Fractal

«Καμιά ζωή δεν είναι εύκολη, καμιά νίκη μόνιμη, καμιά ήττα οριστική […] όλα στο τέλος γίνονται σιωπή-».

Γράφει η Λαμπρινή Σιγιάννη // *

 

Θάνος Κάππας «Πώς πάνε τα πράγματα», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2020

 

Ο Θάνος Κάππας, γνωστός από την ευρηματική συλλογή μικροαφηγήσεων Πικρούτσικα πικρούτσικα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015) επανέρχεται στο προσκήνιο με τη νέα συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Πώς πάνε τα πράγματα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2η έκδοση, 2021). Ο Κάππας, ως στυλίστας της σύντομης φόρμας, στα διηγήματά του συμπυκνώνει τις αδιόρατες και εσαεί χαίνουσες ρωγμές της πάσχουσας μνήμης που λειτουργούν ανασταλτικά για την ανθρώπινη ευδαιμονία. Όπως μας λέει εναρκτήρια η αφηγήτρια στο ομότιτλο διήγημα: «Καθένας έχει τη δική του ιστορία διάψευσης να αφηγηθεί». Η διάψευση και η ματαίωση που μας αφηγούνται οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές του βιβλίου εκπορεύονται από έναν φαινομενικά ανέφελο και τυπικό έγγαμο βίο, ενώ η διάχυτη αίσθηση του ανικανοποίητου επέρχεται κυρίως λόγω του ψυχικού φορτίου που ο καθένας από αυτούς επωμίζεται ως απόρροια τραυματικών εμπειριών των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Έτσι, το τραύμα της μοναξιάς που η πρώτη αφηγήτρια κομίζει λόγω της εγκατάλειψης της οικογενειακής εστίας από τον πατέρα της και της δυσλειτουργικής σχέσης με την επί της ουσίας απούσα μητέρα της τη σημαδεύει δια βίου: «Στα χρόνια του σχολείου συνήθιζα να ακούω τη φωνή μου να αντηχεί σαν σε άδειο δωμάτιο», αναλογίζεται χρόνια μετά ως ενήλικη. Αντίστοιχα, «Το παιδί που στέκεται εκεί» είναι πλέον ένας μεγάλος άβουλος άνδρας, ο οποίος ως δέσμιος της δυσανεξίας του παρελθόντος και ανίκανος να αναλάβει πρωτοβουλίες, αδυνατεί να αναπληρώσει το κενό της επίσης ταλανισμένης γυναίκας του από τους καριερίστες γονείς της.

Σε όλη τη συλλογή, έρχονται στην επιφάνεια οι εύθραυστες ισορροπίες της οικογενειακής ζωής, όπως για παράδειγμα στη «Λένικα», όπου καταληκτήρια υποβάλλεται  η χωλότητα μίας έωλης συζυγικής συμβίωσης. Γενικότερα, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας φαίνεται να υποσκάπτει τη συζυγική ζωή των προσώπων. Στο διήγημα «Η δική μου μέρα», διαβάζουμε αντιστικτικά και εν είδει απολογισμού ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ανακούφιση από το να νιώθεις πως σε καταλαβαίνει κάποιος σε αυτή τη ζωή». Στην προσπάθεια διαφυγής από το άχθος μίας συμβατικής καθημερινότητας, τα πρόσωπα αναπολούν στιγμιότυπα- αναλαμπές της πηγαίας ζωντάνιας τής νιότης. Η ελεγεία της νοσταλγίας είναι ίσως το μοναδικό αντίβαρο στο τέλμα που βιώνουν. Γι’ αυτό, στο εναρκτήριο διήγημα, διαβάζουμε ότι η αφηγήτρια αναζητά στο πρόσωπο του νεότερου άνδρα που τη διεκδικεί τα πρωταρχικά και «πυρετικά συναισθήματα» της νεότητας και τη χαμένη ερωτική της αίγλη. Το αν τελικά το καταφέρνει παραμένει τεχνηέντως ανοιχτό.  Αντίστοιχα, στο διήγημα «Ο μεγάλος ουρανός», ο εξουθενωμένος ψυχικά αφηγητής, σε παραθαλάσσια εξόρμηση για το οικογενειακό τραπέζι τρέφει νοερά την ψευδαίσθηση απόδρασης μέσω μίας φευγαλέας φαντασιακής συνάντησης τον εφηβικό του έρωτα. Η ψυχική παλίρροια των αφηγητών σφραγίζεται από την πλημμυρίδα της θέλησης για ζωή και την άμπωτη του μελανού παρελθόντος από το οποίο δονείται εξακολουθητικά το παρόν.

