Fractal

“Όταν αναμοχλεύεις το παρελθόν με σαφή πρόθεση να «θεραπεύσεις» τις αναμνήσεις σου, τότε, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά”

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Χρήστος Αστερίου: “Η θεραπεία των αναμνήσεων”, Εκδόσεις Πόλις

 

Από την πρώτη κιόλας φράση της ιστορίας, ο μεσήλικας Ελληνοαμερικανός συγγραφέας – γνωστός για το εύστοχο χιούμορ του – Μάικ Μπουζιάνης, καταρρέει κατά την διάρκεια μιας εκδήλωσης, μετά από μια χρονική περίοδο κατά την οποία «έχανε τον έλεγχο μιας σειράς πραγμάτων ενώ μέσα από τα χέρια του γλιστρούσαν όσα πίστευε πως συνιστούσαν την δική του ζωή».

Έντονο ξεκίνημα, για να σε αναγκάσει, λες, να γυρίσεις και πάλι δύο σελίδες πίσω, στην φράση του Μπέκετ που είναι γραμμένη εν είδει προλόγου, και προοικονομεί με τον τρόπο της πως οι δύσκολες συνθήκες του ήρωα, θα είναι διαποτισμένες με χιούμορ: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από τη δυστυχία».

 

Η διαχείριση ενός ιδιαίτερα επώδυνου διαζυγίου, συμπίπτει με τη γνωστή κρίση τής μέσης ηλικίας και τον φόβο του θανάτου, και καθιστά τον ήρωα ουσιαστικά ανίκανο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που παλιότερα διαχειριζόταν με χαρακτηριστική ευκολία, αλλά και να γράψει:

 

«Μπορεί να ακούγεται παράδοξο για κάποιον που θήτευσε στην κωμωδία, μα είχα όντως την εντύπωση ότι κατέρρεα. Συν τοις άλλοις, δεν έβλεπα τίποτα αστείο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Παρακολουθούσα με τρόμο την φυσική μου φθορά, ενώ από καιρό είχα σταματήσει να γράφω. Προσπάθησα κάμποσες φορές να επιστρέψω μ’ ένα καινούργιο μυθιστόρημα, όμως η παροιμιώδης ευκολία μου να σκαρώνω ιστορίες ήταν μακρινή ανάμνηση».

 

Η μορφή της γυναίκας του Λώρας τον στοιχειώνει, αδυνατεί να καταλάβει πώς εκείνη μπορούσε να ανατινάξει όλες τις συναισθηματικές γέφυρες που τους ένωναν. Αρχίζει να πίνει, διαλύοντας εκούσια την ίδια του τη ζωή, ενώ στην πραγματικότητα, το μόνο που χρειάζεται είναι σταθερότητα, ρουτίνα, γαλήνη.

 

«…αλλά τις νύχτες, θολωμένος από το αλκοόλ, την καλούσα στο κινητό. Επέμενα στην αξία μιας νέας προσπάθειας, ζητούσα να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Τα παραληρήματά μου κάποια στιγμή ατόνησαν. Η πρώτη απογοήτευση άρχισε σταδιακά να υποχωρεί και μετατράπηκε σε θλίψη για τις απώλειες που σωρεύονταν η μία πάνω στην άλλη».

 

Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, αρχίζει να τον ταλανίζει ένα ακόμη πρόβλημα:

 

«…ανήκα σ’ εκείνους που αδυνατούσαν να θυμηθούν όσα έπρεπε, όταν έπρεπε. Απ’ τους δικούς μου λοβούς γλιστρούσαν μερικές πληροφορίες κάθε φορά, ενώ άλλες λοξοδρομούσαν στη διαδρομή και χάνονταν».

 

Ο Μάικ καταλήγει σε κλινική απεξάρτησης και παλεύει με την στέρηση και τον εγκλεισμό, μέχρι να καταφέρει κάποτε να επιστρέψει και πάλι στη ζωή και την καθημερινότητά του. Λαχταρώντας μια αλλαγή, διδάσκει για ένα εξάμηνο στο Κολούμπια, ερωτεύεται μια νεαρή φοιτήτρια και ξαναβρίσκει τις δυνάμεις και την ενεργητικότητά του.

 

Χρήστος Αστερίου

 

Με μάτι κριτικό ο συγγραφέας, καυτηριάζει τη σύγχρονη εποχή, την αναπόφευκτη φθορά που έρχεται με τον χρόνο, τις σχέσεις που οικοδομούνται με τα υλικά της άγνοιας χωρίς ίχνος συναισθηματικής εμπλοκής, την περίκλειστη κοινωνία της χλιδής και τις «απώλειες» που φέρνει μαζί της η τεχνολογία:

 

