Fractal

«Η σιωπή είναι εξαιρετικό όπλο»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Χάινριχ Μπελ «Απόψεις ενός κλόουν», Μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης, Εκδόσεις Πόλις

 

Ο Χανς είναι κλόουν και επί πέντε χρόνια, από τότε που τον εγκατέλειψε η Μαρί, από κάπου αναχωρεί και κάπου φτάνει. Κάθε μέρα. Μια αυτοματοποιημένη διαδικασία-διαδρομή από και προς σιδηροδρομικούς σταθμούς και ξενοδοχεία. Παρά την ένθερμη θρησκευτικότητα των γονιών του, ο ίδιος δεν είναι θρησκευόμενος. Πίνει πολύ ωστόσο, και ακούει ψαλμωδίες για λόγους θεραπευτικούς, για να καταπολεμά την έμφυτη μελαγχολία και τους πονοκεφάλους που τον βασανίζουν.

 

«Υπάρχει ένα πρόσκαιρο θεραπευτικό μέσο, το αλκοόλ· θα υπήρχε μια μόνιμη θεραπεία, η Μαρί, μα η Μαρί με παράτησε. Κι ένας κλόουν που το ρίχνει στο ποτό παίρνει ευκολότερα την κάτω βόλτα από ό,τι κουτρουβαλάει και γκρεμίζεται ένας πιωμένος τεχνίτης που επισκευάζει τη στέγη. Όταν βγαίνω μεθυσμένος στη σκηνή, παραπατώ σε κινήσεις που απαιτούν απόλυτη ακρίβεια και υποπίπτω στο φοβερότερο λάθος για έναν κλόουν: γελάω με τα ίδια μου τα ευρήματα. Τρομακτική ταπείνωση».

 

Πολύ σύντομα χάνει τον έλεγχο της ζωής του, οι αμοιβές του συρρικνώνονται, τα προνόμια που απολαμβάνει, επίσης. Αναγκάζεται να επιστρέψει στη Βόννη, στο σπίτι του, για να χαθεί μέσα στον λαβύρινθο των ίδιων του των σκέψεων. Καχύποπτος για τα πάντα, ιδιαίτερα για τον προοδευτικό καθολικισμό για τον οποίο ανέκαθεν έτρεφε μια κάποια συμπάθεια, αν και δεν τον ασπάστηκε ποτέ. Στο μυαλό του κυκλοφορεί διαρκώς η Μαρί και οι στιγμές τους, ο θάνατος της αδερφής του τον στοιχειώνει, αν και έχουν περάσει χρόνια από τον Φεβρουάριο του 1945, τότε που ο πόλεμος έπνεε τα λοίσθια.

Η αστική καταγωγή του, τον αφήνει παγερά αδιάφορο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν ενδιαφέρεται διόλου για το γεγονός ότι η απόφαση να γίνει κλόουν τον έχει πετάξει στο περιθώριο της καλής κοινωνίας της αφθονίας και του ονείρου του γερμανικού θαύματος. Το φάντασμα της ζωής του με την Μαρί τον στοιχειώνει ακατάπαυστα, αδυνατεί να δεχτεί πως χώρισαν, πως εκείνη μοιράζεται πλέον την ζωή της με έναν άλλον, έναν φανατικό εκπρόσωπο του καθολικισμού.

 

«Ο μεταφυσικός της τρόμος αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την άρνησή μου να παντρευτούμε επίσημα στο ληξιαρχείο και να δώσουμε καθολική αγωγή στα παιδιά μας…. Εγώ ήμουν διατεθειμένος να τα βαφτίσουμε. Η Μαρί επέμενε να το δηλώσω γραπτώς, ειδάλλως δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε θρησκευτικό γάμο. Κι όταν συμφώνησα για τον θρησκευτικό γάμο, ανακάλυψα ότι έπρεπε να κάνουμε και πολιτικό, για να έχει ο θρησκευτικός νομική ισχύ – οπότε και εγώ έχασα την υπομονή μου και είπα καλύτερα θα ήταν να περιμένουμε λίγο… κι εκείνη έβαλε τα κλάματα, άρχισε να με κατηγορεί ότι δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει για την ίδια να ζει σ’ αυτή την κατάσταση και χωρίς προοπτική να ανατραφούν τα παιδιά μας χριστιανικά. Ήταν φοβερό γιατί αποδείχτηκε ότι οι δυο μας συζητούσαμε το ζήτημα αυτό επί πέντε χρόνια, ανταλλάσσοντας, ουσιαστικά, παράλληλους μονολόγους».

