Fractal

Μια ποιητική φαντασίωση στο κατώφλι της απατηλής πεζότητας

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

 

 

 

 

Ο ΚΥΚΝΟΣ

της Ελίζαμπεθ Έγκλοφ

Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου – Σκηνοθεσία: Σταύρος Στάγκος

στο Αγγέλων Βήμα

 

Η ζωή της νοσοκόμας Ντόρα Χαντ είναι μοναχικά μονότονη, με τις περιστασιακές επισκέψεις του εραστή της Κέβιν, ενός γαλατά που δηλώνει “καλός άνθρωπος, με γυναίκα και παιδί”, να αναστατώνουν – όχι πάντα ευπρόσδεκτα – την καθημερινότητά της. Χωρισμένη από τον πρώτο της σύζυγο, χήρα απ’ τον δεύτερο και εγκαταλελειμμένη απ’ τον τρίτο, η Ντόρα έχει βαλτώσει σ’ ένα συναισθηματικό αδιέξοδο, αφού ο Κέβιν, ερωτευμένος μαζί της αλλά και βολεμένος με την κατάσταση των πραγμάτων, διστάζει να ζητήσει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του. Μια βροχερή νύχτα, ένας δυνατός κρότος ξυπνά την Ντόρα, η οποία έκπληκτη διαπιστώνει πως ένας εντυπωσιακός μαύρος κύκνος έχει σπάσει το τζάμι του παραθύρου της, ορμώντας πάνω του με φόρα. Σε πείσμα της λογικής της και αγνοώντας τις αντιρρήσεις του Κέβιν, αποφασίζει να περιμαζέψει και να περιθάλψει τον τραυματισμένο κύκνο, δίνοντάς του το όνομα Μπιλ. Εκείνος, ωστόσο, αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα, αποκτώντας σταδιακά ανθρώπινες συνήθειες και χαρακτηριστικά, ώσπου μεταμορφώνεται εξ ολοκλήρου σε άντρα, εκδηλώνοντας, μάλιστα, ερωτικές διαθέσεις προς την Ντόρα. Η εξέλιξη αυτή δεν ευχαριστεί καθόλου τον Κέβιν, καθώς η Ντόρα, αν και θορυβείται απ’ την αδέξια πολιορκία του Μπιλ, δεν δείχνει διατεθειμένη να τον διώξει. Οι εντάσεις ανάμεσα στους τρεις τους κλιμακώνονται επικίνδυνα, οδηγώντας τους σε μια σύγκρουση σφοδρή όσο και λυτρωτική, που θα ανατρέψει θεαματικά τα δεδομένα…

 

 

Πρώτο θεατρικό έργο της διακεκριμένης Αμερικανίδας συγγραφέα Ελίζαμπεθ Έγκλοφ, ο Κύκνος γράφτηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1989, ενώ η ίδια ήταν ακόμα φοιτήτρια στο Γέιλ. Τοποθετώντας απ’ την αρχή ως το τέλος τους τρεις πρωταγωνιστές της μέσα σ’ ένα και μόνο σκηνικό περιβάλλον – το λιτά έως “σπαρτιάτικα” επιπλωμένο καθιστικό/κουζίνα της Ντόρα – και συνδυάζοντας στοιχεία από το θέατρο του παραλόγου, την ελληνική μυθολογία (αυτονόητη, σε πρώτο επίπεδο, η παραπομπή στον μύθο της Λήδας και του κύκνου) και πιθανώς τις ψυχαναλυτικές μελέτες του Φρόιντ (ο οποίος, για λόγους ιατρικού απορρήτου, χρησιμοποίησε το πλαστό όνομα “Ντόρα” στην καταγραφή της περίπτωσης μιας απ’ τις ασθενείς του), η Έγκλοφ πλάθει ένα ελκυστικά “μαύρο” παραμύθι για μεγάλους, με πινελιές χιούμορ που πηγάζουν τόσο απ’ το ευφάνταστο λεκτικό και νοηματικό ανακόλουθο των διαλόγων, όσο και από τις απροσδόκητες επιμέρους εκβάσεις των δρωμένων.

