Fractal

Το βιβλίο κι ο συγγραφέας του: Το παν είναι να μη γλιστρήσεις από την κορυφογραμμή

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

Πατρίκ Μοντιανό «Chevreuse», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδη, εκδ. Πόλις 2023, σελ. 144

 

«Ένιωθε πανάλαφρος εκείνο το απόγευμα, καθώς περιδιάβαινε τους δρόμους του Οτέιγι. Σκεφτόταν εκείνο το διαμέρισμα που ήταν τόσο διαφορετικό τη μέρα απ’ ό,τι τη νύχτα, λες κι ανήκε σε δύο παράλληλους κόσμους. Μα γιατί ν’ ανησυχούσε γι’ αυτό, αυτός που τόσα χρόνια είχε συνηθίσει να ζει στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας, αφήνοντάς τα να φωτίζουν το ‘να τ’ άλλο και καμιά φορά να μπλέκονται, ενώ αυτός ακολουθούσε το δρόμο του με βήμα σταθερό, χωρίς να παρεκκλίνει σπιθαμή, γιατί ήξερε καλά ότι έτσι θα ‘σπαγε μια εύθραυστη ισορροπία; Πολλές φορές, τον είχαν αποκαλέσει “υπνοβάτη”, κι αυτό το ‘χε θεωρήσει, κατά κάποιον τρόπο, φιλοφρόνηση. Παλιά, οι άνθρωποι συμβουλεύονταν τους υπνοβάτες, γιατί είχαν το χάρισμα της διόρασης. Δεν ένιωθε και πολύ διαφορετικός απ’ αυτούς. Το παν είναι να μη γλιστρήσεις απ’ την κορυφογραμμή και να ξέρεις μέχρι ποιου σημείου μπορείς να ονειρεύεσαι τη ζωή σου».

Αναζητώντας το Μαύρο Κουτί των παιδικών του χρόνων, ενδεχομένως για να μη χάνεται στη ζωή, αναλογιζόταν κάποιος για το βιβλίο του «Για να μη χάνεται στη γειτονιά».

Στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Chevreuse», ο γάλλος νομπελίστας συγγραφέας, αναζητώντας τον δικό του χαμένο χρόνο, επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια και στην Κοιλάδα του Σεβρέζ. Και με την επίφαση αστυνομικού μυθιστορήματος, εδώ που τα λέμε το ίδιο το μυστήριο της ύπαρξης, ο γρίφος της ζωής και ο λαβύρινθος της μνήμης, αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι και είμαστε ικανοί για να το δούμε, μας το υποβάλει αυτό, ξορκίζει τα φαντάσματα του παρελθόντος κάνοντάς τα μυθιστορηματικούς ήρωες.

Ναι, ο κόσμος έχει γίνει για να χωρέσει σ’ εάν βιβλίο, σωστά έχει πει ο Μαλαρμέ. Κι αυτό ο Μοντιανό, επειδή εδώ που τα λέμε είναι και η μόνη διέξοδος για κείνον, αυτό το γνωρίζει καλά.

«Στην αρχή νομίζεις ότι πέφτεις σε συμπτώσεις, αλλά μετά από πενήντα χρόνια έχεις μια πανοραμική θέα της ζωής σου. Και σκέφτεσαι πως, αν έσκαβες σε βάθος, όπως οι αρχαιολόγοι που καταλήγουν να φέρουν στο φως μια ολόκληρη θαμμένη πόλη με το λαβύρινθο των δρόμων της, θ’ ανακάλυπτες εμβρόντητος, κάποιες σχέσεις σου με ανθρώπους που δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους ή τους είχες ξεχάσει, ένα πλέγμα γύρω σου που αναπτύσσεται επ’ άπειρον».

