Fractal

Για «μια άλλη ζωή που γεννιέται το βράδυ»

Γράφει η Αριστέα Τσάντζου // *

 

«Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο» του Ευθύμη Λέντζα

 

Μετά τη «Στάχτη στο ποτό»[1], «Το Κόκκινο Σπίτι»[2] και τον «Αύγουστο»[3], ο Ευθύμης Λέντζας δημοσίευσε πρόσφατα τη συλλογή «Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο» σε αυτοέκδοση περιορισμένου αριθμού εκτυπωμένων αντίτυπων, πράξη που γεννά ερωτήματα τόσο γύρω από την φύση και την πορεία των εκδόσεων, όσο και γύρω από ένα ουσιαστικότερο ερώτημα: «γιατί γράφω; Για ποιον δημοσιεύω;». Ο Ευθύμης Λέντζας γράφει για όσους ερωτεύονται, για όσους νιώθουν ποιητές.

Γνωρίζοντας προσωπικά τον Ευθύμη Λέντζα και την εξελικτική του πορεία στην γραφή, θα έλεγα ότι ο Ευθύμης αντιμετωπίζει τα ποιήματα όπως ο ψαράς το χταπόδι. Με στίχους σχολαστικά δουλεμένους, η γραφή του ξεχωρίζει πρωτίστως για τις τολμηρές ποιητικές μεταφορές που αντλεί άλλοτε μέσα από τον διάκοσμο της καθημερινότητας: «Το μαξιλάρι πέφτει στο πάτωμα σαν βροχερό/ πρωινό» (23), άλλοτε από το αστικό τοπίο: «στο μονοπάτι από το σπίτι στο σφαγείο: /ζωή μου άπιαστη σαν τον χυμένο υδράργυρο» (26) κι άλλοτε από την φύση: «Τίποτα το σύννεφο να μου σταθεί στον ώμο∙». Οι ποιητικές εικόνες ξαφνιάζουν μέσα από αντιθέσεις που ανατρέπουν το γνώριμο, το οικείο, αποκτούν νέα νοηματική ταυτότητα και γεννούν συγκίνηση: «Η λάμπα που δεν μπόρεσε το φως κι έσπασε τη φωνή μας» (Επιστροφές).

Η απογύμνωση του στίχου από περιττούς προσδιορισμούς και φλυαρία κάνει την γραφή άμεση, ακόμα κι αν οι λέξεις στον Ευθύμη Λέντζα, δεν έχουν στόχο να αποκαλύψουν αλλά να κρύψουν ή να μισοφωτίσουν την θεματική τους ουσία. Στην αμεσότητα της γραφής συμβάλλει επίσης, η χρήση ενός ενεστώτα που δεν αποβλέπει εντούτοις να περιγράψει άμεσα το παρόν, αλλά το τετελεσμένο στο παρελθόν γεγονός: «Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο», γράφει στον πρώτο στίχο του ομώνυμου ποιήματος για να συνεχίσει με ένα ζωηρό ενεστώτα την περιγραφή και την δράση των γυναικών που «αγαπήσαμε». Η μνήμη, η ανάμνηση, μοιάζει έμμεσα να ψιθυρίζει ο ποιητής, είναι πραγματικότητα που ζούμε στο παρόν και η ποίηση έχει στόχο να περιβάλλει την ανάμνηση και να την αναδείξει λειτουργώντας ως μνήμα και ως μνημείο μαζί:

Πάνω στους ώμους μας φυτρώνουν μνήματα,
φουσκώνουν χώματα και μας τινάζουν κύματα.

Δανειζόμενοι τον τίτλο του ποιήματος «Γυμνός καιρός», θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στην γραφή του Ευθύμη Λέντζα, τα χαρακτηριστικά ενός «γυμνού λυρισμού», με τη λέξη «γυμνός» να αφορά, ως προς την τεχνική και την θεματική, στον ρεαλισμό που επιλέγεται ως εργαλείο για να περιγράψει το πραγματικό που ζούμε, μια απογυμνωμένη καθημερινότητα που στηρίζεται στην επανάληψη και στη συνήθεια και που αιφνίδια διακόπτεται, ανατρέπεται ή μετατίθεται για να δώσει θέση στο λυρικό στοιχείο, που αντιπροσωπεύει μια καθόλα διαφορετική πραγματικότητα, ονειρική ή ιδεατή, οπωσδήποτε πνευματική:

Αύριο θα σε συναντήσω στο δρόμο με μια
σακούλα ντομάτες και μια ομπρέλα στα χέρια

Η –Άνοιξη θα ξεχνάει να φεύγει
Κορίτσι που τραγούδησες τα έλατα, […]
(«Τράβηξα από τη φωνή σου τη σιωπή», σελ.15)

Μια στιγμή είναι αρκετή για να γεμίσει τον χρόνο, μια εικόνα αρκεί για μια πνευματική διαφυγή. Ξαφνικά λοιπόν, όπως συμβαίνει στην ποίηση, στον έρωτα, αλλά και στους στίχους του Ευθύμη Λέντζα, η «ομπρέλα» μεταμορφώνεται σε «Άνοιξη» που «ξεχνάει να φεύγει» και το ποιητικό παράξενο ξεσπά. Η περιγραφή ενός κοινότυπου γεγονότος, ανατρέπεται και το πραγματικό γίνεται εφαλτήριο και αφορμή για το πνευματώδες που είναι ο άνθρωπος. Ο ποιητής ξέρει να μεταμορφώνει την ασχήμια της καθημερινότητας σε μεγαλείο της ποίησης όπως ακριβώς μεταμορφώνει ο έρωτας τον άνθρωπο:

