Fractal

«Οι φάλαινες του Αυγούστου» ή «η γενιά μας έχει αντοχές»

Από τον Γιώργο Ρούσκα //*

 

 

Προσέγγιση στη θεατρική παράσταση “Οι φάλαινες του Αυγούστου”

(The Whales of August) του συγγραφέα David Berry, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια (μετάφραση Αντώνη Γαλέου)

 

 

Οι φάλαινες κολυμπούν στα νερά της θάλασσας και του χρόνου. Θηλαστικά, ζουν σε αγέλες, έχουν συνήθειες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Δεσπόζουν με το μέγεθός τους στο περιβάλλον που τις φιλοξενεί, κρύβοντας τις ευαισθησίες που έχουν μέσα τους.

Οι άνθρωποι. Κολυμπούν στη θάλασσα του χρόνου. Θηλαστικά κι αυτοί, ζουν σε κοινωνίες, έχουν συνήθειες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Δεσπόζουν με τη νοημοσύνη τους στο περιβάλλον στο οποίο κινούνται κι αυτό δεν εμποδίζει καθόλου κάποιους από αυτούς να έχουν κρυμμένες ευαισθησίες μέσα τους.

Ένα σπίτι με θέα τον ωκεανό, δύο ηλικιωμένες αδερφές και δύο μέρες από τη ζωή τους εκεί, ήταν αρκετά για να μπορέσει ο συγγραφέας David Adams Berry (8 Ιουλίου 1943 ως 16 Δεκεμβρίου 2016) να φτιάξει ένα θεατρικό με πυρήνα τη ζωή, τον χρόνο και την τρίτη ηλικία.

Το έργο αυτό, παρουσιάστηκε στο WPA Theater του Lower Manhattan, με πρωταγωνίστριες τις Bettie Indrizzi και Elizabeth Council, ενώ το 1987, ο ίδιος ο David Berry το προσάρμοσε για να γίνει κινηματογραφική ταινία, την οποία σκηνοθέτησε ο Lindsay Anderson, με πρωταγωνίστριες τις Bette Davis, Lillian Gish (ήταν η τελευταία της ταινία), τον Vincent Price και την Ann Sothern.

 

 

Το έργο, το εμπνεύστηκε από δύο θείες του, οι οποίες είχαν ένα εξοχικό στην ακτή του Μέιν (Maine), η οποία φλερτάρει με τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Κεντρικός άξονας; Η τρίτη ηλικία και το πόσο κοντά είναι με την πρώτη, λες και το μεταξύ τους διάστημα δεν υπήρξε ποτέ αλλά έχει αποθηκευτεί στο σκληρό δίσκο του εγκεφάλου, επιμερισμένο σε φακέλους αναμνήσεων. Αν θυμάμαι καλά, κάπου ακούγεται «οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν, οι αναμνήσεις όχι» ή κάπως έτσι και το ζήτημα που τίθεται δεν είναι μόνο το αν ζούμε με αναμνήσεις, που αναδύονται με αφορμή φωτογραφίες ή καταστάσεις, αλλά το αν ζούμε με όλες μας τις αισθήσεις το τώρα. Γιατί και το «τώρα» εκείνου ο οποίος νοσταλγεί, θυμάται, βλέπει φωτογραφίες και αναπολεί, πόσο «τώρα» είναι; Μήπως το παρελθόν, έχει τη δύναμη να ρουφάει σαν μαύρη τρύπα το παρόν και να το κάνει δικό του, πριν βιωθεί;

 

 

Δύο αδερφές, δύο χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί. Περίεργο; Κάθε άλλο. Κανόνας. Η μία, η Λίμπι, σε αναπηρικό καρότσι, τυφλή ή σχεδόν τυφλή, σαρκάζει και ειρωνεύεται τα πάντα. «Κολλημένη» με τον Νοέμβριο, τον μήνα που έχει συνδέσει με τον θάνατο, θεωρεί ότι όλα είναι μάταια και ότι από ένα σημείο και μετά, τίποτε δεν έχει νόημα, αφού ο θάνατος είναι απλά θέμα χρόνου και όλα όσα ήταν να γίνουν έγιναν.