 

 

Βαριεστημένη, μπουχτισμένη απ’ την άχαρη ρουτίνα της ζωής και της σχέσης της, η Ντόρα (της οποίας το επίθετο, “Hand”, που σημαίνει “χέρι”, φέρνει στον νου το “handmaid” ή “handmaiden”, δηλαδή “υπηρέτρια”), φαντασιώνεται και υλοποιεί το απόλυτο αρνητικό τους: έναν μαύρο κύκνο, πλάσμα εξαιρετικά δυσεύρετο, με ομορφιά εξίσου σπάνια και γι’ αυτό ανησυχητική, που πέφτει κυριολεκτικά ουρανοκατέβατο στην πόρτα της, συνεπαίρνοντάς την με την ατόφια, ζωώδη αθωότητα της φύσης του και την υπόσχεση της διαφυγής απ’ τη βασανιστική απραξία και στασιμότητα. Όμως το εξωτικό αυτό “δώρο” δεν θ’ αργήσει να γίνει μπελάς: η τολμηρά ποιητική

φαντασίωση αποδεικνύεται υπερβολικά φιλόδοξη για τα μέτρα της Ντόρα, η οποία, αδυνατώντας να τη χειριστεί στη συγκεκριμένη μορφή της (ως και το ελάχιστα ευρηματικό όνομα που δίνει στον κύκνο, “Μπιλ” – “ράμφος” στα Αγγλικά – προδίδει, ουσιαστικά, την αμηχανία της απέναντί του), θα βαλθεί να τη μετατρέψει σε κάτι πιο γνώριμο. Αντιστρέφοντας τον μύθο του Πυγμαλίωνα, αναλαμβάνει η ίδια τον ρόλο του “γλύπτη” που σμιλεύει το δημιούργημά του κατά βούληση, προκειμένου να του δώσει το “ιδανικό” ανθρώπινο σχήμα. Μονάχα που η δική της, αρσενική και φτερωτή “Γαλάτεια” δεν είναι αρκετά ευάγωγη ώστε να υπακούσει αδιαμαρτύρητα στη θέλησή της. Είναι ένα ωραίο, αλλά “μισοφτιαγμένο” όνειρο που ζωντάνεψε πριν την ώρα του και ξέφυγε απ’ τα χέρια του πλαστουργού του, ένα σαγηνευτικά τερατώδες υβρίδιο που η σχεδόν παιδιάστικη, σουρεαλιστική ασυναρτησία της ομιλίας του και η γκροτέσκα χάρη της κίνησής του προξενούν τρυφερότητα και φόβο μαζί.

 

 

Θα λέγαμε ακόμα πως η εμφάνιση του Μπιλ αποτελεί, προσωποποιώντας το στην κυριολεξία, το “κύκνειο άσμα” της σχέσης μεταξύ Κέβιν και Ντόρα – μιας σχέσης εξαρχής καταδικασμένης, βασισμένης στη μονομερή, απαυδισμένη ανοχή (από την πλευρά εκείνης) μάλλον παρά στη γνήσια, αμοιβαία αγάπη και υποχωρητικότητα. Ο Κέβιν μιλά ανενδοίαστα για τη νόμιμη σύζυγο και το παιδί του μπροστά στην ερωμένη του, θεωρώντας το φυσιολογικό να απατά δυο γυναίκες συγχρόνως, αλλά δίχως να ανέχεται μια αντίστοιχη συμπεριφορά εκ μέρους τους. Η παρουσία του Μπιλ, ακόμα και με το πρωτογενές σχήμα του κύκνου, προκαλεί τη ζήλεια του Κέβιν και υποδαυλίζει την κτητικότητά του απέναντι στην Ντόρα, σε σημείο που τον σπρώχνει να ξεπεράσει μονομιάς όλες του τις αναστολές και να τη ζητήσει επιθετικά σε γάμο. Μα έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, δεν θα ήταν δυνατόν να δοθεί μια παρόμοια πεζή και ανέμπνευστη λύση στο δράμα – το οποίο, εξάλλου, παρωδεί από περιωπής αυτήν ακριβώς τη χιλιοειδωμένη σύμβαση. Ο δρόμος που μας προτείνει η Έγκλοφ δεν είναι ο πλέον ομαλός, ούτε καν ευλογοφανής. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ο μοναδικός που μπορεί να μας οδηγήσει σ’ έναν προορισμό αντάξιο του ταξιδιού.