Εδώ σε βρίσκω:
Στην παγωμένη κούπα του καφέ,
στις γλάστρες με τα ρούχα στη βεράντα.
Στη Δευτέρα μετά από μια βαρετή Κυριακή.
Η βροχή σε ξεφυλλίζει σαν ένα παλιό τετράδιο.
Διαβάζω ξανά το γραμμένο μου αίμα στο
πουκάμισο.
(σελ. 25)

Γραφή κι ανάγνωση συγχέονται άρρηκτα στον Λέντζα ως οι δυο όψεις της Ποίησης. Ο έρωτας για την ποίηση δεν είναι σχέση μονόδρομη. Δεν είναι μόνο γραφή, δεν είναι μόνο ανάγνωση, αλλά και τα δυο μαζί: «Διαβάζω ξανά το γραμμένο», λέει στο παραπάνω ποίημα. Μια σχέση αλληλοσυμπληρωματική που βρίσκεται σε διαρκή εναλλαγή, όπως ακριβώς είναι η ζωή μας, ο τρόπος που ερωτευόμαστε, που πράττουμε, αλλά κυρίως ο τρόπος να υπάρχουμε:

Ίδιους μας βρίσκουν οι αιώνες:
αλλάζουμε τα πράγματα στα ράφια,
τον έρωτα αλλάζουμε στα σώματα:
αυχένες, γόνατα, λαιμοί –
κύματα γυρίζουμε στα κύματα.
(«ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟΣ», σελ.12)

 

Ευθύμης Λέντζας

 

Ο «Γυμνός λυρισμός», του Λέντζα είναι μια ωδή στην αντίθεση, στο αναπάντεχο, με τεχνική που συντελεί στον κατακερματισμό του ποιήματος και δημιουργεί την αίσθηση ενός ποιήματος μέσα στο ποίημα, ενός συναισθήματος μέσα στο συναίσθημα, όπως ακριβώς η στιγμή που κατακερματίζει τον χρόνο, τους «αιώνες». Μια στιγμή που αποδίδεται με κορύφωση του λυρικού στοιχείου και προσδίδει – τις περισσότερες φορές – κοσμικότητα, όπως ακριβώς και στη συνέχεια του παραπάνω ποιήματος:

Μια υψωμένη κερασιά ζωγραφίζει
τα μάγουλα, την ματωμένη εκκλησιά,
τη φωνή στην αγκαλιά των νεκρών.

Τον ήλιο με τις χρυσές του καδένες στο
μαδημένο νερό: το κίτρινο φύλλο
στις κορφές των ματιών. […]
(το ίδιο, σελ.12)

«Μια υψωμένη κερασιά ζωγραφίζει […]Τον ήλιο», λέει ο ποιητής για να περιγράψει με φλογερό ταπεραμέντο την ποίηση ως φωτεινή κοσμογονία που συντελείται τόσο μέσω της γραφής («ζωγραφίζει») όσο και μέσω της ανάγνωσης: «το κίτρινο φύλλο/στις κορφές των ματιών». Σκοπός της ποίησης, μοιάζει να πρεσβεύει ο ποιητής, όπως άλλωστε και της ζωής, είναι να «συλλάβει» και να διακρίνει την στιγμή που αξίζει, την στιγμή που ο κόσμος αποκαλύπτεται ιδανικά όμορφος στο φως∙ την στιγμή της «έκστασης»:

Πάντα θα θυμάμαι το στήθος σου:
μυρωδιά από δέρμα βρεγμένο! Μια
μουσική να παίζει στην ρεματιά.
Το γέλιο σου ανάμεσα στα δάχτυλα –
γέλιο του πρωινού στην αυλόπορτα.
[…]
Όπως τώρα που θυμάμαι το στήθος σου!
οι φλέβες απ’ το πάτωμα μού
φέρνουν πίσω τη φωνή σου.
Κι έχει τόση σιωπή στο μπαλκόνι
μα δεν βραδιάζει για να σκοτωθώ

Ο Ευθύμης Λέντζας διαφοροποιεί τις έννοιες, αλλάζει την απόχρωση των λέξεων, ανατρέπει σταθερά το οικείο με το παράξενο: ο κόσμος της δημιουργίας και ειδικά της γραφής, ο κόσμος της ποίησης είναι μια άλλη ζωή που γεννιέται το «βράδυ», όταν «σκοτωθεί» το καθημερινό, το συνηθισμένο, το ανούσιο, όταν πέσει  η «σιωπή». Ο τόπος της ποίησης για τον Ευθύμη Λέντζα, όπως και ο τόπος των εραστών, είναι η νύχτα∙ η νύχτα που άξαφνα γεμίζει φως.

 

 

* Η Αριστέα Τσάντζου είναι μεταπτυχιακός Θεωρίας της Λογοτεχνίας, γαλλική ποίηση 20ου αιώνα, κατεύθυνση ψυχανάλυση).

 

_______________

[1] Αδημοσίευτη συλλογή, 2017

[2] Δημοσιευμένη ηλεκτρονικά από το διαδικτυακό περιοδικό Εξιτήριον το 2018

[3] Αδημοσίευτη συλλογή, 2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top