Ή, όπως το είπε ο μεγάλος Τάσος Λειβαδίτης:

[Η μητέρα μου πέθανε

η αγαπημένη μου έφυγε

οι σύντροφοι με προδώσανε

τα χρόνια περάσανε

τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος

Όλα έγιναν].

Τι μπορείς να κάνεις καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό καρότσι; Τι μπορείς να αλλάξεις; Να περιμένεις, τι; Πού η χαρά; Πού το κέφι για ζωή; Για ανανέωση; Παραιτείσαι λοιπόν, κάνεις τα δέοντα για να μην υποφέρει το σώμα και απλά περιμένεις την ώρα. Του θανάτου. Τι άλλο;

 

 

Κι όμως. Η λογική τα έχει σημαία όλα τούτα, με το αδύναμο σώμα ιστίο να συνηγορεί υπέρ τους, αλλά υπάρχει και ένα «εγώ» το οποίο παραμένει αγέραστο. Παρά τα όσα η Λίμπι διακηρύττει και πρεσβεύει, το «εγώ» της ξεπροβάλλει μασκαρεμένο διψώντας για προσοχή, για συμπαράσταση, για φροντίδα. Για οίκτο. Για επιβεβαίωση. Αυτό, δεν θέλει να πεθάνει. Πάντα ζητούσε και ζητά την καλή κουβέντα, την επιβράβευση, την αποδοχή, την αγκαλιά, τη στοργή. Είναι ο καταλυτικός εξομοιωτής της τρίτης ηλικίας, κάνοντάς την παιδική. Το «εγώ» κάνει την ανατροπή στο τέλος του έργου, αρνούμενο την άρνηση, προκαλώντας ρήξη με τους τοίχους των πεποιθήσεων. Αυτό είναι που αλλάζει στάση και συναινεί στο μεγάλωμα του παραθύρου που βλέπει στον ωκεανό, αλλαγή που προϋποθέτει το ανάλογο σπάσιμο του εκεί τοίχου. Συμβολισμός…

Η άλλη αδερφή, η Σάρα, στον αντίποδα. Δοτική, χαμογελαστή, περιποιητική. Ταγμένη στη ζωή, στη λεπτομέρεια, στην ευγνωμοσύνη για το δώρο της κάθε μέρας, βρίσκει νόημα ακόμα και στη ρουτίνα. Αφιερώνει (θυσιάζει;) τη ζωή της στη φροντίδα της αδερφής της, κάνοντας αυτά που δεν κάνει η κόρη της Λίμπι. Η φωτογραφία του πεθαμένου συζύγου πάντα κοντά της. Η παρουσία του μέσα της. Οι συνομιλίες τους ενεργές. Γιατί κάποιες φωτιές, ποτέ δεν σβήνουν. Ανά διαστήματα σταματά, πηγαίνει στο παράθυρο και βλέπει το φως, τον ωκεανό, τον ουρανό. Έχει τον νου της γιατί τον Αύγουστο, τέτοια εποχή, συνήθιζαν να περνούν από εκεί οι φάλαινες. Τις καμάρωνε μικρή, τις περιμένει και τώρα. Ξέρει ότι ο άνθρωπος έχει σχεδόν αφανίσει αυτό το σπάνιο είδος. Τι περιμένει άραγε;

Να περάσουν όπως παλιά; Να γίνουν όλα όπως πριν; Να εμφανιστούν εκ νέου ελπίδες; Όνειρα; Προσδοκίες; Μέλλον; Να πάρει κουράγιο μέσα από τον παραλληλισμό ότι, αφού αυτές υπάρχουν και ήλθαν ξανά, θα τα καταφέρω του χρόνου να έλθω πάλι κι εγώ εδώ; Να επιβεβαιώσει ότι δεν χάθηκαν όλα, αφού για να υπάρχουν ακόμα φάλαινες, υπάρχει ζωή;

 

 

