Fractal

Δοκίμιο: “Επιστροφή  στην πατρίδα”

Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας // *

 

 

              «Αν θέλεις να οδηγήσεις άλλους πρέπει πριν από όλα να έχεις κάπου να πας» *

 

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;

αναρωτιόταν σε ένα κλασικό, εμβληματικό για ολόκληρες γενεές, ποίημα του ο Ιωάννης Πολέμης. Και κατέληγε ότι «Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα», μία εύλογη, πιθανόν και αναγκαία, διαπίστωση για την Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα, όταν δεν είχαν περάσει ούτε εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της από τον τουρκικό ζυγό.

Όμως οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής και μαζί τους η αντίληψη, οι σκέψεις αλλά ακόμα και τα συναισθήματα μας δεν μένουν ποτέ σταθερές, αντίθετα αλλάζουν συνεχώς, μερικές φορές και με ταχύτατο ρυθμό, στο πέρασμα του χρόνου. Έτσι ήταν απολύτως φυσιολογικό λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου αιώνα, το 1996, ο Παρασκευάς Καρασούλος να έλεγε κάτι πολύ διαφορετικό σε έναν στίχο του που μελοποίησε υπέροχα ο Γιώργος Ανδρέου:

Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ

η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας

μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή,

η «πατρίδα» δηλαδή όχι πλέον ως ένα σύνολο άψυχων πραγμάτων αλλά ενός και μόνον έμψυχου, ενός άλλου ανθρώπου.

Λίγο αργότερα, στις αρχές του τωρινού αιώνα, του εικοστού πρώτου, το 2003 συγκεκριμένα, ο τίτλος ενός ντοκιμαντέρ του Αλέξανδρου Παπαηλιού πήγαινε την έννοια πατρίδα προς μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και πολύ πιο μακριά, «Πατρίδα είναι η παιδική ηλικία». Καθώς αυτή η άποψη είναι η πιο κοντινή χρονικά στο σήμερα, μόλις δέκα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε, προσωπικά την θεωρώ και πιο κοντά στην αλήθεια, στο τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή για εμάς τώρα, το 2018 – περισσότερο από έναν αιώνα από τότε που έθεσε, έστω και ρητορικά, για πρώτη φορά αυτό το ερώτημα στον ελληνικό γραπτό λόγο ο Ιωάννης Πολέμης – η λέξη «πατρίδα», με όλη και κάθε έννοια μα και σημειολογία της.

Κατά την γνώμη μου λοιπόν πατρίδα, όχι μόνον για εμάς τους Έλληνες αλλά και για κάθε άνδρα και γυναίκα που ζει οπουδήποτε στην γη, δεν μπορεί παρά να είναι η ψυχή μας. Σε έναν κόσμο που τον χωρίζουν, τον κατακερματίζουν μάλλον, τόσα πολλά και τον ταλανίζουν ακόμα περισσότερα το ανθρώπινο μυαλό έχει ανάγκη από κάτι σταθερό, μια βάση στην οποία να στηρίζεται και να μπορεί να ανατρέχει ή και να επιστρέφει στις δύσκολες στιγμές, όταν θέλει να ξαναβρεί τις αξίες και τις αρχές του για να εμβαπτιστεί εκ νέου σε αυτές ώστε να συνεχίσει. Αυτή η στέρεα, ακλόνητη βάση δεν μπορεί να είναι για καθέναν και καθεμία μας παρά η ψυχή του/της. Η ψυχή, αυτό το ακαθόριστο πράγμα το οποίο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχει ήδη από την στιγμή της γέννησης μας και νομίζω ότι οι περισσότεροι, είτε δέχονται την ύπαρξη κάποιου θεού είτε όχι, πιστεύουν ότι με κάποιο τρόπο συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και μετά το βιολογικό τέλος μας.

Αν θεωρήσουμε ότι, σύμφωνα με τον Λακάν, κοιτάζοντας κάθε άλλον βλέπουμε μιαν αντανάκλαση του εαυτού μας, στις καλύτερες των περιπτώσεων μιαν εικόνα του που μοιάζει πολύ με αυτήν που έχουμε ήδη και επιπλέον μας αρέσει τόσο ώστε να θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτόν τον άλλο, αν μάλιστα μας ταιριάζει ακόμα και να συνυπάρξουμε μαζί του, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο Παρασκευάς Καρασούλος, ακόμα και δίχως να το συνειδητοποιεί, την ψυχή εννοούσε ως «μικρή πατρίδα». Την ίδια ψυχή που την παιδική της ηλικία, την εποχή δηλαδή κατά την οποία είναι ακόμα αθώα, ανεπηρέαστη αν όχι αμόλυντη από εξωτερικές παρεμβάσεις, αποκαλεί πατρίδα στον τίτλο της ταινίας του ο Αλέξανδρος Παπαηλιού.