Ακολουθώντας την γεωγραφία και την ανθρωπογεωγραφία του παρελθόντος, και μέσα στην ομίχλη του χρόνου, ο συγγραφέας Ζαν Μποσμάν, βρίσκεται τυχαία στην Κοιλάδα Σεβρέζ. Και από δρόμο σε δρόμο, θραύσματα μνήμης, θαμμένα ονόματα και μια αδιόρατη αίσθηση απειλής από ένα έγκλημα του συντελέστηκε μια μέρα μακρινή, ξαναπαίζει γράφοντάς το, το φιλμάκι της παιδικής του ηλικίας. Ξαναζεί ό,τι δεν είχε καταλάβει 15 χρόνια, 30 χρόνια πριν.

«Η επιστροφή των φαντασμάτων», «Τα μυστήρια του Ξενοδοχείου Chatham», «Το στοιχειωμένο σπίτι της οδού Ντοκτέρ- Κυρζέν», «Auteuil 5.28», «Το ραντεβού στο σεν Βενσάν», «Η μυστική ζωή του Ρενέ – Μαρκό Εριφόρ», ακόμα και ο ταυτόσημος τίτλος με το βιβλίο εκείνου του φιλοσόφου που τον οδηγεί «Η αιώνια επιστροφή του ιδίου», θα μπορούσε να είναι κι ο τίτλος της δικής του ξαναεπινοημένης ζωής.

«Για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, το όνομα αυτής της γυναίκας τον απασχολούσε, κι αυτό το όνομα, ασφαλώς, θα ξυπνούσε με τη σειρά του την ανάμνηση κι άλλων προσώπων που ’χε δει γύρω της, στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν. Μέχρι τότε, η μνήμη του όσον αφορά αυτά τα πρόσωπα είχε διανύσει μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης, όμως φαίνεται ότι τώρα η περίοδος αυτή είχε λήξει κι ότι τα φαντάσματα δε φοβόνταν να ξαναβγούν στο φως. Ποιος ξέρει; Μπορεί, στα χρόνια που έμελλε να ’ρθούν, αυτά τα πρόσωπα να του ξυπνούσαν ακόμα αναμνήσεις, όπως κάνουν οι σπουδαίοι τραγουδιστές. Κι αφού δε θα μπορούσε να ξαναζήσει το παρελθόν για να το διορθώσει, ο καλύτερος τρόπος να τα καταστήσει μια για πάντα ακίνδυνα και να τα κρατήσει σε απόσταση θα ’ταν να τα μεταμορφώσει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.»

Με μοχλό κίνησης ένα όνομα και το σπίτι της οδού Ντοκτέρ- Κυρζέν, την αχλή μιας ανάμνησης μακρινής, ο συγγραφέας (και στο βιβλίο συγγραφέας), ανακαλύπτει το κωμικοτραγικό της ζωής. Εφόσον διώκτες και διωκόμενος ξαναζούν την δική τους αποκλειστικά εκδοχή, σα να μην έζησαν ποτέ ακριβώς τα ίδια γεγονότα ζωής:

«Μετά από δεκαπέντε χρόνια, επιστρέφουν οι αναμνήσεις απ’ τα, παιδικά σου χρόνια που τις νόμιζες χαμένες, κι είσαι σαν τον αμνησιακό που ανακτά ένα κομμάτι της μνήμης του. Κι αυτό το οφείλεις σε κάποια άτομα που αγνοούσες την ύπαρξή τους και που σ’ έψαχναν γιατί ήξεραν πως πριν από δεκαπέντε χρόνια είχες δει κάτι. Δεκαπέντε χρόνια είναι ήδη πολλά, χώρια που είναι κι αρκετός καιρός να εξαφανιστούν οι άλλοι μάρτυρες. Όμως αυτοί οι άνθρωποι που χρειάζονται τη μαρτυρία σου δεν έχουν τους ίδιους λόγους μ’ εσένα ν’ αποδυθούν στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους “ηλίθιους” και σ’ εσένα έχει γίνει κάποια παρεξήγηση. Κι είναι αδύνατον να συνεννοηθείς μαζί τους και να τους χρησιμέψεις για οδηγός, κι ας ακολουθείτε κι εσύ κι οι άλλοι τα ίδια ίχνη του παρελθόντος».