« Η γενιά που μεγάλωσε την εποχή της ψηφιοποίησης, έχει άλλη σχέση με την τέχνη. Οι οθόνες αφής δίνουν τη δυνατότητα να περάσει κανείς με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο επόμενο τραγούδι, στο επόμενο βίντεο, σε μιαν άλλη φωτογραφία. Οι τεχνολογικές δυνατότητες των νέων μέσων συντελούν στην αλλαγή συμπεριφοράς όσων καταναλώνουν πολιτισμό. Αναπτύσσουν και αυτοί με τη σειρά τους φετιχιστικές τάσεις. Όχι, όμως, για το έργο τέχνης, αλλά για το ίδιο το τεχνολογικό αντικείμενο. Δεν είναι τρελό;….. Χρησιμοποιώ έναν όρο γι’ αυτό το φαινόμενο παραφράζοντας το όνομα της εφαρμογής.  Το λέω Instalgia, στιγμιαίο άλγος, από την αρχαία ελληνική λέξη για τον πόνο. Γιατί εδώ έχουμε όντως να κάνουμε με πόνο. Απ’ τη μια, την αστραπιαία απαθανάτιση της στιγμής. Ταυτόχρονα μια έκφραση πένθους για την απώλειά της με την χρήση φίλτρων παλαίωσης… περίπτωση που δείχνει τη δύναμη του μέσου να μεταφέρει αστραπιαία ένα προϊόν όπως η φωτογραφία στο μακρινό παρελθόν και να το επιστρέψει παλαιωμένο πίσω….»

 

Έτσι τελειώνει το πρώτο μέρος του βιβλίου, με τίτλο: «Το χρονικό μιας πτώσης», για να ξεκινήσει  η Αναδρομή του δεύτερου μέρους, η οποία εξιστορεί την παιδική και εφηβική ζωή του ήρωα και έχει τον τίτλο: «Σημειώσεις για τη ζωή μου», αποκαλύπτοντας τραύματα, μυστικά και απώλειες που τον στιγμάτισαν.

Σελίδες πλημμυρισμένες μουσική και κινηματογραφικές αναφορές, για ένα παιδί που ήθελε να γίνει κωμικός έτσι ώστε να νιώθει αρεστός και αποδεκτός, ψάχνοντας την επιβεβαίωση – ειδικά την πατρική – μέσα απ’ το χειροκρότημα εκείνων που διασκέδαζαν με τα αστεία του. Η ίδια ανάγκη έκφρασης, τον ωθεί και στην γραφή αργότερα, μεταφέροντας στο χαρτί κάθε σκέψη και αστείο του, τον κόσμο του ολόκληρο «χωνεμένο και κρυμμένο πίσω από τις λέξεις». Ίσως επειδή έτσι μεταθέτει την αποτυχία σε χρόνο που δεν απαιτεί την φυσική του παρουσία, – όπως μια θεατρική σκηνή – ίσως επειδή επιχειρεί να ξεπεράσει την μετριότητα, διατηρώντας ωστόσο πάντα το χιούμορ ως βαλβίδα εκτόνωσης, εξισορρόπησης και άμυνας, ίσως επειδή αέναα αποζητά την πατρική ψήφο εμπιστοσύνης που ποτέ δεν παίρνει.

Παρά τις διαρκώς δυσμενέστερες συνθήκες που περιγράφονται, το κείμενο αποπνέει μια φρεσκάδα που οφείλεται κυρίως στο ύφος και τις αφηγηματικές τεχνικές του συγγραφέα.

Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που δίνει ένταση, αμεσότητα και ζωντάνια σ’ ένα κείμενο πυκνό σε νοήματα, ο Χρήστος Αστερίου αναδεικνύει με εύθραυστη τρυφερότητα τη σχέση του κεντρικού ήρωα – του οποίου η παρουσία είναι έντονα εμφανής σε όλες τις σελίδες του βιβλίου – με την γυναίκα του αλλά και την κόρη του Έλενα. Ψυχογραφεί σε βάθος ήρωες μεστά δομημένους, ακόμη και τους ονομαζόμενους δευτερεύοντες, τονίζοντας τη σημασία τού να εκτίθεσαι και την τόλμη του ν’ απογυμνώνεσαι.

Οι σχέσεις του Μάικ με τον υπερβολικά μετρημένο στα λόγια και ουσιαστικά απόντα πατέρα, την υποτονική Ιρλανδή μητέρα κι έναν αναίτια ανύπαρκτο αδερφό, περιγράφονται με εξαιρετική διεισδυτική ικανότητα αλλά και με τη δημιουργία έντονων εικόνων, έτσι ώστε μια απλή ιστορία να δίνεται με τέτοια ευφυΐα και οξυδέρκεια που να φαίνεται πρωτότυπη.

 

«Με την μητέρα μου διατηρούσαμε μια σχέση χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς χαμηλά και υψηλά βαρομετρικά, χωρίς ιδιαίτερη τρυφερότητα αλλά και μεγάλους καυγάδες. Ήταν τυπική στα μητρικά της καθήκοντα. Κανείς δεν θα την κατηγορούσε για αμέλεια ή αδιαφορία. Έκανε πάντα ό,τι έπρεπε αλλά τίποτα παραπάνω. Έμοιαζε σαν ν’ ακολουθούσε πιστά έναν άγραφο νόμο που της επέβαλλε αυστηρή ουδετερότητα. Από εκείνη δεν είχα να περιμένω παρά μόνο τα απολύτως βασικά… Οι λιγοστές μου προσπάθειες να έρθω περισσότερο κοντά της, όταν πια είχα πάρει τον δρόμο μου, αποδείχτηκαν ανώφελες. Οι αντιδράσεις της παρέμεναν ζυγισμένες σε τέτοιο βαθμό, που έφτασα να αμφιβάλλω αν στις φλέβες μας κυλούσε το ίδιο αίμα».

