Fractal

Πέντε αφηγήματα

Της Μαργαρίτας Μανώλη // *

 

 

 

 

Strange fruit

Σκυλιά αλυχτούσαν όλη νύχτα στην πλατεία. Στον πλάτανο ένα παράξενο φρούτο, ο κρεμασμένος της βραδιάς. Είναι ο αμερικάνικος Νότος, είναι η Ελλάδα του εμφυλίου, είναι ο αυτόχειρας του σήμερα; Ένας ταξιδιώτης απ’ τα βάθη του χρόνου, σημαδεμένος απ’ της ζωής την οδύνη, ξεπέζεψε ράθυμα, νωχελικά. Δεν άφησε χνάρια στην άμμο ούτε είδωλο στον καθρέφτη. «Μνησιπήμων πόνος» τον συντρόφευε σ’ όλο το ταξίδι. Τον σφράγισε κάτω από το πιο βαθύ βάθος και ταξίδεψε, ένα καράβι καλοσύνης σε μια θάλασσα αμαρτίας.

Ποιος ο κρεμασμένος, η ερώτηση κατακάθησε στο μυαλό του και δεν έλεγε να φύγει, σαν επίμονο σκυλί.

Τριγύρω φως απαλό και θαμπό και η σιωπή των γέρικων δέντρων. Οι αρχαίες πέτρες χόρταιναν τον ήλιο του μεσημεριού και στη γωνία έστριβε βιαστική η ιστορία…

 

 

ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

Μέρα νύχτα τον περίμενε να γυρίσει. Με μια αλλαξιά ρούχα και λίγο ψωμοτύρι. Ήταν στο βουνό, εκείνα τα ματωμένα χρόνια, «όπου αδερφός μάχονταν αδερφό». Η μάνα δεν ήξερε με ποιον και γιατί. Εκείνος ήθελε να πολεμήσει και ήθελε να ζήσει.

Της τον έφεραν κομμάτια. Μοναχογιός. Σε δυο μήνες θα έκλεινε τα 21. Τα σπαστά του μαλλιά γνώρισε κι ένα σημάδι στο χέρι. Αυτό που δούλευε το αλέτρι και το τσεκούρι. Είχε αφήσει κι ένα κορίτσι πίσω. Μια αρραβωνιαστικιά. Τώρα θα φορέσει για πάντα μαύρα.

Τον στόλισε, τον μοιρολόγησε κατά τα πρεπούμενα. Ξενύχτησε στο πλάι του χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Έξω λαμπάδιαζε Ιούλης μήνας.

Την άλλη μέρα ζώστηκε το τουφέκι του και βγήκε στο βουνό.

 

 

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κάθεται στη βεράντα και διαβάζει. Ρώσους κλασικούς. Ο ουρανός μολύβι πάνω από τις στέγες. Κάνει ζέστη και πέφτει μια απαλή βροχή. Αχνός σηκώνεται από της βροχής τις στάλες. Αφουγκράζεται μια μακρινή βροντή. Χρόνια τώρα, αιώνες γεμάτους, αυτό το αβάσταχτο βάρος. Βορά της λύπης, αυτό είναι το πεπρωμένο του. Οι στάλες πυκνώνουν σ’ ένα σιγανό ρυάκι, τον παρασέρνουν. Μακριά. Είναι εκεί και είναι αλλού. Σ’ ένα παράξενο βουνό. Τριγύρω γκρίζο φως και βράχοι σιωπηλοί. Τυλιγμένα όλα σε ήρεμο λήθαργο. Σβήνει σαν φως. Αποβάλλει τα ψιμύθια. Αποσυντίθεται. «Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι», η σιωπηλή φωνή μέσα του. Κι άλλες φωνές, γνώριμες σαν ξεχασμένο παιδικό τραγούδι. Η βροχή τού σιγοψιθυρίζει μυστικά. Υπέρλαμπρος αναδύεται. Φορά τη νεοαποκτημένη γνώση σαν καινούρια φορεσιά. Η παιδική του ζωή φεύγει μακριά με αθόρυβα βήματα…

 

 

