Fractal

«Και μιλώ όπως γνωρίζω να σιωπώ»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Πιερ Μαρσέλ Μονμορύ / Pierre Marcel Montmory, “Επιλεγμένα ποιήματα”, δίγλωσση έκδοση (γαλλικά-ελληνικά), μετάφραση: Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου / Melita Toka – Karachaliou, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 114.

 

Μεταφραστικός άθλος, αν σκεφτείς την πληθώρα των ομοιοκαταληξιών (μέχρι και τετραπλή), παρηχήσεων, συνηχήσεων, ανατροπών και διευκρινίσεων. Η παραδοσιακή γραφή σαν αντίδοτο στη μελαγχολία της μετανεωτερικής εκχυλίσεως του μοντερνισμού. Ο ποιητής Πιερ Μαρσέλ Μονμορύ είναι τεχνίτης. Γεννημένος το 1954 στο Παρίσι, ζει στο Μόντρεαλ από το 1994 και διδάσκει δραματική τέχνη.

Η μεταφράστρια αφ’ ετέρου, δεινή λογοτέχνις και βραβευμένη εργάτρια-μέλισσα της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας, πτυχιούχος Γαλλικής Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, αξίζει να τιμηθεί με το ανώτατο κρατικό βραβείο μετάφρασης για το πόνημά της αυτό. Αξιοσημείωτο επίτευγμα, γιατί διατηρεί την απλότητα χωρίς να προδίδει το νόημα αλλά και τις απρόβλεπτες εικονοπλασίες.

Αντιπαρέβαλα ενδελεχώς πρωτότυπο-μετάφρασμα των 26 αυτών ποιημάτων, που μόνον ένα είναι αφηγηματικό (“La pierre sans nom / Η πέτρα χωρίς όνομα”).

Τα άλλα ερωτοτροπούν ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στην παραδοσιακή ποίηση.

Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου που επέλεξε, μετέφρασε και προλογίζει τα ποιήματα σε αυτή την πάνσωστη καλόγουστη έκδοση, αποδίδει ορθώς “δηκτικότητα” στον άγνωστο σε αυτήν ποιητή (σελ. 9). Όμως εγώ θα προσέθετα πως πρόκειται για την αγνή, τίμια, ουμανιστική θωπεία, που ενίοτε μοιάζει και με ειρωνεία, είναι όμως πάντοτε καλοκάγαθη.

“Οι άνθρωποι πεινούν”, “Τα πουλιά είχαν φτερά”, “Φτωχή η Ποίηση”, “Η Ποίηση χωρίς όπλο”, “Ο ποιητής είναι ένας γίγαντας”, “Η θάλασσα αποτραβήχτηκε”, “Ω! Η νύχτα έπεσε πάνω στην Αθήνα”, “Οι ερωτευμένοι”, “Η πέτρα χωρίς όνομα”… είναι μερικοί χαρακτηριστικοί τίτλοι μιας γραφής τόσο τολμηρής που αμφισβητεί και παραβλέπει ακόμα και τον κίνδυνο να θεωρηθεί απλοϊκή.

Όμως η απλότητα εδώ είναι το βασικό, το κύριο όπλο του λογοτέχνη, που δεν διστάζει να καταφύγει σε παιδιάστικες επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων, ηδονικές παρηχήσεις και γιορταστικές συνηχήσεις προκειμένου να ντύσει τα μεγάλα του νοήματα με ρούχα ζητιάνου αρχαίας τραγωδίας.

Η μοντερνιστική θολότητα εν τούτοις καθιστά μερικές φράσεις του αμετάφραστες κι εδώ έρχεται η προσεκτική φιλόλογος και μελετήτρια να διατυπώσει το αμφιλεγόμενο νόημα με τη μέγιστη δυνατή επιστημονικότητα, όχι όμως και ακαδημαϊκότητα. Μετάφραση “λειτουργική” με μεγάλη έγνοια όμως για την πιστότητα της μεταφοράς του τεχνουργήματος σε έναν άλλον γλωσσικό κώδικα με διαφορετική ρυθμολογία.