 

 

Οι αγχωτικοί ρυθμοί της Νέας Υόρκης και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της μετανάστευσης των Ελλήνων που αναζητούσαν τύχη κι ευημερία, ζωγραφίζονται με χρώματα ζωηρά που αιχμαλωτίζουν, αποδεικνύοντας  την σοβαρότατη έρευνα που έκανε ο συγγραφέας για όλα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται (Ελληνικές και άλλες κοινότητες μεταναστών, νόσος  Αλτσχάιμερ, κουλτούρα της stand up comedy και των clubs).

Ο Μάικ ενηλικιώνεται, επαναστατεί, αντιδρά στις πατρικές «εντολές», συγκρούεται. Επιλέγει τον δρόμο της μοναχικής ζωής και εγκαταλείπει το σπίτι του, κάτω από συνθήκες διόλου φιλικές.

 

«Ύστερα από ακόμα ένα επεισόδιο με τον πατέρα μου, ο οποίος σε μια έκρηξη θυμού με είχε αρπάξει από το πέτο απειλώντας να με πετάξει έξω αν συνέχιζα να ζω “σαν αλήτης, χωρίς στόχους και προορισμό”, είχα αποφασίσει να διακόψω κάθε επαφή με την οικογένεια. Ποτέ δεν ξέχασα την εικόνα του αδερφού και της μητέρας μου να παρακολουθούν αμέτοχοι, και ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν κατάφερα να τους συγχωρήσω γι’ αυτό. Το ίδιο βράδυ, όταν όλοι είχαν πέσει για ύπνο, μάζεψα λίγα ρούχα κι έφυγα κλείνοντας πίσω μου οριστικά την πόρτα».

 

Η μεγαλύτερη ίσως αναρώτηση που τίθεται σε αυτό το δεύτερο μέρος, είναι αν το ρίσκο μιας νέας εμπειρίας είναι προτιμότερο από  την ασφάλεια του παρελθόντος και αν πραγματικά μέσα σε μια οικογένεια οι άνθρωποι μπορεί και να ζουν σε παράλληλα σύμπαντα απ’ όπου δεν εκπέμπονται σήματα επικοινωνίας.

 

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Η θεραπεία των αναμνήσεων», μια αδιανόητη ανατροπή έρχεται για να αποδείξει πως τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Σαν ανοϊκός ασθενής, που θεραπεύεται για μερικά λεπτά μέσα από τις αναμνήσεις του, ο ήρωας επιδιώκει την θεραπεία των αναμνήσεών του, την οριστική επούλωση των τραυμάτων του. Άσχημα γεγονότα που ωστόσο δρουν καταλυτικά στις εξελίξεις και τελικά γίνονται η αφορμή να εμφανιστεί μια κάποια θετική ανακούφιση. Μια αρχαία τραγωδία, όπου ο από μηχανής θεός θα έρθει για να φέρει την πολυπόθητη κάθαρση, αλλά και ένας ιδιόμορφος μύθος του Σίσυφου, με τον ήρωα να κατρακυλάει στο μηδέν πριν βρεθεί στην κορυφή, κι ύστερα, πάλι από την αρχή. Το μήνυμα του συγγραφέα, ευκρινές: Όταν αναμοχλεύεις το παρελθόν με σαφή πρόθεση να «θεραπεύσεις» τις αναμνήσεις σου, τότε, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, αφού τελικά, οι έννοιες της εγγύτητας και της απόστασης είναι σχετικές.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως, παρότι ο Χρήστος Αστερίου δεν χάνει στιγμή το προσωπικό του ύφος, η ποιοτική του γραφή θυμίζει σε αρκετά σημεία διακεκριμένους Αμερικάνους συγγραφείς και διαβάζεται από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα με αμείωτο ενδιαφέρον. Εξαιρετική χρήση της γλώσσας, πολλά σχήματα λόγου, γοργά ρέουσα πλοκή, καυστικό χιούμορ και αφηγηματική δύναμη, συγκινητικό, πολυεπίπεδο, φλερτάρει σε ορισμένα σημεία με τον μαγικό ρεαλισμό μέσα από γλαφυρές περιγραφές διαλείψεων ή ονείρων του Μάικ, ένα βιβλίο που επιβάλλει με τον τρόπο του μελέτη και όχι απλή ανάγνωση, μια διερεύνηση των σχέσεων, μια αναζήτηση της πραγματικής ταυτότητας, χωρίς να πρόκειται για ένα ταξίδι στη νοσταλγία, και περιγράφεται καθαρά, κατά τη γνώμη μου, με μια  φράση του συγγραφέα:

 

« Η ευθεία γραμμή του αίματος. Όσο κι αν θέλει κανείς να ξεφύγει, δεν είναι δυνατό…»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top