Η επιλογή του κύκνου – και δη μαύρου – ως αλληγορικής οντότητας είναι άκρως ενδιαφέρουσα, δραματουργικά όπως και πραγματολογικά. Ο κύκνος, αμφίβιο και αποδημητικό νηκτικό πουλί με την ικανότητα να πετά, σχετίζεται με τρία απ’ τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (νερό, γη, αέρα), ενώ στη λευκή του εκδοχή, το χρώμα των φτερών του προσομοιάζει με το φως. Συμβολίζει την παντοτινή αγάπη, τη μητρότητα αλλά και τον θάνατο – ορισμένοι λαοί, μάλιστα, θεωρούν την κραυγή του εξίσου δυσοίωνη με της κουκουβάγιας ή του γκιώνη. Στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία, οι κύκνοι συχνά συνόδευαν την Αφροδίτη (Venus) και την Άρτεμη (Diana). Η μεξικανική και η γερμανική παράδοση τους θέλουν αγγελιαφόρους του Κάτω Κόσμου και η αλχημεία τους συνδέει με τον υδράργυρο και τον ερμαφροδιτισμό (εγγενή δυαδικότητα). Όλες οι παραπάνω αναφορές και συνδηλώσεις διακρίνονται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στον τρόπο με τον οποίο η Έγκλοφ σκιαγραφεί τη φιγούρα του κύκνου, την επαφή του με τα πρόσωπα και τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, καθώς και με τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω του, άμεσα ή έμμεσα εξαιτίας του ή/και με αποδέκτη τον ίδιο.

 

 

Η ελληνική παραγωγή του Κύκνου που παρακολουθήσαμε φέτος στο Αγγέλων Βήμα, στην πολύ ωραία – όπως πάντα – μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου και με σκηνοθέτη τον Σταύρο Στάγκο, απέδωσε έξοχα το γράμμα και το πνεύμα του γοητευτικά ιδιάζοντος αυτού έργου, με τις δυνατές, ταιριαστά φορτισμένες ερμηνείες από τους Υρώ Λούπη (Ντόρα), Κώστα Ανταλόπουλο (Κέβιν) και Συμεών Κωστάκογλου (Μπιλ) να αιχμαλωτίζουν και να ενθουσιάζουν το κοινό. Η στιβαρή σκηνοθεσία του Στάγκου “έδεσε” αρμονικά και αεροστεγώς τα συστατικά του δράματος με τις ιδιοσυγκρασίες των ηθοποιών, τις οποίες ανέδειξε απολαυστικά μέσα από την αλληλεπίδραση και τη χημεία τους. Γλυκιά, γήινη όσο και αιθέρια, “φευγάτη” ενίοτε, γονατισμένη απ’ τις απανωτές κακοτυχίες στην προσωπική της ζωή, η Ντόρα της Υρώς Λούπη βγαίνει βαθμιαία απ’ το κατ’ επίφαση προστατευτικό κουκούλι της τελματωμένης ζωής της και τολμά στο τέλος ν’ ανοίξει τα δικά της φτερά, αψηφώντας τον κίνδυνο να καεί.

 

 

Ο Κώστας Ανταλόπουλος ενσαρκώνει έναν Κέβιν κωμικοτραγικά αντιφατικό, αγόμενο και φερόμενο απ’ τις αγκυλώσεις και τα πάθη του, με το ένα πόδι στο σύμπαν της κοινωνικής συμβατικότητας και το άλλο σε μια σφαίρα σιωπηρά αποδεκτής “παρανομίας”. Και ο Συμεών Κωστάκογλου, ιδανικός “μαύρος κύκνος”, εύθραυστος μα και δυναμικός, με ευλυγισία χορευτή ή ακροβάτη, αποδίδει με σπαρακτική αληθοφάνεια την ιδιότυπη εκφραστικότητα ενός πλάσματος που εκδηλώνει τα συναισθήματά του με το σώμα και τις κινήσεις παρά με το πρόσωπο και τα λόγια του. Δεν ξέρω αν πρόκειται για οδηγία της συγγραφέα, εφεύρημα του σκηνοθέτη ή τέχνασμα της Στέλλας Κρούσκα που επιμελήθηκε την κίνηση, αλλά οι σκηνές όπου ο Μπιλ “χορεύει” αργόσυρτα μέσα στη νύχτα, με τα χέρια/φτερούγες του υψωμένα σαν να επικαλείται κάποια σκοτεινή θεότητα, είναι εξαίσια ανατριχιαστικές, δίνοντάς μας ένα επιπλέον στοιχείο για τις πολύπτυχες προεκτάσεις του ρόλου του.

Στο σύνολό της η παράσταση διακρίνεται από εμβυθιστική ατμοσφαιρικότητα, η οποία οφείλεται στους υποβλητικούς φωτισμούς του Γιώργου Αγιαννίτη και τη μουσική και ηχητική επένδυση της Violet Louise – ένα ιδιοφυές κράμα από αλλόκοσμα soundscapes, incidental ήχους και αναποδογυρισμένες μελωδικές φράσεις που δίνουν την αίσθηση μαγικής τελετουργίας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Κατερίνας Χατζοπούλου, με τον πυκνά περιγραφικό τους μινιμαλισμό, συντελούν καίρια στην αισθητική λειτουργικότητα του αποτελέσματος.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top