Λέξεις σαν γνωμικά, σαν διαφημίσεις σοφίας άρρητης, χαμένης μέσα στο Χρόνο και για αυτό εξεζητημένης στην δωρική της απλότητα (π.χ. “Η πείνα δεν έχει παρά μόνο μαχαίρια”).

Δημοτική η ιδιόλεκτος στη γλώσσα στόχος: π.χ. ο σπορέας-σπορεύς (le semeur) γίνεται “σποριάς” (σελ. 42 και αλλού).

Το κενό, το πρωταρχικό Τίποτα (le néant) μεταφράζεται σαν “χάος”, που όσο κι αν δεν απέχει πολύ, μεταδίδει ωστόσο πλέρια το κοινωνούμενο μήνυμα (σελ. 56).

Αντιθέσεις, όπως ο “ευήμερος ζητιάνος” της σελίδας 67, που θα μπορούσε να είναι και “εύπορος ζητιάνος”, όμως θα απείχε σημαντικά από το πρωτότυπο.

Θεματολογία απλή, ουμανιστική και παγκόσμια: αυτά τα ποιήματα είναι ύμνος στη Φύση, στη Γη, στον Έρωτα, στο Καλό κ’ Αγαθό, στον Άνθρωπο, στην Ελευθερία, στην καθαρότητα της έκφρασης, στην απλότητα με την οποία διαλαμβάνονται τα μεγάλα νοήματα και μετατρέπονται σε υφαντό σχεδόν λαϊκό.

Υποκοριστικά τρυφερά, όπως ο “μοναχούλης/seulette” (σσ. 70-71) δείχνουν την εγγενή, ενδιάθετη και έμφυτη συμπάθεια του ποιητή για τον κακόμοιρο ανθρωπάκο που ταλανίζεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της Ιστορίας και τα υπαρξιακά, ατομικά του αδιέξοδα.

Ποίηση παραδοσιακή, αν όχι και αδόμενη, με ενδιάθετη-ευδιάθετη μελωδία.

Η ομοιοκαταληξία ως αντίθεση στην επαπειλούμενη απλοϊκότητα. Ποτέ ως ευκολία.

Αυθόρμητος παιδισμός, τεχνηέντως πεπαλαιωμένος στα δρύινα βαρέλια της ψυχής.

Κρυμμένες εικόνες μέσα σε υπερρεαλιστικούς “παρά-λογισμούς” συμβάλλουν τα μάλα στην παραγωγή ενός ιδιότυπου “μαγικού ρεαλισμού” που μοιάζει σχεδόν νεορεαλισμός, αν όχι και νατουραλισμός (αν θέλουμε να μιλήσουμε με – και να καταφύγουμε σε – σχήματα).

Το ποίημα “Vade Mecum” είναι σχεδόν λετριστικό και θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται ακόμα και σε αναγνωστικό Δημοτικού Σχολείου.

Η χρήση του θαυμαστικού δεν είναι απαγορευμένη, όπως στους σοβαροφανείς ακαδημαϊκίζοντες δοκιμιογραφούντες, που νομίζουν ότι γράφουν ποίηση, ενώ απλώς ανακατεύουν με την λαβίδα τα συκώτια του Προμηθέα Δεσμώτη.

Διαλέγω να κλείσω με την αρχή και το τέλος του τελευταίου ποιήματος αυτής της αλυσιτελούς συλλογής “Je parle / Μιλώ”:

 

Je parle comme on fait le pain […]

L toile sur le cadre

S’ennuie de l’ennui

A feindre des pinceaux […]

Le silence parle tout seul

Et je parle comme je sais me taire

Comme la foudre éclaire

La terre et ne dit rien

Je parle comme un cheval au trot”.

 

Και η μετάφραση:

Μιλώ όπως κάνουν το ψωμί […]

Το έργο ζωγραφικής επάνω στο κάδρο

Ενοχλείται από την ανία

Να προσποιείται τα πινέλα […]

Η σιωπή μιλά ολομόναχη

Και μιλώ όπως γνωρίζω να σιωπώ

Όπως τ’ αστροπελέκι φωτίζει

Τη γη και δεν λέει τίποτα

Μιλώ όπως ένα άλογο καλπάζει.

 

Προτείνω για αυτό της το τελεσφόρο πόνημα την Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου για το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μετάφρασης 2019.

 

 

 

* Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top