 

Θάνος Κάππας

 

Για τους ήρωες του Κάππα, όπως και στην προηγούμενη συλλογή, η εκπλήρωση των μύχιων επιθυμιών και η διονυσιακή ζωντάνια των αισθήσεων καθίστανται εφικτές εκτός του λιμνάζοντος παρόντος, σε μία στιγμή απόλυτης έκστασης και συνήθως εντός ενός περίλαμπρου νησιωτικού σκηνικού μεσούντος του θέρους, όπως στο «Οριγκάμι»: «Βγήκαμε και αφήσαμε τα πράγματα στη μέση, βγάλαμε τα βρεγμένα μας ρούχα και μείναμε κάτω από τον ήλιο γυμνοί, ολομόναχοι, σε μια παραλία εκτυφλωτική, πυρακτωμένη (..) να κοιτάζουμε υπνωτισμένοι τη θάλασσα του μεσημεριού και τον διαρκή, αδιάκοπο σπινθηρισμό της». Με αφορμή το διήγημα αυτό, αξίζει να επισημάνουμε τους γενικότερα ευφάνταστους τίτλους των αφηγήσεων του Κάππα όπως και το γεγονός ότι ο συγγραφέας μπολιάζει πάγια τα κείμενά του με ευρηματικές αναφορές σε στίχους τραγουδιών και σε άλλα λογοτεχνήματα οι οποίες αναφέρονται στις «Σημειώσεις» και συμβάλλουν στην όλη λυρική ατμόσφαιρα των κειμένων.

Τέλος, «Τα δώρα των ανθρώπων» είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο και το πλέον πολυπρόσωπο διήγημα της συλλογής. Μία φιλόλογος, με έντονη ενασχόληση με το θέατρο, επισκέπτεται την Επίδαυρο προκειμένου να παρακολουθήσει την τραγωδία Ηλέκτρα. Ο κλειστός χαρακτήρας της φωτίζεται περισσότερο μέσα από την αντίθεση των χαρακτήρων των γυναικείων προσώπων που συναντά εκεί: Τη γυναίκα που την υποδέχεται στο κατάλυμα και μία παλιά της μαθήτρια, η οποία παραθερίζει με τη φίλη της στο κάμπινγκ, με την οποία διαβάζουν από κοινού βιβλία όπως ο Αντι-οιδίποδας των Ντελέζ- Γκουαταρί. Η ερωτική τόλμη που μαθαίνουμε ότι είχε επιδείξει στα νιάτα της η οικοδέσποινα και η πηγαία αισθαντικότητα των δύο εμφανώς απενεχοποιημένων ερωτικά  νεανίδων αντιδιαστέλλονται στην έλλειψη ζωτικότητας και τη συστολή της αφηγήτριας που πηγάζουν από ένα μάλλον αποστειρωμένο οικογενειακό περιβάλλον. Η ενασχόληση με το θέατρο και τη συγγραφή αποτέλεσαν το δημιουργικό της αντιστάθμισμα στη μοναχικότητα και την ενδοστρέφεια της ζωής της. Η τυχαία, αμέριμνη και ολιγοήμερη συναναστροφή της με τα κορίτσια τής προσφέρει μία προσωρινή «έξαρση ενεργητικότητας»: «παραδόθηκ[ε] σ’ ένα κύμα κατανόησης για όλους και όλα, ένα είδος γαλήνης που ήρθε απρόσκλητο και έμοιαζε με ελευθερία». Με το κοινό κολύμπι τους στην παραλία, ξαναβιώνει φευγαλέα τη μεθυστική αίγλη της νιότης που μοιάζει με χυμώδη «ροδάκινα (..), σαν μπαλάκια του τένις, μια εικόνα νεότητας και ομορφιάς απόλυτης, καθηλωτικής». Για εκείνη που αφιερώθηκε στο θέατρο – όπως άλλωστε και για κάθε καλλιτέχνη- το φάντασμα του ανεκπλήρωτου και του μη βιωμένου μετουσιώνονται στην πράξη της τέχνης η οποία προσφέρεται σε όλους εμάς τους αποδέκτες των έργων λειτουργώντας λυτρωτικά για τις δικές μας σκιές. Στο προσχέδιο θεατρικού μονολόγου τον οποίο μαγνητοσκοπεί, υφαίνει παραμυθητικά την τέχνη της, κοινωνώντας καθαρτήρια το απόσταγμα της σοφίας της : «Καμιά ζωή δεν είναι εύκολη, καμιά νίκη μόνιμη, καμιά ήττα οριστική. Και τα φιλιά που δώσαμε και τα σώματα που κρατήσαμε στην αγκαλιά μας, κι όσα δεν καταφέραμε να αγγίξουμε και αυτά που μας αρνήθηκαν τη ζεστασιά τους, κι όλες οι φωνές που πνίγηκαν μέσα μας κι όσες μπορέσαμε να εκφράσουμε, όλα στο τέλος γίνονται σιωπή-».

 

 

* Η Λαμπρινή Σιγιάννη γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Είναι φιλόλογος, αριστούχος απόφοιτη του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ρητορικής από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Επιστημονικές της μελέτες είναι δημοσιευμένες σε φιλολογικά περιοδικά και σε Πρακτικά Συνεδρίων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top