 

Η σύγκρουση με τις αξίες της κοινωνίας που τον περιβάλλει αλλά και η εγκατάλειψη του από την αγαπημένη του, τον βυθίζουν σε μελαγχολία. Νιώθει ξένος μέσα στον κόσμο, ήδη από πολύ μικρός έχει απορρίψει τα αστικά ιδεώδη ενός οικογενειακού μικρόκοσμου που δεν τον αφορά. Παραμένει αέναα ανυπότακτος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει υψηλό προσωπικό κόστος. Διεκδικεί με σθένος το δικαίωμα του να ζει με βάση την προσωπική του ηθική, ακόμα κι αν το προφανές αποτέλεσμα αυτής του της στάσης είναι η απομόνωση. Δεν απεκδύεται την μελαγχολία του σαν να ήταν μεταμφίεση. Αντίθετα, η κριτική που ασκεί στηλιτεύοντας τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, εκλαμβάνεται από το κοινό του ως ψυχαγωγία και άρα αυτόματα καθίσταται ανώδυνη.

 

«Οι ηλίθιοι καλεσμένοι της μητέρας θα θεωρούσαν την εμφάνισή μου ένα υπέροχο καλαμπούρι, η ίδια η μητέρα μου θα το άφηνε με ένα ξινό χαμόγελο να περάσει ως αστείο – και κανείς δεν θα υποπτευόταν ότι το πράγμα είναι θανάσιμα σοβαρό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ξέρουν βέβαια ότι ένας κλόουν πρέπει να είναι μελαγχολικός για να είναι καλός κλόουν, μα δεν τους περνάει από το μυαλό ότι γι’ αυτόν η μελαγχολία είναι μια πέρα για πέρα σοβαρή υπόθεση».

 

Χάινριχ Μπελ

 

Η απόλυτη ένδεια συνεπεία τραυματισμού αλλά και ορισμένων δυσμενών κριτικών για τις τελευταίες παραστάσεις του αλλά και η εγκατάλειψη του από οικογένεια, φίλους και γνωστούς, τον οδηγούν επαίτη στα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού, να περιμένει μια κάποια «επιστροφή»…

Δεν πρόκειται απλά για το πορτραίτο ενός οργισμένου και απογοητευμένου ήρωα, ενός αποτυχημένου νέου, επαγγελματικά και προσωπικά, ο οποίος σταδιακά οδηγείται σε κυνική αυτολύπηση. Ένας σπαρακτικός εσωτερικός μονόλογος είναι, μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που διακόπτεται από ελάχιστους διαλόγους, πλημμυρισμένη από στοιχεία ευφυούς ειρωνείας και καυστικού χιούμορ.

Τέσσερεις μόνο ώρες από την ζωή του Χανς Σνιρ αφηγείται γραμμικά ο Μπελ, εγκιβωτίζοντας ωστόσο σταδιακά και με μεγάλη μαεστρία, τη ζωή του ολόκληρη αλλά και τις προσωπικές του απόψεις σχετικά με τον έρωτα, τη θρησκεία, την πολιτική.

Λόγος γεμάτος μεταφορές και αλληγορίες, μεστός, με τρυφερό λυρισμό όπου χρειάζεται, με γλώσσα ζωηρή, γεμάτη ενέργεια. Ένα μυθιστόρημα που περιγράφει με έντονα χρώματα την κοινωνία της δεκαετίας του 1950 στη νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από λιτότητα, εργατικότητα και εγκράτεια. Αυτήν την κοινωνία καυτηριάζει ο συγγραφέας, την τραυματισμένη εποχή του Αντενάουερ, που βασίζεται στην υποκρισία και το ψέμα, επιχειρώντας να αποσιωπήσει τα εγκλήματα του παρελθόντος.

Με αριστουργηματικό τρόπο πλέκει ο Μπελ την ατομική με την συλλογική ευθύνη, απευθύνοντας ερωτήσεις και δημιουργώντας διαρκώς αναρωτήσεις στον αναγνώστη, ασκώντας παράλληλα ανελέητη κριτική στο μεταπολεμικό κατεστημένο της Γερμανίας.

Ιδιαίτερη μνεία, κατά την άποψή μου, στην εξαιρετική η μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη καθώς και στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη.

Αν ήθελα, με λίγα λόγια να δώσω την περίληψη της ουσίας σε αυτό το υπέροχο βιβλίο, τα λόγια του Starobinski θα διάλεγα:

«Ο κλόουν είναι ο φανερωτής που οδηγεί την ανθρώπινη μοίρα στην πικρή αυτοσυνειδησία της. Ταπεινώνοντας τον εαυτό του με το πρόσωπο του ψυχαγωγού, θα αφυπνίσει στον θεατή τη γνώση του αξιολύπητου ρόλου που ο καθένας μας παίζει εν αγνοία του μέσα στην κωμωδία του κόσμου».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top