Στην εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη (το έχει αυτό ο μεταφραστής, σε σημείο που να λέγεται πως οι μεταφράσεις του υπερβαίνουν το πρωτότυπο ενίοτε), ο Μοντιανό συνεχίζει να αναπλάθει το παρελθόν και αναζητώντας τον χαμένο του χρόνο να εξερευνά τα μυστήρια της ύπαρξης, του χρόνου, τα μυστικά της γραφής.

«Είχε τελειώσει του βιβλίο του και, για πρώτη φορά, είχε αυτή την περίεργη αίσθηση ότι έβγαινε απ’ τη φυλακή μετά από πολύχρονο εγκλεισμό».

Ποιος είπε, εξάλλου, ότι το παρελθόν μας είναι τετελεσμένος χρόνος; Ανάλογα με το σημείο της θέασής μας αλλάζει μέσα στο χρόνο σχήματα, σημασία, μορφή.

 

Patrick Modiano

 

Και για την ιστορία: Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne-Billancourt, από πατέρα Γάλλο εβραϊκής καταγωγής, από σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, και μητέρα Βελγίδα (οι γονείς του γνωρίστηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο κατεχόμενο Παρίσι). Το 1967 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, “La place de l’ etoile”, και το στέλνει στις εκδόσεις Gallimard, με παρότρυνση του καθηγητή του Ρεϊμόν Κενό, οι οποίες το εκδίδουν την επόμενη χρονιά. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: “Η χαμένη γειτονιά” (Χατζηνικολή), “Οδός σκοτεινών μαγαζιών” (Κέδρος), “Άνθη ερειπίων” (Οδυσσέας), “Το άρωμα της Υβόννης” (Λιβάνης, νέα έκδοση: “Η βίλα της θλίψης”), “Κυριακές του Αυγούστου” (Καστανιώτης), “Ντόρα Μπρούντερ” (Πατάκης), “Η μικρή Μπιζού”, “Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά… “, “Νυχτερινό ατύχημα”, “Στο cafe της χαμένης νιότης” (Πόλις). Έχει γράψει το σενάριο για τις ταινίες “Lacombe, Lucien” του Λουί Μαλ, “Le Fils de Gascogne” του Pascal Aubier και “Bon Voyage/Γοητευτικοί ταξιδιώτες” του Ζαν-Πωλ Ραπενώ. Άλλα έργα του: “La place de l’ etoile”, “Livret de famille”, “Une jeunesse”, “Vestiaire de l’ enfance”, “Voyage de noces”, “Un cirque passe”, “Du plus loin de l’ oubli”, “Des inconnues”, “Paris tendresse”. Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, “για την τέχνη της μνήμης μέσω της οποίας ανακάλεσε τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και μας αποκάλυψε τον μικρόκοσμο της Κατοχής”, σύμφωνα με τη λιτή ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του γραμματέα της, Πέτερ Ένγκλουντ “Η γλώσσα του είναι απλή αλλά η δομή των αφηγήσεών του και η συνολική σύνθεση είναι εκλεπτυσμένες και κομψές. Ως ιστορικό, με εντυπωσιάζει ο αυθεντικός τρόπος με τον οποίο ο Μοντιανό χειρίζεται τη μνήμη: ανοίγει διαδρόμους στον χρόνο στους οποίους μπορείς να βαδίσεις και να ανακαλύψεις τον εαυτό σου”. “Το έργο του μιλάει για τη μνήμη. Επανέρχεται στην ιστορία του, στη γέννησή του και μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε μαζί του σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας. Μας αποκαλύπτει την επίδραση που έχει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην ύπαρξή μας, τη θέση που έχει η Αντίσταση και η συνεργασία με τους ναζιστές στο συλλογικό φαντασιακό μας”, δήλωσε στον γαλλικό Τύπο μετά τη βράβευσή του ο εκδότης του Αντουάν Γκαλιμάρ.

Βραβεία:

Prix Littéraire Fondation Prince Pierre de Monaco 1984
Grand Prix de Littérature Paul-Morand de l’ Académie française 2000
Νόμπελ Λογοτεχνίας 2014

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top