Αν όμως η ψυχή είναι η μικρή πατρίδα, η γενέτειρα θα λέγαμε στην γεωγραφία, τότε ποια είναι η ευρύτερη, η μεγάλη αν το προτιμάτε έτσι; Προσωπικά είναι αδύνατο να θεωρήσω κάτι άλλο ως τέτοια εκτός από την ένωση πάρα πολλών, δισεκατομμυρίων ψυχών που καταρχήν κατοικούν στον ίδιο τόπο και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι αυτό που έχει επικρατήσει να λέγεται συλλογικό ασυνείδητο, των τοπικών πληθυσμών οι οποίοι απαρτίζουν την ανθρωπότητα και εντέλει ολόκληρης αυτής, αν και ίσως θα ήταν ορθότερο να ονομάζεται συλλογικός ψυχισμός. Οπως και αν το αποκαλέσουμε όμως το σίγουρο είναι ότι για να υπάρξει και να λειτουργήσει σωστά ένα σύνολο πρέπει να αποτελείται από υγιή μέλη τα οποία να λειτουργούν σωστά. Είναι αδύνατο να υπάρξει συλλογικός ψυχισμός χωρίς οι ψυχές που τον συναποτελούν, αν όχι όλες τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία τους, να έχουν αφενός συνείδηση της ίδιας της ύπαρξης τους και αφετέρου σαφή και ξεκάθαρη αντίληψη του κόσμου εντός του οποίου υπάρχουν.

Για αυτό και ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πλέον σημαντικό όλων, αιτήματα της εποχής μας είναι να ξαναποκτήσουν οι άνθρωποι, όλοι μας, επαφή με την ίδια την ψυχή μας. Είναι αναγκαίο παντού στον κόσμο αλλά στη χώρα μας ακόμα περισσότερο καθώς μια σειρά από γεγονότα και παράγοντες – με τελευταίο και δεινότερο την οικονομική και όχι μόνον κρίση η οποία μας βασανίζει επί οκτώ χρόνια δίχως δυστυχώς να ελαττώνεται καν η ένταση της – μας έχουν κάνει να απολέσουμε την επαφή με την ψυχή μας πολύ περισσότερο από άλλες. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτού είναι βέβαια ότι ο συλλογικός ψυχισμός έχει ατονήσει και υποβαθμιστεί τείνοντας σχεδόν να εξαφανιστεί. Όλη η Ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει ότι όποτε υπήρχε ενότητα ψυχών και η νομοτελειακά συνεπαγόμενη σύμπνοια μυαλών, θέσεων και απόψεων αυτή μεγαλουργούσε ενώ αντίθετα στις εποχές που εξέλειπαν, όπως στον Μεσαίωνα και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, της συνέβαιναν οι χειρότερες καταστροφές τις οποίες κατά κανόνα προκαλούσε η ίδια. Η Ελλάδα προφανώς όχι μόνον δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αλλά μιαν από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που τον επιβεβαιώνουν πανηγυρικά.

Στην συγκεκριμένη γεωπολιτικοοικονομική συγκυρία του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα είναι λοιπόν πλέον επιτακτικό από ποτέ καθένας και καθεμία στην χώρα μας να ανακτήσει την επαφή με την ψυχή του/της ώστε να μπορέσουμε να ξαναβρούμε και να επανασυγκροτήσουμε τον συλλογικό ψυχισμό μας. Και επειδή αυτός δεν μπορεί παρά να είναι και διαχρονικός, κάθε γενεά προσθέτει τα βιώματα και τις εμπειρίες της σε εκείνες όλων των προηγουμένων, αναπόφευκτα αυτό σημαίνει και την επιστροφή στην παράδοση, την συνεχή δηλαδή εξέλιξη του υλικού και κυρίως φυσικά του πνευματικού πολιτισμού ο οποίος δημιουργήθηκε σε αυτό τον τόπο, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές του, την αρχαία Ελλάδα. Αυτή μόνον μπορεί και πρέπει να είναι η αδιάκοπη και ατελεύτητη επιστροφή στην πατρίδα μας.