Ο γείτονάς τους, ο Τζόσουα, τραγική ύπαρξη έκπτωτου ρώσου «βαρώνου». Τα έχασε όλα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και μετά από περιπλάνηση σε πολλά σημεία της γης, ξέπεσε(;) εκεί, ζώντας πάντα το «σήμερα». Με τις αναμνήσεις του, το παρελθόν του, με την ευγένειά του παγιωμένη εντός, αλλά κυρίως με μία έμφυτη αισιοδοξία ότι κανείς δεν χάνεται. Έχει πλήρη συνείδηση της αξίας του «τώρα», εκτιμά κάθε δώρο της ζωής, κάθε φανέρωμα της ομορφιάς της φύσης, ο,τιδήποτε οι αισθήσεις του μπορούν να αντιληφθούν. Γιατί τον χαρακτήρισα ύπαρξη τραγική; Μα γιατί ομολόγησε ότι παρόλο που σχετίστηκε με αρκετές γυναίκες στη ζωή του, δεν ερωτεύτηκε ποτέ. Μετά από τον θάνατο, τι τραγικότερο;

Αποκαλύπτεται έτσι στο τρίγωνο των πρωταγωνιστών, η ύπαρξη τριών ισχυρότατων αντιθετικών διπόλων, στη θέση των πλευρών του: Λίμπι – Σάρα (σκότος και άρνηση – αισιοδοξία και φως), Λίμπι – Τζόσουα (παραίτηση και απαισιοδοξία – ζωή και ελπίδα), Σάρα – Τζόσουα (βιωμένος έρωτας – έρως μη βιωθείς). Ιδού η ομορφιά ενός θεατρικού έργου και η κρυμμένη δύναμή του, μέσα στους στροβιλισμούς των τριγωνικών του κορυφών και των διπολικών πλευρών του. Ο περιγεγραμμένος κύκλος της ζωής τους, έχει πλέον το γήρας ως περίκεντρο.

Χωρίς φανερή δράση, χωρίς εξάρσεις ή εντυπωσιακές εξελίξεις, δίχως αγωνία ή εκδηλωμένες ανατροπές, με χρήση ήπιων διαλόγων και αργών κινήσεων, η υπόθεση «τρέχει» κανονικά και το έργο μαγεύει και συγκινεί (συν-κινεί).

Ο Πέτρος Ζούλιας, σεμνός, εργατικός, προσηλωμένος. Σκηνοθέτησε αρτιότατα την παράσταση με γνώση, σεβασμό, γόνιμη αξιοποίηση καταγεγραμμένων εμπειριών, δωρικότητα, ένστικτο και πάνω από όλα, με ευαισθησία τόσο λεπτή που εισπράττεται αυτούσια από τον θεατή.

Εκτός από το τάλαντο του David Berry και του Πέτρου Ζούλια, εκτός από τη στρωτή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, είναι όλη η ομάδα που ταλαντώνεται αρμονικά με αποτέλεσμα να συντονίζει και τις χορδές της ψυχής θεατών. Οι θεατές γίνονται συμμετέχοντες, καθένας με τον τρόπο του και με τις εμπειρίες του.

Η Τζένη Ρουσσέα, σε έναν ρόλο με πολλές δυσκολίες, είναι τόσο αληθινή που σε μεταφέρει αυτόματα εκεί, κοντά της. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο σαλόνι, σαν να είναι δικό σου, τώρα ή λίγες δεκαετίες μετά. Συμβαίνει αβίαστα, φυσικά. Δεν είναι μόνο η ιδιαίτερη φωνή της, δεν είναι μόνο οι προσεγμένες κινήσεις της, ούτε μόνο οι εκφράσεις του προσώπου της, οι οποίες υποστηρίζουν άψογα τα λεγόμενά της. Είναι ο τρόπος. Ο υπέροχος, ο γνήσιος θεατρικός τρόπος, ο οποίος δεν χάνεται ούτε γερνά.