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Ξύπνησε νωρίς όπως πάντα, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά και την ίδια στιγμή άνοιξε το παράθυρο να δει τον καιρό, πάντα το ‘κανε αυτό τα πρωινά προτού φύγει για τη δουλειά, ήθελε να ξέρει, κι ας μην είχε καμιά διαφορά ο καιρός στην άχαρη μουντή δουλειά της, δέκα ώρες σκυμμένη σε μια μηχανή, γάζωνε υφάσματα, τώρα τελευταία είχε πέσει η ζήτηση και τ’ αφεντικό ήταν όλο μούτρα, μουρμούραγε συνέχεια πως δεν τα ‘βγαζε πέρα, αλλά όχι σήμερα, σήμερα δε θα σκεφτόταν τη δουλειά, σήμερα θα πήγαινε για ψώνια, από μέρες το παιδί τής γκρίνιαζε πως τα παπούτσια του είχαν τρυπήσει, ε, τι περιμένεις; μονοφόρι πρωί βράδυ, αυτά έβαζε στο σχολείο βρέξει- χιονίσει, μ’ αυτά κλωτσούσε μπάλα στο τελευταίο άχτιστο οικόπεδο της γειτονιάς, είχε μαζέψει λίγα-λίγα τα χρήματα για τα παπούτσια, τ’ απόγευμα που σχόλαγε θα πέρναγε οπωσδήποτε απ’ το μαγαζί.

Καθώς γύριζε σπίτι, εκεί στη διασταύρωση είδε κόσμο μαζεμένο, αλαφιάστηκε, έτρεξε ξέπνοη, αναγνώρισε το πρωινό φουτεράκι, το πόδι έλειπε, σωριάστηκε στο δρόμο, οι τσάντες τής έφυγαν απ’ τα χέρια, το περιεχόμενό τους σκόρπισε γύρω. Τα καινούργια παπούτσια την περιγελούσαν…

 

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τις μικρές ώρες της νύχτας τίναζε τις έγνοιες του σα χνούδια, αμηχανία και οργή και θλίψη, έψαχνε τα κλεμμένα καλοκαίρια, άνοιγε κλειδωμένα μπαούλα, ξεδίπλωνε περασμένες χαρές, τις ξεσκόνιζε, τις έστηνε στη σειρά, πάσχιζε να αναστήσει πεθαμένους θριάμβους, τα γέλια ήταν στη σοφίτα, σκονισμένα κι αυτά, στο γυαλί της σερβάντας, προσεκτικά φυλαγμένες αλλοτινές ευωχίες, νεκροί έρωτες γελούσαν πίσω από την πλάτη του, χαιρέκακες φωνές στροβιλίζονταν γύρω του, η βοή του πλήθους τον κύκλωνε, τα βράδια ακουμπούσε σε λειψό προσκέφαλο, ονειρεύονταν «πικρούτσικες παιδίσκες», ξυπνούσε κάθιδρος, κι όλο τον τυραννούσε μια βουβή κραυγή, δε θα προκάνεις…

Κι όλο το βράδυ έμενε ξάγρυπνος, παλεύοντας δαίμονες, ένιωθε ένα μούδιασμα στο κεφάλι, στο στομάχι του κακοχωνεμένα ψέματα κι άκυρες υποσχέσεις, τούφες απ’ τα μαλλιά του αιωρούνταν στον αέρα, το μούδιασμα δεν έλεγε να φύγει, δεν όριζε ούτε τα χέρια του, αλλοτινά όνειρα έκλαιγαν μόνα τους, είχε στεγνώσει πια…

Το πρωί τράβηξε καλά τις κουρτίνες, φίλησε τα εικονίσματα, έσιαξε λίγο το τραπεζομάντηλο, δίπλωσε με τάξη τα ρούχα του κι έκλεισε για πάντα στο συρτάρι τα είκοσί του χρόνια.

Έξω η μέρα ολόλαμπρη κάγχαζε τ’ ανθρώπινα…

 

 

 

Η Μαργαρίτα Μανώλη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Κλασικό). Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και εργάστηκε κυρίως σε λύκεια της Αττικής. Κατά τη διετία 1989-91 υπήρξε ενεργό μέλος της ομάδας αναθεώρησης των διδακτικών βιβλίων της Νεοελληνικής Γλώσσας. Αργότερα έλαβε, κατόπιν εξετάσεων, υποτροφία από το ΙΚΥ, για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τον ελληνικό ρομαντισμό και εκπόνησε μία ολοκληρωμένη μελέτη για τη ζωή και το έργο του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου. Η μελέτη αυτή-κατόπιν σχετικής προκήρυξης -βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Δεκέμβριο του 2014. Τώρα ετοιμάζει μία παρόμοια μελέτη για τη ζωή και το έργο του Ιωάννη Πολέμη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στον ηλεκτρονικό τύπο. Ασχολείται επίσης με επιμέλεια κειμένων.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top