίες του εαυτού μας ή δικών μας ανθρώπων. Ωστόσο, την ίδια ώρα, τέμνεται αιρετικά από στοιχεία μη ρεαλιστικά, υπερβατικά, μυστηριακά, φανταστικά, σχεδόν μεταφυσικά, που της προσδίδουν ένα μυστικιστικό άρωμα και την ανυψώνουν κάποια εκατοστά από το έδαφος (ίσως μια υπενθύμιση της παρουσίας του παραλόγου στην καθημερινή ζωή).

Εντέλει, το βιβλίο της Μαρίας Δριμή, πέρα από τους ορίζοντες του προβληματισμού, το εύρος της θεματικής, τις διαστάσεις της αφήγησης, τη σοφία της πλοκής, είναι πάνω απ’ όλα ένα θετικό και αισιόδοξο βιβλίο. Ιδίως η εσωτερική νουβέλα μιλά για ωραίους ανθρώπους και αφήνει μια γλυκιά επίγευση πίστης στην ανθρωπότητα.

Ως «πριν και μετά τη ρωγμή» αυτό-προσδιορίζεται η ζωή του Μάρκου. Θεωρώ βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τη ζωή της Μαρίας Δριμή: «πριν και μετά τη Ρωγμή».

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top