 

 

Η Έρση Μαλικένζου, μια εμβληματική παρουσία, κλειδί της παράστασης. Σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει στο σπίτι, στο δικό σου αλλά και των γνωστών και φίλων σου. Βλέπεις μητέρες, γιαγιάδες, θείες, γυναίκες εκείνης της γενιάς –σπάνιο είδος πια–, που εξαφανίζεται σαν τις φάλαινες σιγά σιγά. Γενιά που ταλανιζόταν ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα, που ήξερε να δίνεται, να θυσιάζεται, να προσφέρει, να μοιράζεται, να αγαπά. Ν’ αγαπά, με την απόλυτη έννοια της λέξης, απαλλαγμένης δηλαδή από προσδοκίες ανταμοιβής ή ανταλλάγματος. Κατορθώνει να αγκαλιάσει τη σκηνή, έτσι όπως πολλές άξιες, ανώνυμες, καθημερινές γυναίκες, αγκαλιάζουν τη ζωή των γύρω τους: με χέρια δουλεμένα, έχοντας βέρα τον ρεαλισμό στο δεξί, μονόπετρο δαχτυλίδι τον ρομαντισμό στ’ αριστερό, με καρδιά που έχει συμφιλιώσει τη λογική της επιβίωσης με το πάθος του ονείρου, με αιμοπετάλια τον έρωτα για τη ζωή.

Ο Νίκος Γαλανός, γοητευτικός στο ακέραιο, επιβεβαιώνει ότι κάποια πράγματα δεν φθείρονται ποτέ. Εστιάζοντας τόσο στο άυλο (λόγος) όσο και στο υλικό (σώμα), ανταποκρίνεται πλήρως στις πολλές απαιτήσεις του ρόλου του. Μέσα από αυτόν, ταξιδεύεις στο παρελθόν, από τη λάμψη ως το ξεθώριασμα, από τη χλιδή της τσαρικής Ρωσίας ως τη σημερινή του ένδεια. Εκείνος; Δεν έχασε ποτέ την ευγένεια και τον σεβασμό του προς την ανθρώπινη ζωή.

Η Μαρία Αντουλινάκη, με το σπουδαίο υποκριτικό της ταλέντο, συνδυάζοντας την μοναδική εκφραστικότητα του προσώπου της και δη των ματιών της με τον χρωστήρα της φωνής της, φέρνει την απαραίτητη πνοή ζωντάνιας, παρεμβάλλοντας ένα άκρως αναγκαίο διάλειμμα στον αδιάκοπο βομβαρδισμό της καθημερινότητας με αναμνήσεις, απώλειες, πληγές. Είναι η ματιά του τι γίνεται έξω, άρα η έμμεση επιβεβαίωση του ότι είμαστε ζωντανοί.

Ο Μάκης Πατέλης, τόσο ένα με τον μικρό σε διάρκεια ρόλο του, που λες και βρήκε το alter ego του. Μια άλλη εκδοχή τη τρίτης ηλικίας, η οποία συνεχίζει να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, με αργούς ρυθμούς μεν, αλλά με αγάπη και με μάτια ανοιχτά. Λες και έχει πιαστεί από τη δουλειά για να μην παραιτηθεί, να μην νικηθεί από τον χρόνο. Αναλλοίωτή της αξία; Η φιλία.

Ο Γιαννης Μαρίνος, σε ένα πολύ μικρό πέρασμα, έδωσε ικανοποιητικά την αλαζονεία των μεσιτών, την υπεροψία των πιστών του χρήματος, την αδιαφορία των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους, την απουσία ενσυναίσθησης και την απληστία του κέρδους.