Με αυτό τον τρόπο ίσως να καταλάβουμε και το γιατί πρέπει όχι φυσικά να αισθανόμαστε περιούσιοι και ανώτεροι των υπολοίπων λαών όπως υποστηρίζουν οι ποικιλόμορφες ανεγκέφαλες φασιστικές, νομότυπες και μη, ομάδες αλλά να νιώθουμε ευτυχείς, αν όχι και τυχεροί, για το ότι είμαστε οι συνεχιστές αυτής της τόσο πλούσιας κουλτούρας και πολιτιστικής παράδοσης. Θα κατανοήσουμε δηλαδή ότι αυτό που έκανε τους αρχαίους Έλληνες να είναι όχι βέβαια οι μοναδικοί αλλά από τους πρώτους στον κόσμο οι οποίοι δημιούργησαν πολιτισμό και μάλιστα τόσο λαμπρό από κάθε πλευρά ήταν ακριβώς το γεγονός ότι είχαν τόσο καλή επαφή με την ψυχή τους. Χάρη ομολογουμένως και στον μικρό ακόμα αριθμό του πληθυσμού τους η τομή αυτού του γεγονότος με την υγιέστατη, έμπλεα σεβασμού και ισορροπημένη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση τους με το όντως σπάνιο φυσικό περιβάλλον, γεωγραφία, κλίμα και πανίδα ακόμα, εντός του οποίου ζούσαν οδήγησαν σε έναν ζωντανό και ενεργό συλλογικό ψυχισμό. Οι περίοδοι κατά τις οποίες ο τελευταίος έφτασε στο απόγειο του, όπως ο λεγόμενος χρυσός αιώνας του Περικλή, οδήγησαν σε αποτελέσματα τα οποία στάθηκαν υποδείγματα για όλη την ανθρωπότητα που για αυτό όχι μόνο τα θαυμάζει δικαιολογημένα αλλά και εν πολλοίς και σε ουκ ολίγους τομείς τα υιοθέτησε ως πρότυπα.

Επιστροφή λοιπόν στην πατρίδα, αυτήν όμως την συγκεκριμένη πατρίδα του συλλογικού ψυχισμού, την μοναδική στην οποία ανήκουμε όλοι όσο όμως ταυτόχρονα ανήκει εξίσου και αυτή σε εμάς. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σύνθημα για την Ελλάδα του σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά, η σημασία του οποίου υπερβαίνει οποιουδήποτε πολιτικού ή και κοινωνικού αναλόγου, ίσως απλά γιατί τα εμπεριέχει όλα, τουλάχιστον τα πλέον θετικά και ιδίως ανθρωπιστικά εξ αυτών. Ένας διαρκής νόστος, ένα συνεχές νοητό, εσωτερικό ταξίδι προς την χαμένη μεν αλλά σίγουρα όχι και απολεσθείσα οριστικά πατρίδα μας. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε κάθε οικονομική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, τωρινή ή μελλοντική, κρίση.

Θα τολμήσω να πω ότι είναι επίσης η μοναδική ίσως περίπτωση που ακόμα και ο ίδιος ο μέγιστος Καβάφης δεν θα είχε αντίρρηση ότι η Ιθάκη έχει ακριβώς την ίδια σημασία και αξία με το ταξίδι προς αυτήν. Όχι μόνον γιατί η συγκεκριμένη Ιθάκη, ο συλλογικός ψυχισμός, χρειάζεται όχι τον έναν αλλά τους πολλούς Οδυσσέες της, τις ψυχές που τον αποτελούν αλλά και για έναν πολύ σημαντικότερο λόγο. Επειδή αυτή η Ιθάκη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάθε Οδυσσέα της, όπως ακριβώς είναι σίγουρο ότι και αυτός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν και αν δεν φτάσει κάποτε, έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, στην πατρίδα του το μόνο που τον περιμένει είναι ο όλεθρος. Ας σαλπάρουμε λοιπόν επιτέλους με κατεύθυνση οίκαδε!

 

——————————————————————————————————-

* «If you wanna lead people you should have somewhere to go Rusty James», η συμβουλή/προειδοποίηση του εκπεσόντος αρχηγού της τοπικής παρέας/μικροσυμμορίας Motorcycle Boy (Μίκι Ρουρκ) στον αδελφό του (Ματ Ντιλον) που τον έχει ως ίνδαλμα και αναμένει από αυτόν να του υποδείξει την διέξοδο από το τέλμα της καθημερινότητας στο οποίο βουλιάζει, από την ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Rumble Fish» (1983).

 

 

 

 

* Ο Θάνος Μαντζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top