 

 

Φεύγοντας από το Θέατρο, μαζί με μια αχλή γλυκιάς μελαγχολίας, μου ήρθαν ερωτήματα σωρηδόν, έτσι όπως έρχονται μετά από την ανάγνωση ενός καλού ποιήματος. Γιατί γυναίκες οι πρωταγωνίστριες; Γιατί πεθαμένοι οι σύζυγοι; Τι είναι ο χρόνος; Τι είναι αληθινό; Τι έχω πράγματι ζήσει; Τι επιλογές έχω; Πώς διαχειρίστηκα αυτές που είχα; Είχα; Πώς μπορώ να πορευτώ, ώστε όταν έλθει (αν έλθει) το γήρας να μη μετανιώνω, να μη μεμψιμοιρώ, να μην κατηγορώ ούτε να οικτίρω τον εαυτό μου; Θυσιάζω πλέον; Τι; Για ποιόν; Πού θα είμαι εγώ; Ποια τα όρια; Πώς μπορώ να αξιοποιήσω κάθε στιγμή; Πώς με φαντάζομαι μετά από 10, 20 χρόνια;

Αν στην υπόθεση πρωταγωνιστής είναι το γήρας και πίσω από αυτό ο χρόνος, μέσα στον οποίο τα βιώματα και οι επιλογές, αν όλα μεταβάλλονται και αλλάζουν, ο Berry χρειάζεται ένα σύστημα αναφοράς σταθερό για να τα αναδείξει. Κάτι που να λειτουργεί ως φόντο ακίνητο (έστω και σε βάθος ορισμένου χρόνου), ώστε αυτά να μεταβάλλονται σε σχέση με αυτό. Εδώ, το αμετάβλητο φόντο συνθέτουν η θάλασσα, ο ωκεανός, το ηλιοβασίλεμα, το καθημερινό ξεσκόνισμα της Σάρα(ς), η αδυναμία μετακίνησης αλλά και η γκρίνια της αδερφής της, μαζί με την παντοτινή προσδοκία εμφάνισης των φαλαινών. Όλα τα άλλα κινούνται μέσα, έξω και γύρω τους. Ή φαίνεται πως κινούνται.

Αν ο Αύγουστος είναι επίτηδες παρών, σημαίνων το τέλος του καλοκαιριού (νιότη), αν ο Νοέμβριος έρχεται ως τελευταίος του φθινοπώρου (βαθύ γήρας) πριν από τον χειμώνα (θάνατος), πάντα θα μπορείς να περιμένεις κάτι. Κάτι δικό σου, κάτι που σε μάγευε από μικρό, όπως τη Σάρα οι «φάλαινες του Αυγούστου». Μπορεί να σου δοθεί η χάρη να τις δεις ή το χάρισμα της φαντασίας, να τις βλέπεις όταν εσύ θέλεις. Μπορεί να σου δοθεί η ευκαιρία για έναν ακόμη ρόλο, τώρα, στην τρίτη σου ηλικία. Δώρο ως αντίδωρο του πόθου σου. Αρκεί να μην έχεις παραιτηθεί. Αρκεί να προσμένεις.

 

 

Γιατί αν είσαι σε εγρήγορση, η καρδιά σου, όσο αδύναμη κι αν είναι, χτυπά. Άρα; Ζεις. Τώρα. Έτσι. Όπως. Όσο. Αξιώθηκες να φτάσεις ως εδώ. Άλλοι δεν μπόρεσαν. Έφυγαν πολύ πριν από σένα.

Ζεις. Αυτό έχει για σένα τη μεγαλύτερη σημασία.

Αν το συνειδητοποιήσεις, μπορεί και να νιώσεις:

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ.

 

ΥΓ

Κρατώ τη σημαντική δήλωση της Έρσης Μαλικένζου, κατά τη συζήτησή μας μετά το πέρας της παράστασης: «η γενιά μας έχει αντοχές».

Όντως. Η παράσταση το επιβεβαιώνει. Μέσα μου, μετά το αντοχές, προσέθεσα με σεβασμό: «και ταλέντο».

 

Πληροφορίες:

  • Οι φάλαινες του Αυγούστου (The Whales of August)
  • Συγγραφέας: David Berry
  • Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
  • Σκηνοθέτης: Πέτρος Ζούλιας
  • Σκηνογραφία: Αναστασία Αρσένη
  • Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
  • Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
  • Ερμηνεύουν: Τζένη Ρουσσέα, Έρση Μαλικένζου, Νίκος Γαλανός, Μαρία Αντουλινάκη, Μάκης Πατέλης, Γιάννης Μαρίνος
  • στο Θέατρο ΧΩΡΑ

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top